Αφιέρωμα του  πρωτοπόρου Έλληνα εικαστικού, Takis, ο οποίος έφυγε από την ζωή σε ηλικία 93 ετών αφήνοντας πίσω ως παρακαταθήκη το σπουδαίο έργο του, είχε κάνει το BHMAgazino τον Ιούλιο.

Συγκεκριμένα, ο γλύπτης του μαγνητισμού του φωτός και του ήχου που αποτύπωσε την ομορφιά του ηλεκτρομαγνητικού σύμπαντος έχει την τιμητική του σε μια μεγάλη αναδρομική στην Tate Modern.

Διαβάστε τι είχε γράψει η Μαριλένα Αστραπέλλου για το έργο του πρωτοπόρου Ελληνα εικαστικού Takis στο BHMAgazino στις 14 Ιουλίου 2019.

Ο Takis μαγνητίζει το Λονδίνο

Είναι η Μέκκα των μεγάλων, των blockbuster εκθέσεων και δεν έχει τις καλύτερες των σχέσεων με τη σοβαροφάνεια. Ε, λοιπόν, ο Takis τής ταιριάζει πολύ. Η πόλη του Λονδίνου έχει γεμίσει αφίσες με το όνομα του σπουδαίου έλληνα εικαστικού – με γαλάζιο φόντο, για να παραπέμπουν στην εθνικότητα του καλλιτέχνη – που καλούν το κοινό να έρθει στην Tate Modern για να γνωρίσει αυτόν «τον καινοτόμο δημιουργό με τη μεγάλη φαντασία, τα έργα του οποίου προκαλούν χαρά και ευφρόσυνη διάθεση.

Αυτή είναι μια έκθεση που εκπέμπει χαρά». Αυτό τουλάχιστον διατεινόταν με μεγάλο ενθουσιασμό στη συνέντευξη Τύπου ο Μάικλ Γουέλεν, επιμελητής της Tate Modern και της συγκεκριμένης έκθεσης μαζί με τον συγγραφέα και επιμελητή Γκάι Μπρετ, παλιό γνώριμο του Takis από τις ημέρες του στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’60, o οποίος μάλιστα συμμετείχε στη δημιουργία της γκαλερί Signals στο Λονδίνο, με τίτλο εμπνευσμένο από τα περίφημα σινιάλα του.

Ο Μπρετ είχε επισημάνει εδώ και χρόνια στην διευθύντρια της Tate Modern, Φράνσις Μόρις, ότι η Πινακοθήκη έπρεπε να βάλει στην ατζέντα των εκθέσεων μία αφιερωμένη στο έργο του πρωτοπόρου Takis. Και να που συνέβη «too late», σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του πάντα προβοκάτορα Takis στους «Financial Times», στο πλαίσιο της διεύρυνσης των ιστορικών αφηγήσεων αναφορικά με το έργο καλλιτεχνών οι οποίοι είναι παραγνωρισμένοι μολονότι υπήρξαν καθοριστικοί στη διακίνηση και διάχυση πρωτοποριακών ιδεών, όπως σημειώνει στον κατάλογο (την πρώτη μονογραφία του Takis γραμμένη στην αγγλική γλώσσα έπειτα από τριάντα χρόνια) η Φράνσις Μόρις.

Πάντως, είναι δύσκολο να μη συμμεριστείς τον ενθουσιασμό του Γουέλεν για τη μεγαλύτερη έκθεση του δημιουργού στη Βρετανία με περισσότερα από 80 έργα του παρόντα – από σπουδαία Ιδρύματα, μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και βεβαίως από το Ιδρυμα Takis -, την οποία βοήθησε και ο ίδιος ο δημιουργός να στηθεί, έστω από απόσταση. Ακόμη και για τα πιο μικρά έργα της έκθεσης, όπως το «χαρούμενο» τηλεγλυπτό (Telesculpture, 1960), το οποίο κάθε 30 δευτερόλεπτα αρχίζει να «χορεύει και να τραγουδάει» κινητοποιημένο από τον μαγνητισμό, και συνιστά έναν από τους πρώτους πειραματισμούς του Takis με την ελκτική δύναμη. Ο κατά κόσμον Παναγιώτης Βασιλάκης, αυτός ο παρορμητικός και ατρόμητος καλλιτέχνης που έχει εργαστεί επί 70 χρόνια απαγκιστρωμένος από βαρίδια θεωρητικών εξαρτήσεων, διέθετε ανέκαθεν μια σπάνια αρετή που λείπει από τη σύγχρονη τέχνη της Ελλάδας: την παιχνιδιάρικη διάθεση. Βέβαια, το να αποκαλέσεις την έκθεση του Takis «ωδή στη χαρά» θα ήταν περιοριστικό, αν όχι και λίγο υποτιμητικό για το έργο ενός καλλιτέχνη αυτού του βεληνεκούς. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η στοχοπροσήλωσή του στη διερεύνηση της νέας τεχνολογίας της εποχής του και η συνεχής αναζήτηση και καλλιέργεια της δυναμικής σχέσης της με την τέχνη. Σε αυτό εστιάζει εξάλλου και η έκθεση, γι’ αυτό και η παρουσίαση των έργων δεν γίνεται χρονολογικά αλλά βάσει τριών πολύ χαλαρών θεματικών: «Μαγνητισμός και μέταλλο», «Φως και σκοτάδι», «Ηχος και σιωπή».

