Μέσα από τη σκηνοθεσία της «Λυσιστράτης» ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και τους φόβους του. Ο 41χρονος ηθοποιός, κάπου ανάμεσα στη «μυθολογία» των μεγάλων συλλογικών στιγμών και στις περιόδους ευημερίας και ειρήνης που ίσως δεν εκτιμάμε, προτείνει μια παράσταση για τη συμφιλίωση.

Αλήθεια, μας έμαθε κάτι
όλο αυτό;

«Οχι. Γι’ αυτό και πρέπει, αν μη τι άλλο, να μας μάθει κάτι η υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι τόσο δεδομένο και ότι η ήρεμη ζωή είναι πολύτιμο αγαθό».

Νιώσατε ότι ενοχλείτε που έχετε δουλειά;

«Δεν το αισθάνθηκα. Ζω σε μια πολυτελή συνθήκη, απομακρυσμένος από τα social media. Είμαι προφυλαγμένος από το χάος που λέγεται προσωπικό σχόλιο, το οποίο, ασχέτως κορωνοϊού, είναι ένα τεράστιο κοινωνικό ζήτημα. Η γνώμη μου και το πλήθος των γνωμών, η ευκολία με την οποία λέγεται και η επιθετικότητα με την οποία μπορεί να εκφράζεται. Τώρα φανερώνεται με ραγδαίο τρόπο».

Εσείς δεν λέτε τη γνώμη σας;

«Δεν μιλάω πολύ, αν και μου αρέσει – είμαι και φλύαρος. Δεν μου αρέσει να τοποθετούμαι δημόσια γιατί δεν θέλω να ψευδαισθάνομαι ότι η γνώμη μου έχει σημασία, ή ότι απευθύνομαι στον κόσμο – κρύβει κάτι σοβαρά παγιδευτικό. Επίσης η προσωπική μου ζωή είναι κάτι πολύ σπουδαίο και θέλω να τη διαφυλάσσω με κάθε τρόπο. Σε στιγμές κρίσης προτιμώ να σωπάσω, να αφουγκραστώ, όχι να μιλήσω. Και τι παραπάνω να πω; Τα είπαμε όλα. Αν κάτι κερδίζω μεγαλώνοντας είναι βήματα προς τα πίσω, όχι προς τα εμπρός».

Τι εννοείτε;

«Οσο μεγαλώνει η επιθυμία μου να πω κάτι καλλιτεχνικό, τόσο προσπαθώ και ελπίζω να μικραίνει η γνώμη που θα έχω γι’ αυτά που φτιάχνουν οι άλλοι. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα ήθελα να μου κάνω μεγαλώνοντας».

Κεφάλαιο σκηνοθεσία. Πώς προέκυψε;

«Το μεγάλο πρόβλημα με τη σκηνοθεσία είναι ότι στέκομαι μπροστά σας και λέω αυτός είμαι, εκτεθειμένος, τρέμοντας να μην αρέσω, να μην αρέσει αυτό που είμαι, όχι αυτό που κάνω. Γιατί είμαι μια παράσταση που θα φτιάξω πολύ παραπάνω από έναν ρόλο που θα παίξω.

Ο λόγος που μάλλον το κάνω είναι για να αντιμετωπίσω τον τρόμο μου και όχι πραγματικά γιατί μου αρέσει. Με γοητεύει η αναμέτρησή μου με τον τρόμο, γιατί αλλιώς τι νόημα έχει η ζωή; Και για να γίνω πιο προσωπικός, κυρίως ο τρόμος ενός παιδιού που νιώθει άσχημο».

Αρα, δεν είναι επιλογή;

«Οχι συνειδητή. Την επιθύμησα σιωπηλά, χωρίς να την παραδεχτώ ή να την εκφράσω. Επειδή βάζω το χέρι μου στις παραστάσεις που παίζω, έγινε αντιληπτό».

Τότε γιατί τη «Λυσιστράτη»;

«Η «Λυσιστράτη» έχει μεγαλύτερο τρόμο, λόγω της στιγμής μου και της ανάγκης μου να είμαι όλο και πιο προσωπικός. Αυξάνω το ρίσκο να μην τα βγάλω πέρα. Είναι ένα εμβληματικό έργο. Εγώ που δεν έχω συνείδηση σκηνοθέτη, ούτε τεράστια φιλοδοξία, αναρωτήθηκα γιατί να το κάνω. Συνειδητοποίησα ότι μέσα του, και ανάλογα με την ανάγνωση, κρύβει ένα συστατικό που με συνταράσσει. Τη συμφιλίωση. Οποιο κι αν είναι το αίτημα της συμφιλίωσης, η ιδέα έχει μια υποχρεωτική αποδοχή, της μη συμφιλίωσης.

Θέλω να φτιάξω κάτι που να με εκθέτει αληθινά, έχοντας να αντιμετωπίσω ένα έργο κι ένα θέατρο που δεν γνωρίζω».

