Μια γυναίκα με καρό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και γυμνά πόδια μπροστά από έναν πράσινο πίνακα τάξης ή αμφιθεάτρου, σε στάση χορευτική, κρατώντας ένα κομπολόι στο υψωμένο πάνω από το κεφάλι της χέρι, ξεσπά σε ένα πηγαίο γέλιο. Δεν πρόκειται για οποιαδήποτε πόζα, μιλάμε για το εξώφυλλο του περιοδικού «LIFE», θεσμού της αμερικανικής δημοσιογραφίας, που την περίοδο αυτή, τον Δεκέμβριο του 1966, έχει μια κυκλοφορία της τάξης των 8,5 εκατομμυρίων αντιτύπων. «Μελίνα Μερκούρη. Το κορίτσι τού «Ποτέ την Κυριακή» έρχεται στο Μπρόντγουεϊ» λέει ο τίτλος αναγγέλλοντας την επερχόμενη παράσταση «Illya Darling» που θα ξεκινούσε τον Φεβρουάριο του 1967 στη Φιλαδέλφεια, θα συνέχιζε στο Τορόντο και στο Ντιτρόιτ για να ανεβεί στις 11 Απριλίου της ίδιας χρονιάς στο θέατρο Μαρκ Χέλινγκερ της Νέας Υόρκης. Δέκα ημέρες αργότερα στην Ελλάδα θα ξεσπούσε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και η Μερκούρη, παράλληλα με μια θριαμβευτική πορεία 320 παραστάσεων έως τον Ιανουάριο του 1968, θα αναλάμβανε τον ρόλο της ακτιβίστριας, της αντιπάλου ενός καθεστώτος, της γυναίκας που από άτυπη πρέσβειρα του τουρισμού της πατρίδας της χάρη στη διεθνή ακτινοβολία της μετατρεπόταν αίφνης σε πολιτικό σύμβολο αντίστασης. Και η ακτινοβολία της Μερκούρη δεν ήταν διόλου αμελητέας έντασης. Οσοι έζησαν στα χρόνια της άλλης της περσόνας, εκείνης της ικανής και γοητευτικής υπουργού Πολιτισμού, δεν μπορούν να αντιληφθούν την απήχηση της ηθοποιού που είχε τιμηθεί με ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, είχε υπάρξει υποψήφια για ένα Οσκαρ, για τρεις Χρυσές Σφαίρες, δύο βραβεία BAFTA και ένα θεατρικό Tony. Κι όμως, είναι από αυτή τη Μελίνα του εξωφύλλου και του τι αντιπροσώπευε εντός και εκτός Ελλάδας που πρέπει να ξεκινήσει κανείς για να κατανοήσει τη Μερκούρη.

