«Οταν το 1905 η Βιρτζίνια Γουλφ ξεκίνησε την εκστρατεία καθιέρωσής της στον αγγλικό εκδοτικό χώρο, η κατάσταση δεν ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη μιας σημερινής νέας γυναίκας της μεσαίας τάξης που θέλει να αποκτήσει τη δική της επιχείρηση μόδας στη Σαουδική Αραβία ή στη Γουατεμάλα ή μιας σημερινής νέας γυναίκας στο Σουδάν που θέλει να γίνει χειρουργός». Η προκλητική διατύπωση της Τζίλιαν Γκιλ στον πρόλογο του βιβλίου της «Virginia Woolf and the Women who Shaped her World» (εκδ. Houghton Mifflin Harcourt), που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβριο, μιας «λοξής» βιογραφίας της εξέχουσας βρετανίδας λογοτέχνιδας, φεμινίστριας και εκλεκτού μέλους του περίφημου «κύκλου του Μπλούμσμπερι» των αρχών του 20ού αιώνα, μπορεί να ηχεί υπερβολική, συνιστά όμως επιτυχημένη αναλογία για το μέτρο της γυναικείας παρουσίας στην εδουαρδιανή κοινωνία. Οι πρωταγωνίστριές της, θείες και αδελφές της Γουλφ, στο πρόσωπο των οποίων αντικαθρεφτίζεται εκείνη και διά των οποίων διατρέχουμε την ιστορία της ζωής της, διαχειρίζονται δεξιοτεχνικά τα του οίκου, αριστεύουν στη φιλανθρωπία, μεγαλώνουν ορδές παιδιών, εμπνέουν πάθη, παραμένουν όμως στη σκιά των ανδρών τους – θεμέλιοι λίθοι της οικογενειακής ευτυχίας, κατά τα άλλα, όμως, αέρινες οπτασίες στον δημόσιο χώρο. Αν και ανάμεσά τους παρελαύνουν προσωπικότητες όπως η πρωτοπόρος της φωτογραφίας Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον, θεία της μητέρας της, είναι η Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941) και η αδελφή της, Βανέσα Μπελ, εκείνες που πρώτες κατάφεραν ουσιαστικά να διαρρήξουν το επιβεβλημένο από το ανδροκρατούμενο περιβάλλον κέλυφος γύρω από τον έρωτα και την επαγγελματική ζωή. Πρέπει να στραφεί κανείς στις γυναίκες αυτές του στενού της οικογενειακού περιγύρου, στη μητέρα της, Τζούλια Στίβεν, στην ετεροθαλή αδελφή της, Στέλλα Ντάκγουορθ, στην πανταχού παρούσα Βανέσα, κατά την Τζίλιαν Γκιλ, για να αντιληφθεί πώς διαμορφώθηκαν οι κλίσεις, οι προδιαθέσεις, οι αντιφάσεις της.

Αυτή η Γουλφ είναι μια Βιρτζίνια που δεν έχουμε ξαναδεί. Τη δεκαετία του 1990 υπήρχε η φροϊδική ερμηνεία του βίου της από τη Λουίζ ντε Σάλβο που υπαινισσόταν πως η κλονισμένη ψυχική υγεία οφειλόταν στο τραύμα της σεξουαλικής της κακοποίησης σε παιδική ηλικία. Τη δεκαετία του 2000 η ευθύνη μετατοπίστηκε στον σύζυγό της, Λέοναρντ Γουλφ, τον οποίο η Αϊρίν Κόουτς υποδείκνυε ως αποτυχημένο σύζυγο, υπεύθυνο για την αυτοκτονία της. Το 2015 η κόρη του ανιψιού της, Εμα Γουλφ, «κανονικοποιούσε» τη μακρινή της πρόγονο ξαναδιαβάζοντας αλληλογραφία και ημερολόγια για να αναδείξει (ουκ ολίγες) στιγμές μιας ευτυχούς καθημερινότητας. Η Γκιλ ανατρέπει το αφήγημα ανεβάζοντας άλλους πρωταγωνιστές στο προσκήνιο, αφήνοντας τη Βιρτζίνια να κοιτάζει από τις κουίντες και τον αναγνώστη να παρατηρεί από την πλατεία τις σχέσεις τους να εξελίσσονται μπροστά του.

