Οι χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδους διαβήτη (ΣΔ) αποτελούν τη μεγάλη μάστιγα, τη σοβαρή και επικίνδυνη συνέπεια της νόσου.

Και αυτό είναι πασιφανές και έκδηλο καθώς από τα διάφορα επιστημονικά δεδομένα προκύπτει η αναμφισβήτητη πρωταγωνιστική συμμετοχή του ΣΔ σε μια σειρά σοβαρές επιπλοκές. Ετσι σήμερα ο ΣΔ θεωρείται το κύριο αίτιο τύφλωσης στους ενηλίκους, το κύριο αίτιο νεφροπάθειας τελικού σταδίου (αιμοκάθαρση), το κύριο αίτιο μη τραυματικών ακρωτηριασμών των κάτω άκρων, το κύριο αίτιο καρδιαγγειακών επιπλοκών (οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο).

Και όμως… ρυθμίζεται

Την ανάπτυξη όμως αυτών των επιπλοκών ευνοεί και ευοδώνει ο αρρύθμιστος διαβήτης. Ο ρυθμισμένος διαβήτης, τα καλά επίπεδα σακχάρου (σάκχαρο νηστείας <120 mg/dl, μεταγευματικό σάκχαρο <160 mg/dl, γλυκοζυλιωμένη Hb <7%) αποτρέπουν την εγκατάσταση των επιπλοκών αυτών. Ετσι η κύρια υποχρέωση του ατόμου με διαβήτη απέναντι στον εαυτό του, για την πρόληψη των χρόνιων επιπλοκών, είναι η ρύθμιση του σακχάρου του, η μετατροπή της υπεργλυκαιμίας του σε ευγλυκαιμία. Για να καταστεί αυτό εφικτό θα πρέπει το άτομο με ΣΔ να κάνει καθημερινά αυτοπαρακολούθηση του σακχάρου του με μετρητές σακχάρου (1-2 φορές ημερησίως – μέτρηση σακχάρου νηστείας και μεταγευματικού, 2 ώρες μετά το φαγητό – εάν είναι διαβητικός τύπου 2 σε δισκία, και 2-6 φορές ημερησίως εάν είναι ινσουλινοθεραπευόμενος διαβητικός τύπου 2 ή διαβητικός τύπου 1) ώστε ο θεράπων ιατρός του να αξιολογήσει το profile του σακχάρου και να δώσει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.

Σήμερα υπάρχουν 10 κατηγορίες αντιδιαβητικών θεραπευτικών αγωγών (έναντι τριών προ 20ετίας!) και η αντιμετώπιση επομένως οποιασδήποτε μορφής υπεργλυκαιμίας καθίσταται περισσότερο στοχευμένη και αποτελεσματική.

Πέραν όμως της ρυθμίσεως του σακχάρου απαιτείται και ρύθμιση και των άλλων παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Αρα θα πρέπει το άτομο με ΣΔ να διακόψει το κάπνισμα, να ρυθμίσει την αρτηριακή πίεση (με στόχο αρτηριακής πίεσης <130/80 mm Hg), να παρακολουθεί (ανά 6μηνο) και να ρυθμίσει τα επίπεδα των λιπιδίων του (κυρίως της «κακής» χοληστερόλης, της LDL, με στόχο LDL <100 mg% και επί ιστορικού καρδιαγγειακής νόσου στόχος LDL <70 mg%). Εχει δειχθεί με σαφήνεια από τις διάφορες μελέτες ότι η πολυπαραγοντική αυτή στόχευση και αντιμετώπιση μειώνει ιδιαίτερα σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων επιπλοκών. Σημαντική αξία όμως έχουν και οι προληπτικές εξετάσεις και παρεμβάσεις για κάθε χρόνια επιπλοκή ξεχωριστά.

 

Η πρόληψη βήμα-βήμα

-Για την πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας απαιτείται εξέταση βυθού (βυθοσκόπηση) κατόπιν μυδρίασης ευθύς με τη διάγνωση του ΣΔ2 και στα άτομα με ΣΔ1 πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση. Εάν κατά την πρώτη βυθοσκόπηση δεν υπάρχουν ευρήματα, η εξέταση επαναλαμβάνεται κάθε 2 έτη. Εάν υπάρξουν ευρήματα ο έλεγχος γίνεται ανά 6μηνο ή και συχνότερα ανάλογα με τη βαρύτητα των βλαβών.