Η σταρ που «έκλεψε» η πολιτική

Το 1967 είναι ήδη 47 ετών, βρισκόμαστε in medias res. Εχει πίσω της μια ολόκληρη ζωή: γόνος αστικής οικογένειας που έκανε την ασυνήθιστη επιλογή να στραφεί στο θέατρο, έχει έναν πατέρα στρατιωτικό, τον Σταμάτη Μερκούρη, ο οποίος θα μετακινηθεί σταδιακά από τη Δεξιά στην Αριστερά, από τη συμπόρευση με τον Αλέξανδρο Παπάγο στη συνεργασία με την ΕΔΑ, με την οποία θα εκλεγεί βουλευτής από το 1958 έως το 1964. Είχε έναν θείο φιλοναζιστή, τον Γεώργιο Μερκούρη, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας μετά τη γερμανική εισβολή του 1941. Εχει παντρευτεί τον Παναγή Χαροκόπο, πλούσιο κτηματία με σπουδές στο Κέιμπριτζ, έχει περάσει τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής συνδεδεμένη ερωτικά με έναν μαυραγορίτη επιχειρηματία («δεν είμαι περήφανη για το τι έκανα, […] δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου» θα έλεγε τον Ιούνιο του 1990 στην ΕΡΤ και στον Γιώργο Δουατζή), έχει τολμήσει το 1949, δύο χρόνια μετά την Τζέσικα Τάντι στο Μπρόντγουεϊ, δύο χρόνια πριν από τη Βίβιαν Λι στο Χόλιγουντ, να υποδυθεί την Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Θεάτρου Τέχνης υπό τον Κάρολο Κουν, έχει δουλέψει στο Παρίσι παίζοντας σε έργα του μεγάλου συγγραφέα Μαρσέλ Ασάρ, έχει γνωρίσει τον Κοκτό, τον Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Με τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη έχει πάρει το διαβατήριο για τις Κάννες, όπου έχει γνωρίσει το 1956 τον Ζυλ Ντασσέν και θα επιστρέψει τέσσερα χρόνια αργότερα για να τις κατακτήσει υπό τη δική του σκηνοθεσία με το «Ποτέ την Κυριακή». Εχει προλάβει να παίξει δίπλα στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, στην Τζίνα Λολομπριτζίτα, τη Ζαν Μορό, την Ανούκ Εμέ, τον Πίτερ Ουστίνοφ, τον Αντονι Πέρκινς, τον Τζέιμς Μέισον, τον Τζέιμς Γκάρνερ, τη Ρόμι Σνάιντερ. Εχει γεννηθεί στην Αθήνα, αλλά έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά χάρη στα οσκαρικά «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι, άτυπο ύμνο του Ολυμπιακού έκτοτε. Για να γίνει αντιληπτό τι ακριβώς σημαίνει στο εξωτερικό το όνομά της τη δεδομένη χρονική στιγμή αρκεί να δει τη συνέντευξή της στον Σταντς Τέρκελ, έναν από τους κορυφαίους ιστορικούς της προφορικής Ιστορίας στον 20ό αιώνα, ο οποίος στο Σικάγο στη ραδιοφωνική του εκπομπή της 21ης Φεβρουαρίου 1968 την προσφωνεί λέγοντάς της: «Για εμάς εδώ στην Αμερική εκπροσωπείτε το πνεύμα της ευφορίας».

Είναι η στιγμή που το πνεύμα της ευφορίας αλλάζει κατεύθυνση στη ζωή του. Είναι η επίδραση του εξαιρετικά πολιτικοποιημένου, εκπατρισμένου εξαιτίας του μακαρθισμού Ντασσέν, με τον οποίο παντρεύονται το 1966 έπειτα από μια σχέση δεκαετίας; Είναι η ενεργοποίηση των δικών της πολιτικών ενστίκτων («αν ήσουν αγόρι, θα έμπαινες στην πολιτική όταν μεγάλωνες» δήλωνε αργότερα ότι της έλεγε ο παππούς της, Σπυρίδων Μερκούρης, δήμαρχος Αθηναίων για είκοσι χρόνια μεταξύ 1899-1914 και 1929-1934), είναι μια άλλη μορφή παράτολμης απόφασης, όπως αυτές που συχνά ομολογούσε ότι έπαιρνε; Το βέβαιο είναι πως η γυναίκα που ήθελε μαζί με τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, να δείξουν ότι «υπάρχει μια νέα Ελλάδα», βρέθηκε με την ίδια ορμή να εμπνέεται, πάλι σύμφωνα με τα λεγόμενά της, από την Πασιονάρια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και να πρωτοστατεί στην αντίδραση κατά της δικτατορίας. Και δεν επρόκειτο για μια επιλογή που έγινε ελαφρά τη καρδία: «Εγκατέλειψα την καριέρα μου, εκατομμύρια εκατομμυρίων, σε μια εποχή που μου προσφέρονταν οι μεγαλύτεροι ρόλοι» σχολίαζε σε συνέντευξή της σε γνωστό γυναικείο περιοδικό τον Δεκέμβριο του 1981. Οτι το star power είχε διεθνή απήχηση και μια εκστρατεία πληροφόρησης εκ μέρους της έβλαπτε την εικόνα της χούντας ήταν αδιαμφισβήτητο – φάνηκε από τη σπουδή με την οποία οι συνταγματάρχες έσπευσαν να της αφαιρέσουν την ιθαγένεια, δίνοντάς της την ευκαιρία να τους κατακεραυνώσει με την περίφημη φράση «I was born Greek and I will die Greek». (Το υπόλοιπο της απάντησής της παραδίδεται με διάφορους τρόπους, περιλαμβάνει σίγουρα τη λέξη «fascists», η οποία ενδεχομένως συνοδεύεται από τον όρο «bastards».)

