Η κρίση στα σύνορα και όλες οι ανθρώπινες, γεωπολιτικές και διεθνείς περιπλοκές της βάζουν δύσκολα σε όλα τα υποκείμενα του πολιτικού μας συστήματος. Οχι μόνο σε σχέση με τις πρακτικές απαντήσεις στα διλήμματά της – εκεί, προφανώς, τον πρώτο λόγο έχουν πάντα η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός – αλλά και ως προς το τι λέγεται και τι διακινείται στο πεδίο των ιδεών. Εκεί νομίζω ότι κρίνεται το αν αυτή η δημοκρατία, με όλα της τα τυφλά και αδύναμα σημεία, θα συγκρατήσει τις επικίνδυνες μεταβλητές που αρπάζονται από τις σκηνές των ημερών είτε για να απαξιώσουν το ελληνικό κράτος (ως «ρατσιστικό» και επιθετικό απέναντι στους ευάλωτους ικέτες), είτε κυρίως για να αμφισβητήσουν τις εγγυήσεις δικαίου ως «πολυτέλειες του καναπέ». Κακά τα ψέματα: και αυτή η κρίση γίνεται ευκαιρία για επίδειξη δημαγωγικού οίστρου, κυρίως όμως, όπως θα δείξω, προς την κατεύθυνση μιας υπερπατριωτικής αντιμεταναστευτικής έξαρσης.

Το λέω αυτό διότι, προφανώς, ο no border διεθνισμός δεν έχει πέραση στο εθνικό ακροατήριο και είναι εμφανώς μειοψηφικός και στο εκλογικό, τουλάχιστον, κοινό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η ισχύς παραπλήσιων ιδεών αφορά κύκλους της διανόησης και του πολιτικού ακτιβισμού, ενώ ακόμα και στον χώρο ο οποίος υφίσταται πλέον άκριτες επιθέσεις (τον χώρο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων αλληλεγγύης), το κυρίαρχο πλαίσιο είναι μια ανθρωπιστική φιλελεύθερη δικαιωματοκρατία και όχι η άρνηση των συνόρων και κάθε αποτροπής των ροών.

Είναι λοιπόν στοίχημα και αυτή η κρίση, όπως και οι άλλες του παρελθόντος με διαφορετική αφορμή. Για την κυβέρνηση και την Κεντροδεξιά ο έλεγχος και ο περιορισμός των ακρο-εθνικιστικών και απάνθρωπων φωνών με την ηθική και πολιτική απομόνωση όσων βρίσκουν τώρα την ευκαιρία για να μετατρέψουν την αναγκαία αποτροπή σε μίσος και αδιαφοροποίητη σκληρότητα για όλους τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Αυτό φυσικά δεν είναι απλή υπόθεση γιατί χρειάζονται στελέχη και δημόσιες φωνές να έλθουν σε σύγκρουση με τοπικές δυναμικές, με γνωστούς ψηφοφόρους, με πάθη που ενυπάρχουν μέσα σε τμήματα του κόσμου, πολύ πέραν των δεξιών πολιτών.

Το στοίχημα της πολιτικής Αριστεράς είναι κι αυτό δύσκολο, με δεδομένο ότι η ριζοσπαστική αντιπολιτευτική καταγγελία αφενός και ο ιδεολογικός πόλεμος, από την άλλη, είναι σταθερές του χώρου. Ας πούμε λοιπόν ότι εδώ θα ήταν ευτύχημα η απόσταση από τις ευκολίες του παν-φασισμού, της ιδέας δηλαδή ότι υπάρχει μια ηθική ζώνη μέσα στην κοινωνία (αυτή των συμπονετικών ανθρώπων και αγωνιστών) και όλοι οι υπόλοιποι είναι πλέον «κανίβαλοι» εθνικιστές, εκφασισμένοι ρατσιστές, ακροκεντρώοι Οξαποδώ κ.ο.κ. Αυτή η ιδέα που συχνά σκεπάζεται και στολίζεται από μια πιο συμβατική ουμανιστική ρητορεία καταλήγει τώρα να μη βλέπουν κάποιοι καν τον ερντογανικό ιμπεριαλισμό και το πώς χρησιμοποιεί τους μετανάστες-πρόσφυγες σε μια συνολική αναθεωρητική στρατηγική που ξεπερνάει τα ελληνοτουρκικά.

