Με εντυπωσιακούς ρυθμούς που θυμίζουν τις επιδόσεις της πρώτης δεκαετίας μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη αυξάνονται οι καταθέσεις από τον περασμένο Μάρτιο. Η άνοδος των μεγεθών είναι αντίστοιχη με μεταβολές που καταγράφηκαν σε χρονιές που η ανάπτυξη στην Ελλάδα κινούνταν πέριξ του 4% και η πιστωτική επέκταση κατέγραφε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.

Πρόκειται για εποχές που η ζήτηση για δανεισμό φάνταζε ανεξάντλητη και την ίδια στιγμή τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν σε θέση να την ικανοποιήσουν, καθώς διέθεταν απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές.

Η εξήγηση

Το 2020 ωστόσο οι συνθήκες είναι διαφορετικές, με την ύφεση εφέτος να ξεπερνά όπως όλα δείχνουν το 8%. Πώς είναι δυνατή λοιπόν η άνοδος των καταθέσεων σε ένα τέτοιο περιβάλλον; «Η αύξηση της καταθετικής βάσης εν μέσω πανδημίας έχει την εξήγησή της» σημειώνει τραπεζική πηγή.

Οπως αναφέρει, «μπορεί ο κύκλος εργασιών της πλειονότητας των επιχειρήσεων να μειώνεται, τα τουριστικά έσοδα που αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των εισροών σε τραπεζικούς λογαριασμούς να κατέρρευσαν και η ανεργία να σημειώνει άνοδο για πρώτη φορά ύστερα από αρκετά χρόνια αποκλιμάκωσης, την ίδια στιγμή όμως αναπληρώνεται μεγάλο μέρος αυτών των απωλειών».

Οκτώ μήνες ανόδου

Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ο Σεπτέμβριος ήταν ο όγδοος συνεχόμενος ανοδικός μήνας. Από το τέλος Φεβρουαρίου οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά 10,9 δισ. ευρώ, που αποτελεί την τέταρτη καλύτερη επίδοση των τελευταίων 20 ετών για το συγκεκριμένο οκτάμηνο. Το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου προέρχεται από τις επιχειρήσεις (7,21 δισ. ευρώ), ενώ τα νοικοκυριά έχουν αυξήσει τα υπόλοιπά τους κατά 3,93 δισ. ευρώ.

Οι βασικοί λόγοι

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, οι βασικοί λόγοι αύξησης των καταθέσεων κόντρα στην ύφεση είναι οι εξής:

1. Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας μεγάλες αξιόχρεες εταιρείες αύξησαν τον δανεισμό τους απευθείας από τις τράπεζες προς ενίσχυση της ρευστότητάς τους για να αντιμετωπίσουν την κρίση, ενώ σημαντική συμβολή για την άνοδο των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης είχαν και τα προγράμματα κρατικής επιδότησης και εγγυοδοσίας που ενεργοποιήθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καθαρή ροή χρηματοδότησης προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις από τον Μάρτιο και μετά προσεγγίζει τα 6 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσά που κατέληξαν στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων.

2. Ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων επιτεύχθηκε και από τον απευθείας δανεισμό από το Δημόσιο μέσω της Επιστρεπτέας Προκαταβολής και άλλων δράσεων στήριξης της αγοράς.

– Συνεχίζεται έως και σήμερα η επιδοματική πολιτική σε νοικοκυριά και γενικά εργαζομένους οι συμβάσεις των οποίων βρίσκονται σε αναστολή, ενώ παρατάθηκε η περίοδος χορήγησης επιδομάτων ανεργίας.

3. Ενίσχυση της ρευστότητας υπάρχει και από τις αναστολές πληρωμών σε ενήμερα δάνεια άνω των 20 δισ. ευρώ. Ανάλογη επίδραση έχουν και οι αντίστοιχες αναστολές που έχουν δώσει Δημόσιο και Ταμεία σε πληττομέενους από την κρίση του κορωνοϊού.

4. Εχει αυξηθεί από όλους η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών, διατηρώντας με τον τρόπο αυτόν ρευστότητα εντός του τραπεζικού συστήματος.

5. Η αβεβαιότητα μετά το ξέσπασμα της κρίσης έχει προκαλέσει εκροές άνω των 400 εκατ. ευρώ από αμοιβαία κεφάλαια, χρήματα που τοποθετήθηκαν ξανά στις τράπεζες.

Η επίδραση

Γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου σημειώνει πάντως πως δεν είναι δυνατό εν μέσω ύφεσης να συνεχιστεί για πολύ ακόμα η άνοδος των καταθέσεων. Οπως εξηγεί, «κάποια στιγμή οι επιχειρήσεις θα σταματήσουν να ενισχύουν τα ταμεία τους με νέο δανεισμό και θα αρχίσουν να πληρώνουν υποχρεώσεις. Το ίδιο θα συμβεί και με τα φυσικά πρόσωπα. Αλλωστε η επίδραση της πανδημίας έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται στα υπόλοιπα των ιδιωτών, η άνοδος των οποίων εφέτος είναι μικρότερη κατά 15% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019».


€10 δισ.
η αύξηση των καταθέσεων στο 9μηνο 2020

€4,25 δισ.
οι εκροές από τις προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών

€7,21 δισ.
η άνοδος των υπολοίπων επιχειρήσεων μετά τον Μάρτιο

€6 δισ.
η καθαρή ροή χρηματοδότησης σε επιχειρήσεις μετά το lockdown


81 δισ. ευρώ βρίσκονται σε άτοκους λογαριασμούς

Σε άτοκους λογαριασμούς ή σε προϊόντα με πολύ χαμηλό επιτόκιο, κάτω από το 0,04%, έχουν πλέον τοποθετημένο το 67% της καταθέσεών τους, περί τα 81 δισ. ευρώ, τα νοικοκυριά.

Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη. Η διαμόρφωσή του σε αυτά τα επίπεδα είναι αποτέλεσμα της συνεχούς, από τα μέσα του 2019, μείωσης των υπολοίπων στις προθεσμιακές καταθέσεις και της μεταφοράς κεφαλαίων και σε λογαριασμούς πρώτης ζήτησης (Ταμιευτήριο, τρεχούμενοι λογαριασμοί).

Στο εννεάμηνο του 2020 οι εκροές από προγράμματα προκαθορισμένης διάρκειας ξεπέρασαν τα 4,20 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπά τους διαμορφώθηκαν στα 39,20 δισ. ευρώ, 6 δισ. ευρώ χαμηλότερα σε σχέση με το υψηλό του 2019.

Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, οι τάσεις φυγής από τα προϊόντα της κατηγορίας είναι αποτέλεσμα κατά βάση των συνεχώς μειούμενων αποδόσεών τους, οι οποίες πλέον δεν ξεπερνούν στους συστημικούς ομίλους το 0,20%, κι αυτό για ποσά άνω των 100.000 ευρώ.

Ως εκ τούτου, οι καταθέτες, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, έχουν σταματήσει να ψάχνουν για ευκαιρίες δημιουργίας εισοδήματος μέσω των προθεσμιακών καταθέσεων. Ορισμένοι στρέφονται σε εναλλακτικές μορφές αποταμίευσης, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια, ενώ άλλοι κρατούν τα χρήματά τους σε λογαριασμούς στους οποίους έχουν άμεση πρόσβαση, για την περίπτωση που παρουσιαστεί κάποια ανάγκη.