Αν η ιστορική έρευνα αναμετριέται με τις σιωπές, ο δημόσιος λόγος για το παρελθόν συχνά καλωσορίζει τις αποσιωπήσεις. Είναι ένας λόγος αυτοαναφορικός, που διεκδικεί καθολική αποδοχή, χωρίς να αφήνει περιθώρια για αβεβαιότητες, υποκειμενικότητα ή κριτική αντιμετώπιση. Ο δημόσιος λόγος για την Ιστορία δεν αφορά το παρελθόν καθ’ εαυτό, αλλά το παρελθόν με το οποίο επιλέγουμε να ταυτιστούμε. Αφήνει ωστόσο στην αφάνεια τη μνήμη όσων αποκλείστηκαν από τη συνδιαμόρφωσή του, συχνά προσβάλλοντάς την ανοικτά. Σε αυτό το πνεύμα, για παράδειγμα, είναι τα μνημεία που στήνονται μετά από εμφυλίους πόλεμους. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, τέτοια είναι τα αγάλματα της Συνομοσπονδίας, που δεσπόζουν στις πλατείες ως υπενθύμιση της φυλετικής και κοινωνικής ανωτερότητας των λευκών.

Δεν κινδυνεύει η Ιστορία από την κυριολεκτική ή συμβολική αποκαθήλωση των αγαλμάτων. Ούτως ή άλλως η Ιστορία αναδιαμορφώνεται διαρκώς, και εντάσσει παρόμοιες πρακτικές αναμέτρησης με την ταυτοποιητική λειτουργία του παρελθόντος στα ερευνητικά της ερωτήματα. Αντίθετα, αυτό που κινδυνεύει από την πρόσληψη των αγαλμάτων ως τοτέμ είναι το παρόν και το μέλλον. Η σκιά των αγαλμάτων που υμνούν ή έστω ανέχονται την ανθρώπινη καταπίεση και την κοινωνική αδικία πέφτει πια δυσανάλογα βαριά. Δεν μπορούν να εξακολουθούν να λειτουργούν ως σύμβολα. Μπορούν να πάνε στο μουσείο ή ακόμη να αναπλαισιωθούν, ώστε να επικαιροποιηθεί η κοινωνική τους λειτουργία. Εχει έρθει όμως προ πολλού η ώρα να «πέσουν από το βάθρο τους». Ολα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις, για να μην αλλάξει ένας κόσμος δομικά άδικος.

+++++++++++++++++

Αν η ιστορική έρευνα αναμετριέται με τις σιωπές, ο δημόσιος λόγος για το παρελθόν συχνά καλωσορίζει τις αποσιωπήσεις. Είναι ένας λόγος αυτοαναφορικός, που διεκδικεί καθολική αποδοχή, χωρίς να αφήνει περιθώρια για αβεβαιότητες, υποκειμενικότητα ή κριτική αντιμετώπιση. Ο δημόσιος λόγος για την Ιστορία δεν αφορά το παρελθόν καθ’ εαυτό, αλλά το παρελθόν με το οποίο επιλέγουμε να ταυτιστούμε. Αφήνει ωστόσο στην αφάνεια τη μνήμη όσων αποκλείστηκαν από τη συνδιαμόρφωσή του, συχνά προσβάλλοντάς την ανοικτά. Σε αυτό το πνεύμα, για παράδειγμα, είναι τα μνημεία που στήνονται μετά από εμφυλίους πόλεμους. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, τέτοια είναι τα αγάλματα της Συνομοσπονδίας, που δεσπόζουν στις πλατείες ως υπενθύμιση της φυλετικής και κοινωνικής ανωτερότητας των λευκών.
Δεν κινδυνεύει η Ιστορία από την κυριολεκτική ή συμβολική αποκαθήλωση των αγαλμάτων. Ούτως ή άλλως η Ιστορία αναδιαμορφώνεται διαρκώς, και εντάσσει παρόμοιες πρακτικές αναμέτρησης με την ταυτοποιητική λειτουργία του παρελθόντος στα ερευνητικά της ερωτήματα. Αντίθετα, αυτό που κινδυνεύει από την πρόσληψη των αγαλμάτων ως τοτέμ είναι το παρόν και το μέλλον. Η σκιά των αγαλμάτων που υμνούν ή έστω ανέχονται την ανθρώπινη καταπίεση και την κοινωνική αδικία πέφτει πια δυσανάλογα βαριά. Δεν μπορούν να εξακολουθούν να λειτουργούν ως σύμβολα. Μπορούν να πάνε στο μουσείο ή ακόμη να αναπλαισιωθούν, ώστε να επικαιροποιηθεί η κοινωνική τους λειτουργία. Εχει έρθει όμως προ πολλού η ώρα να «πέσουν από το βάθρο τους». Ολα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις, για να μην αλλάξει ένας κόσμος δομικά άδικος.
+++++++++++++++++

Η κυρία Αιμιλία Σαλβάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.