Η Ε.Ε. ξεκίνησε το 1951 /57 με την φαεινή ιδέα μερικών πολιτικών εκείνου του καιρού, που είχαν ζήσει έντονα τις συνέπειες του μεγάλου Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήθελαν να αποτρέψουν άλλους μελλοντικούς πολέμους στην Ευρώπη.

Σκέφτηκαν λοιπόν ότι θα έπρεπε να φτιάξουν μια οικονομική κοινότητα, που να είναι η βάση της ειρηνικής συμβίωσης και να προχωρήσουν σιγά – σιγά στην ενιαία Ομοσπονδιοποίηση των κρατών της Ευρώπης. Έτσι, η ειρηνική διαβίωση των ευρωπαϊκών λαών θα ήταν εξασφαλισμένη.
Αρχικά δημιουργήθηκε η Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα με έξι κράτη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και οι τρεις Κάτω Χώρες), που μετά εξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), όπου προσεχώρησαν κι άλλα ευρωπαϊκά κράτη, (Ελλάδα) και τέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28.

Για πολλά χρόνια η ιδέα τους Ομοσπονδιοποιήσης προχώρησε καλά, μέχρι που στη δεκαετία του 1990 αποφασίστηκε η διατύπωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Τους τούτο ανέθεσαν στον πρώην πρόεδρο τους Γαλλίας Ζισκάρ ντε Στεν να συγκροτήσει μια ομάδα συνταγματολόγων, για να συντάξουν το πρώτο Σύνταγμα τους Ενωμένης Ευρώπης.

Ο Γάλλος προχώρησε ικανοποιητικά, αν και στα 40 χρόνια, που στο μεταξύ είχαν περάσει , οι ιδέες άλλαξαν. Μάλιστα, λίγο νωρίτερα ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κωλ, είχε πει στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη : «Ξέρεις Κώστα, φοβάμαι, πως, όταν φύγουμε εμείς, οι νέοι που θα μας διαδεχθούν, επειδή δεν έζησαν τους εμπειρίες του μεγάλου πολέμου, δεν θα είναι τόσο ένθερμοι για την ιδέα της Ένωσης της Ευρώπης». Σοφά λόγια, γιατί, όταν ο Ντε Στεν υπέβαλε το 2000 το σχέδιο του Συντάγματος, κάποια κράτη το απέρριψαν με το αιτιολογικό, ότι θα έχαναν την εθνική ανεξαρτησία τους. Βέβαια, αφού είχαν ήδη περάσει περίπου 50 χρόνια ειρηνικής και οικονομικής συνεργασίας, που απέφερε πολλά σε όλους. Πέραν τούτου στο μεταξύ είχε καθιερωθεί και το Ευρώ και δεν ήταν πια τόσο εύκολη η επιστροφή σε προηγούμενες καταστάσεις.

Οι συζητήσεις , για ενωποίηση της γηραιάς ηπείρου σε Πολύπολιτισμική Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία , συνεχίστηκαν από τους ρομαντικούς. Αλλά ως πρώτη προϋπόθεση προς τούτο, έμπαινε η δημιουργία των Ενιαίων Ευρωπαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων. Γενικά όμως η ιδέα του ενιαίου κράτους έπεσε στην αφάνεια. Μάλιστα, πολύ περισσότερο μετά την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ένωση. Εντούτοις, το θέμα του ενιαίου στρατού ξαναήρθε στην επικαιρότητα, με την εμφάνιση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλτ Τραμπ, ο οποίος είπε πως οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν πλέον να φέρουν το κύριο οικονομικό βάρος του ΝΑΤΟ. Θα έπρεπε κι οι Ευρωπαίοι να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη τους.

Μετά την πανδημία

Ο Κορωνοϊός έπληξε απρόσμενα όλες τις χώρες της Ευρώπης. Αλλά δεν είναι μόνο το πρόβλημα της υγείας, μα και της οικονομίας. Όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί δέχθηκαν το χτύπημα της ασθένειας, ώστε οι άνεργοι είναι χιλιάδες. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι πως η ύφεση της οικονομίας είναι γενική και αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για όλους. Βέβαια, άλλες χώρες υπέστησαν πραγματική καθίζηση και άλλες μπόρεσαν να σταθούν κατά κάποιο τρόπο στα πόδια τους. Ιδιαίτερα, επλήγησαν η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία κι η Ελλάδα, τις οποίες το ΑΕΠ στηρίζεται σημαντικά στον Τουρισμό.