Την αναπροσαρμόσατε λόγω κορωνοϊού;

«Μόνον θετικά λειτούργησε η πραγματικότητα. Τα εμπόδια με βοηθούν να εκτεθώ περισσότερο και να εκθέσω και τους ανθρώπους μου. Το τι θέλω να πω μου είναι ξεκάθαρο. Με ποιον τρόπο, είναι καθημερινά δοκιμαζόμενο – μπορεί να αποτύχει τελείως, εντίμως το λέω. Αλλά θα πω αυτό που με βασανίζει και θα το καταλάβει ακόμα και ο τελευταίος θεατής, απλώς μπορεί να βασανιστεί κι εκείνος».

Θα δούμε έναν επίκαιρο Αριστοφάνη;

«Η παράσταση δεν θα χρησιμοποιήσει την επικαιρότητα, αλλά ούτε θα είναι εκτός τόπου και χρόνου. Το θέμα έρχεται να συνομιλήσει με την πραγματικότητα με έναν μοιραίο τρόπο – δεν μπορείς να γυρίσεις την πλάτη σε αυτό που συνέβη».

Πώς μεταφράζεται αυτό;

«Στο έργο πρωταγωνιστής είναι η απόσταση. Μιλάμε για ανθρώπους που δεν επιτρέπεται να είναι μαζί. Ενα πολύ σοβαρό στοιχείο είναι η μάσκα και ήταν η πρώτη μου σκέψη στην καραντίνα».

«Σεξ» θα δούμε;

«Το σεξ δεν πρωταγωνιστεί. Πρωταγωνιστεί η επιθυμία του σεξ και γενικότερα η επιθυμία, η επιθυμία συνάντησης. Γιατί το σεξ μια συνάντηση είναι, αλλιώς το ξόδεμα μέσα από τη σεξουαλική πράξη με αφήνει αδιάφορο και ως άνθρωπο».

Είχατε όμως αντικαταστάσεις…

«Δεν πιστεύω στην αντικατάσταση – θα προσπαθήσω να φτάσω στον προορισμό μου από άλλο δρόμο. Οι παραστάσεις, όπως όλα τα δημιουργήματα, είναι ζωντανοί οργανισμοί. Αλίμονο αν μέσα μου είναι αμετακίνητοι. Τότε είναι νεκροί».

Είχε κόστος η αποχώρηση
του Φοίβου Δεληβοριά;

«Εχω την τύχη να γράφει τη μουσική η Κατερίνα Πολέμη, που είναι πολύ ικανή, ευαίσθητη και ο κόσμος που επιθυμώ πια για την παράσταση. Οσο για τον Φοίβο, θέλω να πω τα εξής: Υπήρχαν δύο πόλοι μέσα μου μεγαλώνοντας. Ο ένας, με τον οποίο παλεύω, εξέφραζε τον θυμό και την οργισμένη μου πλευρά, αρκετά σκοτεινή, άμορφη, ακατέργαστη. Μουσικά είναι το σκληρό ροκ και το heavy metal, μεγάλες μου αγάπες.

Η άλλη μεγαλώνοντας, έχει πάλι πόνο, αλλά και ευαισθησία, επιθυμία έκφρασης με στίχο ελληνικό. Με το τραγούδι επικοινωνώ όσο με τίποτε άλλο – στην άλλη ζωή θα έπαιρνα μαζί μου τα τραγούδια.

Εκεί έρχεται ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο να δημιουργήσουν το μεγάλο μονοπάτι που μιλάει μέσα μου πάντα. Μετά έρχεται ένα, ίσως ακόμα μεγαλύτερο, ο Διονύσης Σαββόπουλος και στιχουργικά και σε συνέχειά του ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Φοίβος Δεληβοριάς.

Ο Φοίβος εκφράζει το τώρα μου. Η ιδέα να γράψει τα τραγούδια συνδέεται με την επιθυμία μου να είμαι προσωπικός, άρα η απουσία του έχει κόστος. Ο Φοίβος υπερασπιζόταν ένα δικαίωμα του κλάδου του, συγκεκριμένο. Αν αυτό που έκανε τον έκανε να νιώσει καλά, καλά έκανε. Γι’ αυτό στην παράσταση προχωράω με έναν άλλον τρόπο».

Ποια είναι η δική σας Λυσιστράτη;

«Θέλω τον ήρωά μου να είναι πιο ανίσχυρος, το διακύβευμά του μεγαλύτερο. Η δική μας Λυσιστράτη δεν είναι βέβαιη ούτε ότι θα τα καταφέρει ούτε ότι είναι ηγέτης ούτε ότι μπορεί καν να παίξει τον ρόλο… Της έτυχε να ονειρευτεί κάτι πρώτη και το αναλαμβάνει. Δεν αποφάσισε να ηγηθεί. Η Βίκυ (σ.σ. Σταυροπούλου) είναι ίσως μοναδική για να εκφράσει κάτι τέτοιο, μια έντονη προσωπικότητα με λαϊκό εκτόπισμα. Η παράσταση περιέχει αξιόλογους ανθρώπους που εκτιμώ».

Ηθοποιός ή σκηνοθέτης;

«Δεν έχω καμία τάση αν αφήσω τον ηθοποιό. Δεν υπάρχει τρόπος να εκφραστεί η τρέλα μου μέσα από τη σκηνοθεσία. Δεν γίνεται».

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 31/7, 1-2/8/2020.