Σε πλήρη εξέλιξη είναι οι διπλωματικές διεργασίες έχοντας στο επίκεντρο τα τεκταινόμενα στην στην Ανατολική Μεσόγειο, με το διάστημα -μέχρι και τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου- να θεωρείται κρίσιμο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς αναμένεται να διαφανούν οι πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας σχετικά με την αποκλιμάκωση της έντασης.

Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται πως προετοιμάζεται ελληνοτουρκική συνάντηση, ακόμη και τηλεφωνική επικοινωνία Μητσοτάκη- Ερντογάν πριν από την Σύνοδο Κορυφής. Κάτι που δεν απέκλεισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας.

«Κανένα επίπεδο επαφής δεν αποκλείεται αρκεί να υπάρχουν προϋποθέσεις εμπιστοσύνης, συνέπειας και προετοιμασμένης επικοινωνίας» ανέφερε ο κ. Πέτσας, μιλώντας σήμερα στον Σκάι και πρόσθεσε:

«Ο Πρωθυπουργός δήλωσε στην Θεσσαλονίκη ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη για να συζητήσει για το μοναδικό θέμα που υπάρχει μεταξύ των δυο χώρων που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών αρκεί να υπάρξει σεβασμός, εμπιστοσύνη συνέπεια και συνέχεια. Ας ξεκινήσουμε με το πως θα πάμε στις διερευνητικές, ας πάμε στις διερευνητικές και βλέπουμε πως θα συνεχίσουμε».

Πολυμερής διάσκεψη;

Το ζήτημα επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, παραμένει στο τραπέζι, με τον Κυριάκο  Μητσοτάκη να στέλνει σαφές μήνυμα, μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο του ευρωπαϊκού συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ότι οι συζητήσεις με την Άγκυρα μπορούν να ξεκινήσουν άμεσα, αρκεί η άλλη πλευρά να επιδείξει συνέπεια και συνέχεια ως προς την πρόθεση αποκλιμάκωσης και η απόσυρση του Oruc Reis από την ελληνική υφαλοκρηπίδα να μην αποτελεί απλώς ένα παιχνίδι τακτικής εκ μέρους της Άγκυρας.

Σε εξέλιξη παραμένει, στο μεταξύ η γερμανική διαμεσολάβηση για το θέμα, το οποίο συζητήθηκε στην τηλεφωνική επικοινωνία του πρωθυπουργού με τη γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ – τη δεύτερη μέσα σε λίγες μέρες.

Σύμφωνα με πληροφορίες, φαίνεται να επιδιώκεται πολυμερής διάσκεψη για θέματα της ΝΑ Μεσογείου, η οποία θα πραγματοποιηθεί -ακόμη και πριν το διήμερο της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου- με τη συμμετοχή Αθήνας και Άγκυρας.

Μολονότι η ελληνική πλευρά δεν εμφανίζεται κατ’ αρχήν αρνητική, ζητά να πειστεί για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας πρωτοβουλίας και θέτει τον απαράβατο όρο της συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι στο οποίο αντιτίθεται σφόδρα η Τουρκία.

Πιθανότατα θα υπάρξουν εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση μετά την επίσκεψη του κ. Μισέλ στη Λευκωσία.

Το μήνυμα Μισέλ

Κάνοντας αναφορά στο θέμα της επόμενης Συνόδου Κορυφής που θα αφιερωθεί στην κατάσταση της Ανατολικής Μεσογείου και τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας, ο Σάρλ Μισέλ, μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, έκανε λόγο ασφάλεια και σταθερότητα που πρέπει να υπάρχει στην περιοχή, υπογραμμίζοντας πως δεν αποτελεί μόνο υπόθεση της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δίνοντας μάλιστα το στίγμα της κατεύθυνσης που θα ακολουθήσουν οι Βρυξέλλες έναντι της Τουρκίας στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ διευκρίνισε:

«Να εργαστούμε μαζί εντατικά για να δούμε πώς θα προοδεύσουμε, με μια διπλή μέθοδο. Αφενός να είμαστε κατηγορηματικοί και αυστηροί για να γίνουν σεβαστές αρχές που είναι σημαντικές για την Ελλάδα και την Κύπρο και αφετέρου είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε την αγκάλη μας για να δείξουμε ότι μια ατζέντα θετική είναι δυνατόν να υπάρξει αν υπάρχει κοινή βούληση να γίνουν σεβαστές αυτές οι αρχές».

Ο όροι της Αθήνας

Η Αθήνα διαμηνύει πως είναι έτοιμη να ξεκινήσει διερευνητικές επαφές, υπό την προϋπόθεση θα υπάρχουν από την πλευρά της Τουρκίας «απτά δείγματα γραφής» ότι επιθυμεί την αποκλιμάκωση της έντασης.

Σε δηλώσεις του μετά τη συνάντηση με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επεσήμανε πως η Μεσόγειος αποτελεί ζωτικό χώρο ασφάλειας για όλη την Ευρώπη και η στήριξη στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν αποτελεί απλά μία αυτονόητη έκφραση αλληλεγγύης, για να προσθέσει ότι «έχει έρθει η ώρα για πράξεις κι όχι για λόγια. Είναι τα λόγια, άλλωστε, που εύκολα γίνονται συνθήματα, αιχμαλωτίζοντας προθέσεις και φέρνοντας συχνά αχρείαστες εντάσεις».