Οι χώρες του νότου θεώρησαν ότι στη φάση αυτή θα έπρεπε η Ε.Ε. να εκδώσει ένα ομόλογο (πανδημίας), που με τα έσοδα του να στηρίξει όλες τις χώρες – μέλη της Ένωσης, για να ξεπεράσουν τη μεγάλη οικονομική κρίση που δημιουργήθηκε. Επάνω σ’ αυτήν την πρόταση αντέδρασαν όμως οι χώρες του βορρά , επειδή θεώρησαν πως θα έφερναν αυτές το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος. Στην ομάδα αυτή ήταν κι η Γερμανία. Αλλά λίγες μέρες αργότερα, η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, αποστασιοποιήθηκε από αυτή τη θέση και η ίδια πρότεινε μαζί με τον Γάλλο πρόεδρο, για την ενίσχυση των πληττομένων χωρών, να διαθέσει η Ε.Ε. από τον προϋπολογισμό της 500 δις Ευρώ, προκειμένου να σταθεί η Ένωση όρθια. Εντούτοις, ξαφνικά η Κομισσιόν της Ε.Ε. πρότεινε να διατεθεί ένα μεγαλύτερο ποσό 750 δις Ε., ως ένα άλλο Σχέδιο Μάρσαλ, για να στηριχθεί η οικονομία όλων των χωρών της Ένωσης. Σ’ αυτό το ποσόν, μπορούν ακόμη να προστεθούν 100 δις από το πρόγραμμα SURE για τη στήριξη των υποαπασχολουμένων και των ανέργων , καθώς και 200 δις Ε. που αφορούν την ενίσχυση των πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Απ’ αυτά τα ποσά, γράφθηκε πως η Ελλάδα θα πάρει 22,5 δις Ε. ως ενίσχυση και 9,5 ως δάνειο, με χαμηλό επιτόκιο. Δηλαδή , 32 δις Ε. πέρα από τις άλλες χρηματοδοτήσεις που της αναλογούν.
Την ιδέα αυτή στήριξε πάλι η Γερμανία. Οι πολιτικοί που πρωτοστάτησαν και σ’ αυτήν την πρόταση ήταν η καγκελάριος Μέρκελ κι το γνωστό γεράκι, ο πρόεδρος του γερμανικού κοινοβουλίου, Β. Σόϊμπλε.
Το αναφερθέν ποσό είναι ακόμη απλά μια πρόταση, επί της οποίας θα συζητήσουν όλοι οι ηγέτες της Ε.Ε. τον Ιούλιο. Ήδη ξέρουμε όμως ότι 4 χώρες του βορρά δεν συμφωνούν με αυτήν τη ρύθμιση.

Επί του θέματος αυτού γίνανε πολλές συζητήσεις στην Ευρώπη, κύρια, για την αλλαγή της στάσης της Γερμανίας. Οι ιδέες που κυριάρχησαν είναι πως η Γερμανία διαισθάνθηκε ότι η κατάσταση σε διεθνές επίπεδο άλλαξε, με την αντιπαλότητα Αμερικής – Κίνας, πως στο παιχνίδι μπαίνει σύντομα η μεγάλη Ινδία, του 1,1 δισεκατομμυρίου ανθρώπων και παράλληλα η Ρωσία με την Ιαπωνία, ώστε οι μικρές χώρες δεν θα μπορούν πλέον να σταθούν στο μεγάλο οικονομικό ανταγωνισμό. Αντίθετα, η Ε.Ε. των 500 εκατομμυρίων κατοίκων, θα μπορεί να παραμείνει προς όφελος όλων, ένας σημαντικός παίκτης στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό.

Όμως πέρα τούτων υπάρχει και κάποιος άλλος λόγος, που δεν μπορεί να συζητηθεί δημόσια για τη μεταβληθείσα στάση της Γερμανίας : Ο σημερινός λαός αυτής της χώρας, φέρει βαρέως τα εγκλήματα που διέπραξε ο ναζισμός του Χίτλερ, ώστε οι τωρινοί Γερμανοί θέλουν σιωπηλώς να δείξουν ένα άλλο ανθρωπιστικό προφίλ προς τα έξω.

Έτσι, στην προσπάθεια ενίσχυσης των χωρών που χτυπήθηκαν από τον Κορωνοϊό θέλουν να συμβάλουν εποικοδομητικά. Αλλά κι η Μέρκελ, η οποία αποχωρεί σύντομα από την πολιτική, νοιάζεται για την υστεροφημία της.