«How come you do the unsafe thing rather than the safe thing?» τη ρωτά ο Σταντς Τέρκελ. Πώς κάνετε το ανασφαλές αντί του ασφαλούς; «Δεν είμαι 20 χρόνων, είμαι μια υπεύθυνη γυναίκα. Οχι, πρέπει να μιλήσω. Πρέπει να μιλήσω» του λέει εκείνη. Αυτή η ανάγκη της υπέρβασης της σιωπής οδηγεί ανεπαίσθητα στην αρχή, με μεγαλύτερη σαφήνεια έπειτα, τη Μελίνα Μερκούρη σε μια άλλη τροχιά. Από ενσάρκωση της «χαράς της ζωής, της ελευθερίας, του απροόπτου», όπως την παρουσιάζει το 1964 η «Paris Jour», σε «ενέργεια για την ανάσταση της ελευθερίας στην Ελλάδα», κατά τον Ζυλ Ντασσέν. Στο εξωτερικό γνωρίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, εντάσσεται στο ΠΑΚ. Η δουλειά της λαμβάνει ευδιάκριτη, έντονα πολιτική χροιά: «Λυσιστράτη» στο Μπρόντγουεϊ το 1972, η εμπνευσμένη από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ταινία «Δοκιμή» το 1973, «Οπερα της Πεντάρας» στην Αθήνα το 1975, «Μήδεια» το 1976, «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» το 1978. Στις εκλογές του 1977 εκλέγεται βουλευτής Πειραιά με το ΠαΣοΚ. Υπουργός πια, το 1981, όταν η Ολγα Μπακομάρου τής επισημαίνει ότι κατατάσσεται μεταξύ των σύγχρονων μύθων της χώρας, απαντά: «Στο εξωτερικό με βλέπουν έτσι, όχι στην Ελλάδα».

Μετριοφροσύνη; Ισως. Ρεαλισμός; Οπωσδήποτε. Εφόσον η Μαργκερίτ Ντιράς γράφει για εσένα στη διεθνή «Βίβλο της μόδας» το 1966, ο μύθος του εξωτερικού είναι αναμφισβήτητος. Οσο για το εσωτερικό, η ενασχόληση με την πολιτική επιφέρει αναγκαστικά, αν όχι έχθρες, τουλάχιστον αντιπαλότητες – κάτι του οποίου είχε ασφαλώς επίγνωση. Οταν το 1987 εφημερίδα της αντιπολίτευσης την αποκαλεί «αμόρφωτη», εκείνη εξοργίζεται και σε ιδιωτική της συνομιλία επικαλείται ως αντεπιχείρημα τις συναναστροφές της με τη γαλλική διανόηση. Πλην της τακτικής (η ίδια έλεγε παλαιότερα ότι τη θεωρούσαν «το πιο τρωτό πρόσωπο της κυβέρνησης»), κρυβόταν ίσως εδώ και μια χροιά δυσανεξίας για την είσοδο του θηλυκού στοιχείου στην επικράτεια των δημοσίων ανδρών – η Βουλή του 1981 αριθμούσε μόλις 11 γυναίκες και η πατριαρχία ήταν ακόμη ο κανόνας.

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα και ο Μπόρις Τζόνσον

Εξ ου και η δυναμική της παρουσία στο υπουργείο Πολιτισμού ξενίζει ενδεχομένως κάποιους εντός και εκτός της παράταξής της οι οποίοι πίστευαν αρχικά ότι ο ρόλος και η κυβερνητική της θέση θα είχαν χαρακτήρα γλάστρας. Εδώ ισχύει η καίρια παρατήρηση του Νίκου Μπακουνάκη στο «Βήμα» τον Ιούλιο του 1999: «Πήρε τον πολιτισμό των «ωραίων ερειπίων» και τον έκανε καθημερινή πράξη, κοσμοπολιτικό όπλο μιας Ελλάδας βουτηγμένης στην εσωστρέφεια». Εκ των υστέρων η μακροβιότερη υπουργός Πολιτισμού (εννέα χρόνια συνολικά, 1981-1989 και 1993-1994) μοιάζει να έθεσε τα κριτήρια για το είδος του ατόμου που ταιριάζει στο αξίωμα και για το έργο που αυτό οφείλει να επιτελεί. Αντιλαμβάνεται το υπουργείο ως μηχανισμό διεθνούς προβολής της χώρας, αναπτύσσει πολιτισμική διπλωματία, δημιουργεί σημαντικούς θεσμούς. Τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα, το σχέδιο ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, η προώθηση της αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης αποτελούν δικές της πρωτοβουλίες. Επισκιάζονται όμως από τις διεθνείς της παρεμβάσεις. Από πρότασή της το 1983 ξεκινά ο θεσμός της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985, μέρος της καθημερινότητας σήμερα, πρωτότυπη σύλληψη τότε, που έδωσε ευκαιρία αναβάθμισης της πολιτισμικής διάστασης και ευρωπαϊκής δικτύωσης σε πλήθος πόλεων, από το Πόρτο και την Πάτρα ως τη Φιλιππούπολη και τη Ριέκα.

