O Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα το 1994 ως μετριοπαθής ισλαμιστής από τη Δημαρχία της Κωνσταντινούπολης, υποστηριζόμενος από το μικρό τότε Κόμμα της Ευημερίας του Νετσμετίν Ερμπακάν.

Στη διάρκεια της δημαρχιακής θητείας του ασχολήθηκε με τα καθημερινά προβλήματα της Πόλης, διέπρεψε κυρίως σε έργα υδροδότησης, μετακινήσεων, διαχείρισης απορριμμάτων και δημιουργίας ισλαμικών δικτύων κοινωνικής πρόνοιας.

Με τον καιρό απέκτησε τη φήμη ενός αποτελεσματικού λαϊκιστή-θρησκευόμενου ηγέτη. Αντιμετώπισε τότε διώξεις από τους συστημικούς κεμαλιστές, καταλήγοντας μάλιστα για μερικούς μήνες στη φυλακή επειδή ανέγνωσε σε μια δημόσια εκδήλωση ένα ποίημα ισλαμικού περιεχομένου, το οποίο εκρίθη ότι προάγει τον θρησκευτικό φανατισμό.

Εκτοτε η δημοτικότητά του εκτοξεύθηκε στα ύψη και έτσι το 2001 προχώρησε στην ίδρυση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο έναν χρόνο αργότερα κέρδισε τις εθνικές εκλογές και από τότε μονοπωλεί την εξουσία στη γειτονική χώρα.

Στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του αφιερώθηκε στην ανάταξη της τουρκικής οικονομίας, προώθησε συστηματικά τη μαζική ένταξη αποκλεισμένων τμημάτων του πληθυσμού στην παραγωγική διαδικασία μέσω κυρίως των ισλαμικών δικτύων και μαζί επιχείρησε να προσεταιριστεί τους Κούρδους ώστε να καλύψει τα προβλήματα εθνικής ασφάλειας.

Η αλήθεια είναι ότι με τη μέθοδό του άλλαξε την Τουρκία, την ανέπτυξε δυναμικά, την κατέστησε ισχυρότερη και πιο διεκδικητική στη διεθνή σκηνή, αλλά προϊόντος του χρόνου κατελήφθη από αυτοκρατορικά μεγαλομανή σχέδια, τα έσπασε με τους Κούρδους, διολίσθησε στον αυταρχισμό και στην ευνοιοκρατία, μέχρι που προκάλεσε τους συμμάχους και τους φίλους του, διχάζοντας στον μέγιστο βαθμό την τουρκική κοινωνία.

Για να αντιμετωπίσει την εσωτερική αντίδραση θέλησε να εκπροσωπήσει συνολικά τον μουσουλμανικό κόσμο, «υιοθέτησε» τους Αδελφούς Μουσουλμάνους του Μόρσι στην Αίγυπτο, προσέφερε κάλυψη στους ιρανούς θρησκευτικούς ηγέτες, παρενέβη στον πόλεμο της Συρίας υπέρ του ISIS και των λοιπών αντικαθεστωτικών ισλαμιστικών οργανώσεων στην προσπάθειά του να περιορίσει τους εκεί Κούρδους και ταυτόχρονα επιχείρησε να χτίσει συμμαχία με τους σιίτες του Περσικού Κόλπου κόντρα στους ουαχαμπίτες της Σαουδικής Αραβίας.

Ταυτόχρονα η αυλή του γέννησε πλήθος οικονομικών σκανδάλων, ο ίδιος έφθασε να αμείβεται περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια τον μήνα, η περιουσία του προσέγγισε το 1 δισ. δολάρια, προκαλώντας τους πάντες και τα πάντα. Κάπως έτσι έσπασε η σχέση με τον τουρκοαμερικανό ιμάμη μέντορά του Φετουλάχ Γκιουλέν και φθάσαμε στο περιβόητο πραξικόπημα το καλοκαίρι του 2016.

Απειλήθηκαν η εξουσία και η ζωή του τότε, με αποτέλεσμα να εκτροχιαστεί στην κυριολεξία. Την επομένη του αποτυχημένου πραξικοπήματος εξαπέλυσε διώξεις σε μαζική κλίμακα, εξόντωσε την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, της Αεροπορίας ιδιαιτέρως, και βεβαίως έδιωξε από το Δημόσιο και φυλάκισε εκατοντάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, δικαστικούς, εκπαιδευτικούς και άλλους.

Στη συνέχεια για να υπερβεί τον διχασμό που ο ίδιος προκάλεσε κατέφυγε σε εθνικιστικό παραλήρημα και άρχισε να εφαρμόζει αναθεωρητική πολιτική θέτοντας υπό αίρεση και αμφισβήτηση διεθνείς συνθήκες και σύνορα σε ξηρά και θάλασσα. Ευνοήθηκε, είναι αλήθεια, από την αμερικανική υποχώρηση στη διαχείριση των διεθνών υποθέσεων, έκρινε ότι θα ορίσει τα μεταπολεμικά πράγματα στη Συρία, πήγε να αρνηθεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, έκλεισε το μάτι στον Πούτιν και άρχισε να παζαρεύει με τους Ευρωπαίους χρησιμοποιώντας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες από τις πολλές εμπόλεμες ζώνες.

Από τις συνεχείς παλινωδίες, τα ατέλειωτα παζάρια και τις μονομερείς αλλοπρόσαλλες ενέργειες έχασε τα αβγά και τα καλάθια. Στη Συρία ηττήθηκε, ο Πούτιν δεν τον θέλει πια στα πόδια του, στο μέτωπο της Ιντλίμπ μετράει δεκάδες νεκρούς, οι Αμερικανοί δεν τον εμπιστεύονται και μόνο οι εξαρτημένοι Γερμανοί τον υφίστανται ακόμη.

Αυτή την ώρα περιγράφεται ως «σκοτεινός ηγέτης», ο οποίος βρίσκεται σε ψυχοπαθολογική κατάσταση και αντιδρά κατά τρόπο αλλοπρόσαλλο και απολύτως τυχοδιωκτικό. Απειλείται εσωτερικά, φοβάται για τη ζωή του και την τύχη της οικογένειάς του και υιοθετεί τζιχαντιστική λογική, χρησιμοποιώντας άμαχους πρόσφυγες και μετανάστες στη διεκδίκησή του.

Δεν είναι απίθανο να επιχειρήσει τα πάντα, να προκαλέσει ακόμη και θερμό επεισόδιο στον Εβρο ή στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου. Στη σκοτεινιά που ζει μπορεί να κάνει τα πάντα. Αυτή είναι ωστόσο και η αχίλλειος πτέρνα του. Να καταστραφεί από τη μεγαλομανία και την κατάχρηση των εργαλείων που νομίζει ότι διαθέτει.
Γι’ αυτό και επιβάλλεται από την πλευρά μας ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και άμυνα μέχρι τέλους. Αυτός θα χάσει, γιατί απλούστατα φέρει το άδικο.