Οικογενειακά μυστικά

Αρχής γενομένης από τις βικτωριανές τους αντιφάσεις. Χαρακτηριστικότερο για τις εμμονές της εποχής είναι το γεγονός της απόκρυψης της καταγωγής των Πατλ, προγόνων από την πλευρά της μητέρας της Γουλφ: η προ-προγιαγιά της, Τερέζ ντε λ’ Ετάνγκ, αναφερόταν πάντοτε ως γαλλίδα καλλονή από τις Ινδίες έως το 2000, όταν ο ιστορικός και μακρινός συγγενής Γουίλιαμ Νταλρίμπλ ανακάλυψε ότι επρόκειτο για ινδουίστρια από το Σαντερναγκόρ της Βεγγάλης που μεταστράφηκε στον καθολικισμό και παντρεύτηκε έναν γάλλο αξιωματικό του αποικιακού στρατού τη δεκαετία του 1780. Παρόμοιες αποσιωπήσεις θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην οικογενειακή ιστορία. Η δημόσια εικόνα του διάσημου λόγιου πατέρα της, Λέσλι Στίβεν, για παράδειγμα, δεν ήταν ποτέ εκείνη του νευρωτικού εργασιομανούς που κλεινόταν στο γραφείο του μετά το πρωινό, απαιτούσε απόλυτη ησυχία, δεν διέκοπτε ούτε για τις απαραίτητες φυσικές ανάγκες προκειμένου να μη χάσει τον ειρμό της σκέψης του, με αποτέλεσμα μια υπηρέτρια να υποχρεώνεται να αδειάζει (αθόρυβα) το δοχείο της νυκτός του και απαιτούσε τα γεύματα να σερβίρονται με μαθηματική ακρίβεια. Ωστόσο, η απόκρυψη του πατρικού χαρακτήρα ωχριά μπροστά στο πέπλο σιωπής που κάλυψε την ασέλγεια σε βάρος τόσο της Βιρτζίνια όσο και της αδελφής της, Βανέσα, από τους μεγαλύτερους, ετεροθαλείς αδελφούς τους, Τζορτζ και Τζέραλντ Ντάκγουορθ.

Υπήρχαν όμως και οι βικτωριανά αποδεκτές αξίες – η υποδοχή των επισκεπτών, η επίδειξη της ομορφιάς των θηλυκών μελών της οικογένειας ως τρόπαιο και προς άγρα επίδοξων γαμπρών. Στην ευκατάστατη οικία των Πατλ, όπου η κληρονομιά του γαλλικού σικ συνδυαζόταν με την αγγλοϊνδική παράδοση, σύχναζαν, πλην του μελλοντικού πατέρα της Βιρτζίνια Γουλφ, διασημότητες όπως ο Κάρολος Δαρβίνος, οι πρωθυπουργοί Γουίλιαμ Γκλάντστοουν και Μπέντζαμιν Ντισραέλι, ο δαφνοστεφής ποιητής Αλφρεντ Τένισον και ο σημαίνων μυθιστοριογράφος Γουίλιαμ Θάκερεϊ (η κόρη του οποίου θα γινόταν η πρώτη σύζυγος του Λέσλι Στίβεν) μαζί με ολόκληρο σχεδόν τoν κύκλο των προραφαηλιτών ζωγράφων, από τον Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι και τον Εντουαρντ Μπερν-Τζόουνς ως τον Γουίλιαμ Χόλμαν Χαντ. Κατά την Γκιλ, η ομορφιά της Τζούλια Πρίνσεπ Τζάκσον, μητέρας αργότερα της Βιρτζίνια Γουλφ, προσέλκυε σε παιδική ηλικία τους καλλιτέχνες, σε εφηβική τους νέους της ανώτερης αστικής τάξης. Υπό το άγρυπνο γονεϊκό βλέμμα η Τζούλια πόζαρε ως προραφαηλιτικό μοντέλο και παντρεύτηκε το 1867, στα 21 της, έναν προικισμένο δικηγόρο, τον Χέρμπερτ Ντάκγουορθ. Τρία χρόνια αργότερα ο σύζυγός της πέθανε αφήνοντάς της ικανή περιουσία για να μεγαλώσει τρία παιδιά. Το 1878, έχοντας χάσει τη δική του σύζυγο, ο γείτονάς της στο Κένσινγκτον Λέσλι Στίβεν πέτυχε ως ώριμος άνδρας εκεί που είχε αποτύχει ως νεαρός – να πείσει την ωραία Τζούλια να μοιραστεί τη ζωή της μαζί του.

Ενας άλλος κοινός βικτωριανός τόπος ωστόσο έμελλε να σημαδέψει το ιστορικό της οικογένειας. Ο Στίβεν, όπως και ο πατέρας του, είχε κατά καιρούς «βαθιές κρίσεις και ενίοτε νευρικούς κλονισμούς». Η ακαθόριστη ως περιεχόμενο αλλά πανταχού παρούσα ως ορολογία «νευρασθένεια» δεν ήταν απλή στην περίπτωσή τους. Η Λόρα Μέικπις Στίβεν, κόρη από τον πρώτο γάμο του Λέσλι, υπέφερε από ψυχικά προβλήματα και κλείστηκε στα 18 της χρόνια, το 1888, σε άσυλο έως τον θάνατό της, το 1945. Το ιστορικό κρίσεων, παραισθήσεων και καταρρεύσεων της Βιρτζίνια Γουλφ, που οδήγησαν τελικά στην αυτοκτονία της το 1941, σχετίζεται, σύμφωνα με την Γκιλ, εκτός από τον κληρονομικό και με τον περιβαλλοντικό παράγοντα – την ασφυκτική ατμόσφαιρα της οικίας Στίβεν, όπου τα τρία παιδιά της Τζούλια από τον πρώτο της γάμο συμβίωναν με τα τέσσερα από τον δεύτερο. Τα χρήματα δεν έλειπαν, έλειπε η αποκλειστικότητα της μητρικής αγάπης. Η Γουλφ θα έγραφε αργότερα ότι ήταν σχεδόν ευγνώμων για κάθε ασθένεια γιατί η μητέρα της ερχόταν στο κρεβάτι για να τη φροντίσει. «Αν αφαιρέσουμε τα γνωρίσματα της βικτωριανής εποχής […] ανακαλύπτουμε μια οικογένεια που θυμίζει πολύ τον 21ο αιώνα» γράφει η Γκιλ: σύζυγοι σε δεύτερο γάμο, με πρότερο δικό τους παρελθόν και μάλιστα άνισο, εφόσον η Τζούλια δεν ενδιαφερόταν στα νεανικά της χρόνια για τον ερωτοχτυπημένο Λέσλι, άγχος για το status του άνδρα στη (διανοητική) ιεραρχία των ομοίων του, απουσία της γυναίκας από το σπίτι λόγω (φιλανθρωπικών) υποχρεώσεων.

