Στην αποδαιμονοποίηση του πληθωρισμού προσανατολίζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Παίρνοντας για πρώτη φορά σαφή θέση στη διαμάχη μεταξύ «περιστέρων» και «ιεράκων» στην Ευρωτράπεζα, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ χαρακτήρισε ως «μη χρήσιμο» τον στόχο για ανώτατο ανεκτό πληθωρισμό 2% έπειτα από μια πρωτοφανώς μακρά περίοδο καθήλωσης των τιμών στην Ευρωζώνη.

«Θα επανεξετάσουμε την προσέγγιση αυτή», είπε μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στη Φραγκφούρτη η Λαγκάρντ σπέρνοντας την ανησυχία στη γερμανική πόλη όπου εκτός από την ΕΚΤ εδρεύει και η Bundesbank. Διότι στη γερμανική Κεντρική Τράπεζα ο πρόεδρος Γενς Βάιντμαν και οι συν αυτώ, που παραδοσιακά συγκαταλέγονται στα πλέον ακραιφνή «γεράκια» της αντιπληθωριστικής πολιτικής, φοβούνται εκτροπές από τους συνήθεις υπόπτους: τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

Federal Reserve Board Chairman Jerome Powell holds a news conference in Washington

Καν’ το όπως η Fed

Δεν ανακάλυψε την Αμερική η Κριστίν Λαγκάρντ εξαγγέλλοντας αλλαγή μιας εκ των βασικών αρχών της ΕΚΤ, η οποία εκπορεύεται από την Ενιαία Πράξη του 1992 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που έθεσαν, ως γνωστόν, το πλαίσιο για τη δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Διότι και στην Αμερική ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ (φωτ.) εγκατέλειψε, μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, τον ίδιο στόχο για τον ιδανικό πληθωρισμό: να βρίσκεται «χαμηλότερα αλλά κοντά στο 2%» σε ετήσια βάση. Έτσι, έχουν αποφανθεί οι ειδικοί, δημιουργείται στους πολίτες και τις επιχειρήσεις κίνητρο για δράση δίχως να κινδυνεύει με «υπερθέρμανση»» η οικονομία.

Οι ενστάσεις της Bundesbank, ωστόσο, σε ότι αφορά την (προσωρινή και μόνο λόγω των έκτακτων συνθηκών που έχει επιβάλει στην ΕΕ και παγκοσμίως η πανδημία) κατάργηση του στόχου 2%, εδράζονται σε μνήμες εξόχως ενοχλητικές για τους Γερμανούς: στην εμπειρία από τα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν ο καλπάζων πλθωρισμός συνδυάζονταν με την εξαθλίωση του γερμανικού λαού που πάσχιζε να καταβάλει στους Συμμάχους τις αποζημιώσεις για το Μεγάλο Πόλεμο του ’14-’18.

Οι συνθήκες στη Γερμανία του Μεσοπολέμου ήταν τέτοιες που έθρεψαν το ναζισμό – και αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι ο Χίτλερ και το Εθνικοσιοσιαλιστικό Κόμμα δεν κατέλαβαν την εξουσία πραξικοπηματικά, αλλά κέρδισαν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 1933, ο γερμανικός λαός τους εξέλεξε.

Τις μαύρες αυτές σελίδες της γερμανικής – και ευρωπαϊκής – Ιστορίας θα ήθελαν να τις σβήσουν οι Γερμανοί, αλλά επειδή δεν μπορούν προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν και το παραμικρό ενδεχόμενο να… ξαναγραφτούν. Ακόμα και παραμένοντας προσκολλημένοι σε στόχους που υπό τις παρούσες συνθήκες μοιάζουν εμμονικοί.

Φοβούνται τον Νότο

Στις εμμονές του παρελθόντος έχουν βεβαίως προστεθεί και οι εμμονές του παρόντος – και όλοι ασφαλώς ελπίζουν σε ένα λιγότερο εμμονικό μέλλον. Μιλάμε για την πάγια ανησυχία του Βερολίνου και της Φραγκφούρτης για πιθανό εκτροχιασμό των «αμετροεπών» και «επιρρεπών στις υπερβολές» Νοτίων της Ευρωζώνης (οι Ιταλοί τους τρομάζουν περισσότερο λόγω μεγέθους της οικονομίας τους).

