Υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται με αφορμή την κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας και την μετατροπή της σε επιθετικότητα, οι ενέργειες της Αθήνας πρέπει να είναι αποφασιστικές.

Το πώς θα κινηθεί στο διπλωματικό πεδίο, τι διαδικασίες θα είναι σε θέση να επιταχύνει (π.χ. είναι εφικτή η ανακήρυξη ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο;), πώς θα αξιοποιήσει το κεφάλαιο αξιοπιστίας που έχει σωρεύσει και την θέση της στις διεθνείς συμμαχίες, είναι μείζονα ζητούμενα.

Εν όψει αυτών όμως, απαιτείται πρωτίστως κάτι διαφορετικό. Και σε αυτό το «διαφορετικό» θα κριθούν όλοι και όχι μόνον η κυβέρνηση.

Σχετίζεται με την στάση και τις θέσεις των κομμάτων και το πώς με αυτές θα συμβάλλον στην τήρηση μίας ενιαίας και σταθερής εθνικής γραμμής.
Είναι τετριμμένο να λέγεται και να γράφεται ότι στα εθνικά θέματα απαιτείται εθνική και πολιτική ομοψυχία. Όσο τετριμμένο και αν είναι όμως, φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να επαναλαμβάνεται.

Η τουρκική επιθετικότητα έχει πολλαπλές διαστάσεις και εκδηλώσεις. Ξεκινούν από τις μεθοδεύσεις με τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς στον Εβρο, περνούν στις καθημερινές στρατιωτικές «επιχειρήσεις» στον εναέριο χώρο του Αιγαίου και καταλήγουν στις προαναγγελθείσες έρευνες στο ΝΑ Αιγαίο, με τις οποίες επιχειρεί επί της ουσίας να ξεκινήσει εμμέσως και δολίως μία διαδικασία για όλα τα ζητήματα (υφαλοκρηπίδα, δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. κλπ).

Η επιθετικότητα αυτή συνιστά μία πρόκληση μεγάλη για το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Η κυβέρνηση οφείλει να συνδυάσει διορατικότητα, δράση, αποτελεσματικότητα και ψυχραιμία. Η αντιπολίτευση να υπερβεί τον εαυτό της και να αφήσει κατά μέρος τις μικροπολιτικές, διεθνιστικές και άλλες εμμονές.

Η κάθε δημόσια τοποθέτηση πρέπει να έχει ως κύριο γνώμονα το εθνικό συμφέρον και την απόκρουση των ορατών κινδύνων. Οι συζητήσεις για όλα τα θέματα οφείλουν να γίνονται μόνον από όσους τα γνωρίζουν και εκείνοι που επιμένουν στην ρηχή και υποκινούμενη από άλλα κίνητρα κριτική, θα πρέπει να μείνουν εκτός.

Αυτό οφείλει να το συνεκτιμήσει και ο Τύπος, τόσο ως προς το πώς οργανώνει τις ολιγόλεπτες τηλεοπτικές «συζητήσεις», όσο και ως προς το ποιοι προσκαλούνται σε αυτές. Χαρακτηριστικό είναι ένα παράδειγμα των προηγούμενων ημερών. Σε τηλεοπτικό σταθμό είχε προσκληθεί να μιλήσει ο υπουργός Μεταφορών, Κ. Καραμανλής. Η πρώτη ερώτηση που του τέθηκε ήταν για τις τουρκικές προκλήσεις. Εκείνος άρχισε να απαντά και για πολλή ώρα η συζήτηση κινήθηκε γύρω από αυτά. Μετά πήγαν στις τιμές των εισιτηρίων…

Δεν νοείται στην παρούσα συγκυρία κάτι τέτοιο. Ούτε να ερωτάται ο υπουργός Μεταφορών για θέματα τόσο λεπτά και έξω από το πεδίο των αρμοδιοτήτων του, ούτε εκείνος να απαντά επ’ αυτών, σαν να ήταν υπουργός των Εξωτερικών.

Το παράδειγμα επισημαίνεται ως στοιχείο για το τι πρέπει να γίνει διαφορετικά στην παρούσα φάση. Υπάρχει ένα απόθεμα σοβαρότητας και υπευθυνότητας, το οποίο δημιουργήθηκε με την κρίση της πανδημίας τους προηγούμενους μήνες.

Αυτό δεν πρέπει να σκορπιστεί.

Αντιθέτως, θα πρέπει να επιδράσει καταλυτικά για μία συνολική αλλαγή πρακτικών και τακτικών, οι οποίες δεν ωφέλησαν τα προηγούμενα χρόνια.