Το τραύμα της απώλειας

Οσο η Τζούλια Στίβεν επιτελούσε τα επιβεβλημένα καθήκοντά της εκτός του οίκου, κάποιος όφειλε να την αναπληρώνει στον ρόλο της ως επικεφαλής του νοικοκυριού. Τον ρόλο αυτόν είχε επωμιστεί η μεγαλύτερή της κόρη, Στέλλα Ντάκγουορθ, η οποία την αντικαθιστούσε επάξια, παρέμενε όμως σε «ψυχολογική απόσταση» από τα νεαρότερα μέλη είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας είτε λόγω απλής έλλειψης χρόνου. Ομορφη αλλά αγέλαστη στις φωτογραφίες της περιόδου, η Στέλλα θα απέρριπτε δύο φορές ανεξήγητα μια πρόταση γάμου, θα παντρευόταν τελικά με την τρίτη τον κομιστή της, αλλά θα πέθαινε στα 28 της χρόνια από περιτονίτιδα μετά την εσπευσμένη επιστροφή της από τον μήνα του μέλιτος στην Ιταλία. Διαβάζοντας αργότερα την ατζέντα όπου η ετεροθαλής αδελφή τους κατέγραφε τις ατέλειωτες καθημερινές υποχρεώσεις της, η Βανέσα έλεγε στη Βιρτζίνια πως απορούσε που ο θάνατος δεν την είχε βρει νωρίτερα. Εχοντας χάσει τη μητέρα τους δύο χρόνια πιο πριν, το 1895, οι δυο τους συνδέθηκαν άρρηκτα πλέον, με τη Βιρτζίνια να στηρίζεται στη θυελλωδών παθών αλλά σταθερότερη ψυχολογικά μεγαλύτερη αδελφή της για να ξεπεράσει τόσο την απώλεια του πατέρα τους, το 1904, όσο και του αδελφού τους, Τόμπι, το 1907.

Η Τζίλιαν Γκιλ εισάγει σε αυτό το σημείο τη Βιρτζίνια Γουλφ και τη Βανέσα Μπελ στον «κύκλο του Μπλούμσμπερι», στην αντισυμβατική, αιρετική, ριζοσπαστική συντροφιά των Λίτον Στράτσι, Τζον Μέιναρντ Κέινς, Ε. Μ. Φόρστερ, από όπου «αποφοιτούν» ως κορυφαία μοντερνίστρια συγγραφέας και διόλου ασήμαντη ζωγράφος, σύζυγος του επίσης μέλους της συντροφιάς κριτικού τέχνης Κλάιβ Μπελ, αντίστοιχα. Η διαμόρφωση της Γουλφ είναι μια κληρονομιά απώλειας, μοιάζει να λέει: της μητέρας, της ετεροθαλούς αδελφής της, ακόμη και της μνήμης του «Pattledom», της «επικράτειας των Πατλ», όπως αποκαλούσε η συγγραφέας την οικία των παππούδων της. Λάμπει διά της απουσίας του ένα μόνο γυναικείο όνομα από το βιβλίο της Γκιλ. Αυτό της Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, ποιήτριας, μυθιστοριογράφου, δημοσιογράφου και ερωμένης της Βιρτζίνια, για την οποία έγραψε το «Ορλάντο», «τη μακρότερη και γοητευτικότερη ερωτική επιστολή στην ιστορία της λογοτεχνίας», κατά τον γιο της, συγγραφέα επίσης, Νάιτζελ Νίκολσον. Ομως η Γουέστ δεν ανήκε στην οικογένεια. Και η βικτωριανή οικογένεια, αυτός ο περίκλειστος, οχυρωμένος χώρος που ενέτεινε και περιέσφιγγε τα συναισθήματα, υπήρξε η πραγματική γενέθλια γη της λογοτέχνιδας Βιρτζίνια Γουλφ.