Μάλιστα, απευθυνόμενος προς την Άγκυρα, ο πρωθυπουργός υποστήριξε πως «έχει χρόνο ακόμα -πριν αλλά και μετά τη Σύνοδο Κορυφής- να συνεχίσει το πρώτο ενθαρρυντικό βήμα απεμπλοκής από αυτή την κρίση. Και εφόσον έχουμε απτά δείγματα γραφής κι αυτά συνεχιστούν, είμαστε έτοιμοι να εκκινήσουμε άμεσα διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, σχετικά με τη μία μείζονα διαφορά την οποία έχουμε: Την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ δηλαδή, Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».

Στο πλαίσιο αυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε πως «δεν γίνεται να διακηρύττεις ότι διαβουλεύεσαι και ταυτόχρονα να επιβουλεύεσαι. Ούτε να λες ότι συνομιλείς, ενώ απειλείς».

Επιμένει στις προκλήσεις και σε διάλογο εφ’ όλης της ύλης η Άγκυρα

Η Άγκυρα πάντως επιμένει σε διάλογος εφ΄ολης της ύλης των παράνομων διεκδικήσεών της στην περιοχή, ενώ εκτοξεύει νέες απειλές δια στόματος του εκπροσώπου της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραήμ Καλίν, ο οποίος δήλωσε ότι πάντα υπάρχει το πεδίο της μάχης αντί του διαλόγου.

«Η Τουρκία υπό την οξυδερκή ηγεσία του προέδρου της Δημοκρατίας μας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα προστατεύσει πάντα τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της τόσο στο πεδίο όσο και στο τραπέζι ως ένας ισχυρός πρωταγωνιστής. Η Ελλάδα και τα κράτη – μέλη της ΕΕ δεν θα πρέπει να χαραμίσουν την ευκαιρία που δόθηκε στη διπλωματία, πρέπει να κάνουν αμοιβαία βήματα» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Καλίν.

Παράλληλα, συνεχίζοντας την τακτική του καρότου και του μαστιγίου, έθεσε και πάλι θέμα αποστρατιωτικοποίησης ελληνικού νησιού και συγκεκριμένα της Χίου, εκδίδοντας αντι-Navtex, αντιδρώντας στο αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας να δεσμεύει περιοχές όπου θέλει στην επικράτειά της για ασκήσεις των Ενόπλων Δυνάμεών της.

Επίσης, η Άγκυρα εξέδωσε ναυτική οδηγία για άσκηση (στις 17 Σεπτεμβρίου) με πραγματικά πυρά κοντά στα τουρκικά παράλια, απέναντι από τη Ρόδο και το Καστελλόριζο, ενώ επέκτεινε έως τον Οκτώβριο τις γεωτρήσεις από το Yavuz στην Κυπριακή ΑΟΖ και συγκεκριμένα στα νοτιοδυτικά του νησιού.

Από την πλευρά του ο υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, κάνει λόγο για διπλωματία χωρίς προϋποθέσεις, σημειώνοντας ότι «δεν είναι ρεαλιστικές οι απόπειρες προς την κατεύθυνση του αποκλεισμού μίας χώρας όπως η Τουρκία από τα πλούτη της ίδιας της γειτονιάς της».

Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών προσθέτει ότι αναμένει από την Ελλάδα να ανανεώσει όλα τα κανάλια διαλόγου με την Τουρκία χωρίς καμία προϋπόθεση, υπογραμμίζοντας ότι οι προϋποθέσεις γεννούν άλλες αντι-προϋποθέσεις.

Πολεμική ρητορική από τον τουρκικό τύπο

Την ίδια ώρα ο τουρκικός τύπος συνεχίζει την πολεμική ρητορική, με σημερινά δημοσιεύματα να κάνουν λόγο ακόμα και για «πολιορκία» ελληνικών νησιών.

Συγκεκριμένα, η τουρκική εφημερίδα Turkiye τονίζει ότι «κλειδί στο Βόσπορο, είναι η πολιορκία στα νησιά. Έχουμε το δικαίωμα να μπλοκάρουμε τη διέλευση των ελληνικών καραβιών από τα στενά και θα πολιορκήσουμε τα νησιά, τα οποία θα αποστρατιωτικοποιηθούν. Να κόψουμε την επαφή μας με την Αθήνα».

Ταυτόχρονα, η φιλοκυβερνητική Γενί Σαφάκ, προαναγγέλλει νέα Navtex για το Oruc Reis.

«Το Oruc Reis θα ξαναβγεί σύντομα στην ανατολική Μεσόγειο για έρευνες και μάλιστα η νέα NAVTEX, που θα εκδοθεί μετά την ολοκλήρωση των έργων συντήρησης και ανεφοδιασμού, θα αφορά σε περιοχή νότια του Καστελόριζου, μετά τα 6 ναυτικά μίλια χωρικών υδάτων του νησιού», αναφέρει η Γενί Σαφάκ σε σημερινό της δημοσίευμα.

Η εφημερίδα αναφέρει επίσης ότι το ερευνητικό σκάφος θα παραμείνει εκεί για διάστημα δύο μηνών.

Η ανάμιξη των ΗΠΑ

Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναφέρθηκε εκ νέου και ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ο οποίος κάλεσε τις δύο χώρες να εγκαταλείψουν κάθε στρατιωτική κλιμάκωση και να επικεντρωθούν στην αναζήτηση μιας διπλωματικής λύσης.

«Πρέπει να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα χωρίς να χρησιμοποιηθεί στρατιωτική ισχύς, αλλά μέσω των κανονικών μηχανισμών, μέσω των διεθνών αποφάσεων, ιδιαίτερα για τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτή την περιοχή» τόνισε, μιλώντας στον δημόσιο γαλλικό ραδιοσταθμό France Inter.

«Πρέπει να μειωθεί το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και να γίνεται προσφυγή σε διπλωματικά και όχι στρατιωτικά μέσα» πρόσθεσε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.