Αν η μία εκτροπή τείνει λοιπόν προς έναν γεωπολιτικό ρεαλισμό που κάνει μερικούς πρόθυμους να διαγράψουν όλες τις εγγυήσεις δικαίου ως φιλελεύθερες αφέλειες, η άλλη στρέβλωση αναθέτει συνεχώς στον εκάστοτε ευάλωτο πληθυσμό την αποστολή να ξεσκεπάζει τις ανεπάρκειες και τα δεινά των υφιστάμενων κρατικών και υπερεθνικών δομών. Αν οι μεν βλέπουν τα σύνορα ως εθνοπολιτισμικά οχυρά απέναντι σε αλλόθρησκους, αλλόφυλους κ.λπ., κάποιοι άλλοι τα αισθάνονται ως τερατώδεις αδικίες για τις οποίες πρέπει και να ντρεπόμαστε. Από τη μία υπάρχει μια δυναμική που θα μπορούσε να γίνει ξενόφοβη πλημμυρίδα, από την άλλη μια ιδεολογική και ηθική απαξίωση του ελληνικού έθνους-κράτους ως σχεδόν αποικιακής μηχανής.

Ωστόσο, η ιδέα της εθνικής ασφάλειας και του κρατικού συνόρου – που είναι διττό, και συμπερίληψη και αποκλεισμός – είναι συντριπτικά πλειοψηφική. Το ίδιο πολύ μεγάλης αποδοχής είναι και η εκτίμηση πως οποιαδήποτε πολιτική για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό δεν μπορεί να είναι προσανατολισμένη σε δικαιώματα δίχως εκ παραλλήλου κανόνες, διαδικασίες και πρωτόκολλα όπου υπολογίζονται πολλοί παράγοντες. Ο συσχετισμός δύναμης είναι τέτοιος ώστε οι μεγαλύτεροι ιδεολογικοί κίνδυνοι από την τρέχουσα κατάσταση να πέφτουν στον χώρο του «κρατικού ρεαλισμού» και όχι στον χώρο της αντι-κρατικής ουτοπίας ή του ριζοσπαστικού δικαιωματικού ανθρωπισμού. Αυτές οι εκδοχές δεν έχουν ερείσματα στον πραγματικό λαό και ιδίως στις τοπικές κοινωνίες, στις αγροτικές και μικροαστικές κοινότητες της περιφέρειας. Συνιστούν urban ριζοσπαστισμούς που δεν θα τους συναντήσει κανείς σε χωριά και κωμοπόλεις της Βόρειας Ελλάδας και του Εβρου.

Αν ισχύουν τα παραπάνω, νομίζω πως η όποια πολιτική συμφωνία με τις βασικές κινήσεις της κυβέρνησης χρειάζεται επειγόντως ένα δεύτερο επίπεδο σκέψης και ευαισθησίας: αμείλικτη κριτική, για παράδειγμα, σε όσους θα προσπαθήσουν να εγκαθιδρύσουν μια νέα αγανακτισμένη ομοθυμία που απαιτεί τη θυσία του δικαίου χάριν μιας «ανόθευτης» (εθνικής) κρατικής βούλησης. Χωρίς αυτή την κριτική, η όποια πολιτική σύμπνοια και συναίνεση μετατρέπεται δίχως να το καταλάβουμε σε ασφυκτικό κλοιό όπου υπονομεύεται η δυνατότητα της διαφωνίας και της πιθανής διόρθωσης λαθών.

Θα πει κανείς πως έτσι κόβει τη γέφυρα με τα δημόσια συναισθήματα ή με τον παλμό της κοινής γνώμης. Δεν είναι όμως απαραίτητο, διότι αυτά τα δημόσια συναισθήματα τα διαπλάθει, τα ενισχύει, τα πλαισιώνουν οι κρατικοί και πολιτικοί λόγοι, τα όσα εκπέμπονται από εκλεγμένους παράγοντες κ.λπ. Σε καταστάσεις όπως αυτές που ζούμε είναι καλύτερο να βάζει κανείς όρια παρά να αφήνεται στο ρεύμα και να κολακεύει τον εαυτό του πως κατανοεί την ιστορική στιγμή. Ακόμα και αν το ρεύμα είναι το δικό του, η δική του «επιβεβαίωση» και η ήττα του αντιπάλου του. Αύριο, άλλωστε, θα το βρούμε μπροστά μας κι αυτό, όπως και τόσα άλλα από τα παραπροϊόντα των διαφορετικών κρίσεων που εκτυλίχτηκαν τα προηγούμενα χρόνια.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.