Ταυτίζεται βέβαια με τη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα, επιδίωξη που συνήγειρε το ελληνικό κοινό και ταρακούνησε τους ιθύνοντες των μεγαλύτερων μουσείων του κόσμου θέτοντας ένα ζήτημα που επρόκειτο να γιγαντωθεί τις επόμενες δεκαετίες – αυτό της κυριότητας των μνημείων που είχαν καταλήξει να κοσμούν τις μεγάλες μητροπόλεις της Δύσης ερχόμενες από αλλού στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας. Ως σταυροφόρος της επιστροφής των Γλυπτών η Μελίνα πιθανότατα κατάφερε να αποκτήσει και την πανελλήνια αποδοχή που επιζητούσε («θέλω να με αγαπάνε», ήταν μια ατάκα που επαναλάμβανε), καθώς η ανταλλαγή πυρών με τους βρετανούς πολιτικούς παράγοντες μιλούσε κατευθείαν στο ελληνικό φαντασιακό, στην αυτοεικόνα του μικρού, γενναίου έθνους που αγωνίζεται για το δίκαιο εναντίον των ισχυρών του κόσμου. Από την εποχή εκείνη και την περίφημη παθιασμένη ομιλία της στη λέσχη συζητήσεων της Οξφόρδης το 1986 προέρχεται και μια φωτογραφία της με τον 24χρονο τότε πρόεδρο της Oxford Union, έναν νεαρό με το όνομα Μπόρις Τζόνσον.

Αυτή η μετέπειτα πορεία, μετασχηματισμός της προηγούμενης, αναγωγή της δημόσιας λάμψης σε πολιτικό ρόλο, είναι περισσότερο γνωστή, περισσότερο οικεία. Η πολιτικός Μελίνα Μερκούρη υφίσταται στη ζώσα μνήμη, η διεθνής σταρ ανήκει στη μνήμη μιας άλλης εποχής. Ναι, μπορεί να την προσεγγίσει κανείς βλέποντας τις ταινίες της, διαβάζοντας τις τότε συνεντεύξεις της, κοιτάζοντας τα ονόματα που αναφέρονται κοντά στο δικό της, από τον Εντουαρντ Αλμπι και τον Τζακ Λανγκ ως τον Αντρέ Μαλρό και τον Ζαν Πολ Γκοτιέ. Τα στοιχεία δεν είναι λίγα, γιατί όπως δήλωνε και εκείνη στην Ολγα Μπακομάρου, έζησε «μια δημόσια ζωή». Στα 100 χρόνια από τη γέννησή της, ωστόσο, με το 2020 αφιερωμένο από το υπουργείο Πολιτισμού σε εκείνη, για να δει κανείς την πραγματική γυναίκα πίσω από το σημερινό θεατρικό βραβείο με το όνομά της, πίσω από τη «Στέλλα», πίσω από τον ελληνικό μύθο, πρέπει να επιστρέψει στον ξένο – στο «κορίτσι τού «Ποτέ την Κυριακή»», στο κορίτσι του εξωφύλλου τού «LIFE» που έρχεται στο Μπρόντγουεϊ ως «χαρά της ζωής» και απέρχεται ως συνειδητοποιημένη ανταγωνίστρια ενός αυταρχικού καθεστώτος, έτοιμη για τη δεύτερη πράξη της ζωής της.