– Για την πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση της διαβητικής νεφροπάθειας απαιτείται έλεγχος για την εμφάνιση λευκωματινουρίας (προσδιορισμός λευκωματίνης στη συλλογή ούρων 24ώρου) από την αρχή της διάγνωσης του ΣΔ2 με επανέλεγχο ανά έτος και 5 έτη μετά τη διάγνωση του ΣΔ1 με επανέλεγχο επίσης ανά έτος μετά την 5ετία. Κατ’ έτος επίσης πρέπει να γίνεται μέτρηση της κρεατινίνης στον ορό και υπολογισμός της σπειραματικής διήθησης (eGFR). Σήμερα υπάρχουν πλέον ειδικές θεραπευτικές παρεμβάσεις για την αποτροπή της εξέλιξης της διαβητικής νεφροπάθειας (με κύρια έκφραση την λευκωματινουρία) σε χρόνια νεφρική νόσο και νεφρική ανεπάρκεια. Ετσι οι συστηματικές αυτές προληπτικές εξετάσεις έχουν αξία και νόημα καθώς μπορούν να συνοδευτούν με αποτελεσματικές, θετικές, ανασταλτικές παρεμβάσεις.

– Για την έγκαιρη διάγνωση της διαβητικής νευροπάθειας και ιδιαίτερα της περιφερικής νευροπάθειας, απαιτείται ετήσιος έλεγχος από τον θεράποντα ιατρό της λειτουργίας των μικρών (αντίληψη θερμοκρασίας, είτε του άλγους) και των μεγάλων νευρικών ινών (αντίληψη της παλλαισθησίας με διαπασών). Και βεβαίως επί υπάρξεως εκδορών (γδαρσίματα) ή εξελκώσεων στα κάτω άκρα προσφυγή στον θεράποντα ιατρό. Η διαβητική νευροπάθεια των κάτω άκρων μπορεί σε αυτές τις περιπτώσεις να εξελιχθεί σε «διαβητικό πόδι» με οδυνηρές ενδεχόμενες συνέπειες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις σήμερα υπάρχουν ειδικές θεραπευτικές δυνατότητες αντιμετώπισης.

-Για την πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου (που οφείλεται σε αθηροσκλήρωση των στεφανιαίων αγγείων και εκδηλώνεται ως ισχαιμία του μυοκαρδίου ή ως έμφραγμα του μυοκαρδίου) εκτός της αντιμετώπισης όλων των παραγόντων κινδύνου που αναφέραμε πριν, απαιτείται κατ’ έτος ηλεκτροκαρδιογραφικός έλεγχος ηρεμίας (ΗΚΓ) και επί ευρημάτων στο ΗΚΓ ή επί κλινικής συμπτωματολογίας συνιστάται περαιτέρω διερεύνηση (δοκιμασία κόπωσης, υπέρηχοι κ.λπ.) με παραπομπή στον καρδιολόγο.

-Για την έγκαιρη διάγνωση τέλος της επιπλοκής της περιφερικής αρτηριακής νόσου των κάτω άκρων (περιφερική αγγειοπάθεια – ΠΑΝ) που ως κύριο σύμπτωμα έχει τη διαλείπουσα χωλότητα (συσφιγκτικό άλγος στις κνήμες που εμφανίζεται με τη βάδιση) απαιτείται μέτρηση του σφυροβραχιόνιου δείκτη (με Doppler υπερήχων) κατ’ έτος μετά τα 50 έτη ή μετά 10 έτη διαρκείας του ΣΔ.

Συνοψίζοντας: Ο επιτυχής και αποτελεσματικός προληπτικός έλεγχος των οδυνηρών χρόνιων επιπλοκών του ΣΔ απαιτεί αυστηρή γλυκαιμική ρύθμιση, πολυπαραγοντική αντιμετώπιση όλων των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και μεθοδική και προγραμματισμένη διεξαγωγή όλων των προληπτικών εξετάσεων που απαιτούνται για την ανίχνευση κάθε χρόνιας επιπλοκής του ΣΔ.

«Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν» η ιπποκράτεια ρήση 2.500 χρόνια πριν. Μία ρήση που έχει εξαιρετική εφαρμογή και αξία στην περίπτωση του ΣΔ και των επιπλοκών του.

Ο κ. Ανδρέας Μελιδώνης είναι παθολόγος-διαβητολόγος, συντονιστής διευθυντής Διαβητολογικού-Καρδιομεταβολικού Κεντρου Metropolitan Hospital.