Η επανεμφάνιση του «Oruc Reis» κοντά στα 6 ναυτικά μίλια από το Καστελλόριζο δεν έρχεται μόνο να τορπιλίσει τις διερευνητικές επαφές με την Ελλάδα. Αλλά δείχνει ξεκάθαρα πως ο επιθετικός νεοθωμανισμός, που σταδιακά ξεδιπλώνει Ερντογάν, είναι ιστορικά βαθιά ριζωμένος στην ψυχή του μέσου Τούρκου.

Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή θα διαπιστώσουμε πως παρά το κοινωνικό και θρησκευτικό μωσαϊκό που αποτυπώνεται στην εικόνα της σημερινής Τουρκίας, το εσωτερικό στάτους φαίνεται εύκολα διαχειρίσιμο από τις ισχυρές τουρκικές ελίτ που κυβερνούν διαχρονικά – με διάφορες μορφές – τη χώρα. Ιδιαίτερα, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια της αυταρχικής διακυβέρνησης Ερντογάν. Το εσωτερικό ζήτημα, λοιπόν, δεν αποτέλεσε ποτέ το κύριο πρόβλημα για την τουρκική εξουσία. Ο λαός της βρισκόταν πάντοτε τιθασευμένος έχοντας ενσωματώσει μέσα στο DNA του δύο καταλυτικά βιώματα: τη θωράκιση της διεθνούς θέσης της χώρας και το ιδεολόγημα περί «έθνους-στρατού» από το οποίο γαλουχήθηκε διαχρονικά ο μέσος τούρκος πολίτης. Πάνω σε αυτό έχτισε τον χαρακτήρα και τα πιστεύω του. Και πάνω σε αυτά πατάει ο Ερντογάν για να επιβάλει τη δική του πολιτική ατζέντα.

Μέσα από αυτή την «πρώτη ύλη» οικοδομήθηκε ο τουρκικός μιλιταρισμός, ο οποίος αποτελεί ιστορικά το κύριο χαρακτηριστικό του γειτονικού κράτους και του λαού του. Ο τουρκικός μιλιταρισμός πήρε σάρκα και οστά μετά την επανάσταση των Νεότουρκων που κυβέρνησαν την χώρα από το 1913-1918. Συνεχίστηκε, με ελαφρές παραλλαγές, από τον Κεμάλ, ο οποίος ανήκε στη μετριοπαθή πλευρά του νεοτουρκικού κινήματος, όπου ηγούνταν ο Ενβέρ και ο Ταλαάτ.

Σημαντική, όμως, συμβολή στην οικοδόμηση του τουρκικού εθνικισμού είχαν και οι ανέκαθεν υποστηρικτές τους, οι Γερμανοί. Από τις αρχές του 20ού αιώνα γερμανοί αξιωματούχοι, επιχειρηματίες και – κυρίως – ανώτατοι στρατιωτικοί κατέκλυσαν την Τουρκία και της μετάγγισαν τις στρατοκρατικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στη χώρα του Κάιζερ. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γερμανός Γκολτζ και άλλοι εισήγαγαν στην τουρκική κραταιά τάξη το θεώρημα «στρατού-κράτους» που συνίσταται στη συνένωση των δύο αυτών στοιχείων. Εκτοτε το φρόνημα του λαού τροφοδοτείται από τη διαρκή προπαγάνδα περί της γενναιότητας και της ανυπέρβλητης στρατιωτικής ικανότητάς τους. Με το ιδεολόγημα αυτό διαπλάστηκαν ορισμένοι νέοι ορισμοί του τουρκικού λεξιλογίου. Για παράδειγμα, η λέξη «πατρίδα» ταυτίζεται με την έννοια του πεδίου πολέμου, ενώ ο λαός με το «στρατός-έθνος». Συμπερασματικά, οι εθνικές και στρατιωτικές επιδιώξεις βρίσκονται σε μια αδιάσπαστη διαπλοκή που θα μπορούσαν να απεικονιστούν με τον Ιανό: ένα σώμα, δύο κεφαλές.

Ο τουρκικός, όμως, εθνικισμός έχει ακόμα ένα επιπλέον χαρακτηριστικό: είναι φυλετικός. Η πραγματική του ρίζα κρύβεται πίσω από το ρητό «τι ευτυχία σε αυτόν που λέει ότι είναι Τούρκος!». Τη φιλοσοφία του ρητού αυτού, με διάφορες παραλλαγές, την επικαλείται συχνά-πυκνά ο Ρετζέπ Ερντογάν με την ακραία εθνικιστική του ρητορική. Η θεωρία, λοιπόν, του φυλετικού εθνικισμού υποστηρίζει ότι το τουρκικό κράτος και η περιοχή που το περιβάλλει ανήκουν αποκλειστικά στο τουρκικό έθνος. Από εκεί εκπορεύεται και η διεκδίκηση της «γαλάζιας πατρίδας» και έτσι εξηγούνται οι διάφοροι επεκτατικοί πόλεμοι τα τελευταία χρόνια, καθώς και οι συνεχείς απειλές προς την Ελλάδα.

Συνεπώς, οι ρίζες του τουρκικού εθνικισμού είναι πολύ βαθιές. Αυτές τρέφουν διαρκώς τον τουρκικό μιλιταρισμό. Η στάση της Τουρκίας δεν πρόκειται να αλλάξει. Για αυτό είμαστε στον σωστό δρόμο με την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και με την αμυντική μας θωράκιση. Επίσης, η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί μεθοδικά και με σύνεση – όπως άλλωστε έχει αποδείξει ότι κινείται τον τελευταίο χρόνο – αξιοποιώντας το κοινό μέτωπο με Ισραήλ, Αίγυπτο και Κύπρο ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε το μέλλον της ΝΑ Μεσογείου.

Ο κ. Μικέλης Χατζηγάκης (Χάρβαρντ, Ταφτς)
είναι COO της Cobblestone Energy.