Γι’ αυτό και το Βερολίνο από την κρίση του 2008 πασχίζει να συγκρατήσει την άσκηση ουσιαστικής αναπτυξιακής πολιτικής από την ΕΚΤ (κατά τα πρότυπα της Fed) και γι’ αυτό έκανε τα πάντα για να αποτρέψει την αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους – με το διόλου ευκαταφρόνητο επιχείρημα, βεβαίως, της δημοσιονομικής Βαβέλ που επικρατεί στην Ευρωζώνη.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΓΕΝΣ ΒΑΙΝΤΜΑΝ - ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ - ΜΠΟΥΝΤΕΣΜΠΑΝΚ - ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ - Deutsche Bundesbank

Η σταθερότητα των τιμών

Μιλώντας στην ίδια εκδήλωση στη Φραγκφούρτη ο Γενς Βάιντμαν (φωτ.)  προειδοποίησε για τους κινδύνους που εγκυμονούν από μια «τόσο απότομη αλλαγή στρατηγικής».

«Πρέπει να είμαστε πιο συγκεκριμένοι. Όσο χαλαρότερα ερμηνεύουμε την εντολή και το ρόλο μας, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος να εμπλακούμε με την πολιτική και να αναλάβουμε υπερβολικά πολλούς στόχους για να εκπληρώσουμε», είπε χαρακτηριστικά ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης.

Ο Βάιντμαν υπενθύμισε εμμέσως πλην σαφώς ότι ο πρώτος και πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ (και όλων των Κεντρικών Τραπεζών θεωρητικά) δεν είναι να ασκεί πολιτική για λογαριασμό των κυβερνήσεων, αλλά να φροντίζει για την σταθερότητα των τιμών.

Πάτησε πόδι

Η Λαγκάρντ όμως δεν άφησε αναπάντητες τις επισημάνσεις του γερμανού κεντρικού τραπεζίτη. Υπενθύμισε επίσης εμμέσως στον Βάιντμαν ότι η μεγάλη απειλή που αντιμετωπίζει εν προκειμένω η Ευρώπη είναι η ύφεση και ο αντιπληθωρισμός. Η υποχώρηση δηλαδή των τιμών και η συνεπαγόμενη έλλειψη κινήτρου για οικονομική δράση και για ανάπτυξη. «Για να στηρίξουμε τους στόχους μας για τον πληθωρισμό οφείλουμε να πείσουμε τον κόσμο ότι οι προσδοκίες μας είναι ανάλογες με τις δικές του προσδοκίες», είπε.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες συνηθίζουν να μιλούν «περί διαγραμμάτου» και η πρόεδρος της ΕΚΤ άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι η προσκόλληση της Bundesbank, αλλά και εν πολλοίς της γερμανικής κυβέρνησης (των Χριστιανοδημοκρατών κυρίως), στον στόχο 2% για τον πληθωρισμό είναι ουσιαστικά εμμονική και εκτός πραγματικότητας.

«Οι θέσεις που ανέπτυξε η πρόεδρος της ΕΚΤ ήταν θαρραλέες και σαφείς και διαφέρουν από παλαιότερα σχόλιά της για τις προοπτικές του πληθωρισμού, κάτι που προοιωνίζεται τη λήψη πρόσθετων μέτρων τόνωσης της οικονομίας και μάλιστα σύντομα», δήλωσε στους Financial Times ο Φρεντερίκ Ντικροζέ της Pictet Wealth Management.

Αλλάζουν οι νόρμες

Μετά τις τοποθετήσεις Λαγκάρντ οι αναλυτές προεξοφλούν τη συνέχιση του προγράμματος αγοράς ομολόγων των κρατών-μελών και εν γένει τη λήψη νέων μέτρων για την τόνωση της ρευστότητας. Η γαλλίδα Ευρωτραπεζίτισσα μίλησε όμως και για την ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ακόμα και στον τρόπο που υπολογίζεται ο πληθωρισμός και αξιολογούνται οι εξελίξεις στο μέτωπο των τιμών. Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που είχαν εξαγγελθεί στις αρχές του έτους από την ΕΚΤ αλλά «πάγωσαν» λόγω της πανδημίας.

Η Λαγκάρντ διαπίστωσε επίσης ότι διαρθρωτικές αλλαγές έχουν επισυμβεί και στην οικονομία της Ευρωζώνης. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση, την ψηφιοποίηση και τις δημογραφικές εξελίξεις και «έχουν συμπιέσει πτωτικά τα επιτόκια κατά τρόπον που τίθεται πλέον το ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι η βασική εργαλειοθήκη μας σε έναν κόσμο όπου η μη συμβατική πολιτική αποτελεί τη νέα κανονικότητα», όπως είπε συγκεκριμένα.

«Με την ομιλία της αυτή η κυρία Λαγκάρντ τοποθετήθηκε στην πλευρά των οπαδών της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και ξεκαθάρισε ότι θα συμμετέχει ενεργά στην ομάδα αυτή αντί να προεδρεύει ή να επιδιαιτητεύει στην αναμέτρηση των περιστεριών και των γερακιών της ΕΚΤ», δήλωσε στους «FT» ο Άντριου Κένινγχαμ της Capital Economics.