Σινιάλα  και γκονγκ

Η έκθεση ξεκινάει με το έργο «Magnetic Fields» (1969), το οποίο δεν έχει εκτεθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Είναι μια γλυπτική εγκατάσταση από εκατό μικρές μαγνητικές κεφαλές τοποθετημένες στην άκρη μεταλλικών «μίσχων» που ενεργοποιούνται από τρεις μεγάλους μαγνήτες και μοιάζουν να θροΐζουν στο άγγιγμα της αόρατης δύναμης που εκπέμπουν. Το φιλοτέχνησε στο Chelsea Hotel της Νέας Υόρκης, όπου διατηρούσε στούντιο την ίδια περίοδο που βρίσκονταν εκεί ο Λέοναρντ Κοέν και η Τζάνις Τζόπλιν, ποιητές όλοι τους, καθένας στο είδος και στην τέχνη του. Είναι μια εντυπωσιακή είσοδος στο σύμπαν ενός αυτοδίδακτου δημιουργού, ο οποίος ξεκίνησε εξερευνώντας την ελληνική γλυπτική παράδοση, όπως μαρτυρούν τα δύο παρακείμενα αρχαιότροπα γλυπτά από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 με τις αναφορές στα κυκλαδικά ειδώλια και τα έργα της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και με τη διαλεκτική του σχέση με τον Τζιακομέτι που συνάντησε το 1954 στο Παρίσι, και έφτασε να επανεφεύρει το ίδιο το αρχαίο μέσο της γλυπτικής χάρη στον μαγνητισμό.

Κάποια έργα του μπορεί να τα έχουμε δει αλλά είναι πάντα εντυπωσιακά, όπως οι «τηλεπίνακες» με την αφαιρετική θεματολογία τους να αιωρείται σε απόσταση από τον καμβά ή τα περίφημα «σινιάλα» του από θραύσματα οβίδων τα οποία εμπεριέχουν τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης. Στην έκθεση, μάλιστα, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ευρώπη και δύο σινιάλα από τη συλλογή Menil.

Επίσης, όπως μας υπενθυμίζει η έκθεση, ο Takis υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης που φιλοξενήθηκε στο ΜΙΤ ως «artist in residency», όπως είπε ο Γουέλεν, και προσπάθησε, με επιτυχία, να εμποτίσει με ποιητικότητα τα νέα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Οπως στο «Black Panel Dials» (1968), ένα έργο με ταμπλό από θάλαμο διακυβέρνησης αεροσκάφους όπου τα φώτα αναβοσβήνουν για να υποδηλώσουν μια κρυμμένη ζωή, η οποία εξακολουθεί να επιμένει και ας έχει καταστεί απαρχαιωμένη από τη σημερινή εποχή.

Παρεμπιπτόντως, πρόκειται για έργο που ανήκει σε ιδιωτική συλλογή και βλέπει και αυτό το (δημόσιο) φως ύστερα από δεκαετίες. Ο Takis υπήρξε επίσης και ο καλλιτέχνης ο οποίος προσπάθησε να κάνει τα έργα τέχνης προσιτά για όλους εκεί στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στο Λονδίνο, δημιουργώντας χιλιάδες σινιάλα, τα οποία πωλούσε προς τρία ή έξι δολάρια έκαστο.

Στην τελευταία αίθουσα της έκθεσης στην Tate Modern το μεγάλο «Gong» (1978) που βρίσκεται συνήθως στο Ιδρυμα  Takis, το οποίο ίδρυσε ο δημιουργός στο Γεροβουνό το 1986, ενεργοποιείται περίπου ανά δέκα λεπτά και ρίχνει τις αποφασιστικές ριπές του δίπλα στις μουσικές σφαίρες που λειτουργούν ως δοξάρια πάνω σε χορδές και παράγουν «αφηρημένη ή γυμνή ή διαστημική μουσική». Είναι έργα ιδιαίτερα υποβλητικά και πάντα θα σου επιβάλλονται με την αδιάσειστη αποφασιστικότητα των χτυπημάτων τους. Θα είχε ενδιαφέρον να τα δει κανείς να «ανασαίνουν» περισσότερο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις αίθουσες στα έγκατα του νέου και σιαμαίου κτιρίου της Tate Modern.

Εκεί όπου παρουσιάζονται αυτή την περίοδο λίγα έργα της Ρεμπέκα Χορν από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, δύο μάλιστα από τα οποία αρκετά συναφή ως προς τις καλλιτεχνικές τους αναζητήσεις με εκείνα του Takis. Θα είχε επίσης ενδιαφέρον να έβλεπε κανείς το κοινό να έρχεται σε επαφή και με τον ανίερο «Αγιο Σεβαστιανό» του, ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην έκθεση. Αν παρευρισκόταν και ο ίδιος στην έκθεση, κάτι που δεν έγινε εξαιτίας της ευαίσθητης υγείας του στα 93 του χρόνια, θα είχε επίσης ενδιαφέρον να προκαλέσει «επεισόδιο», όπως έκανε το 1969 στο MoMA της Νέας Υόρκης, όταν έβγαλε έργο του από έκθεση που είχε συμπεριληφθεί χωρίς την άδειά του, γεγονός που προκάλεσε την αλυσιδωτή αντίδραση της δημιουργίας του Art Workers’ Coalition.

Για όλα όσα πρεσβεύει ο Takis εκ του σύνεγγυς και εκ του μακρόθεν, πρέπει να  γνωρίσει το έργο του (εάν δεν το γνωρίζει ήδη) το διεθνές κοινό του Λονδίνου. Μέχρι τις 27 Οκτωβρίου θα τον «συναντά» στον τρίτο όροφο της Πινακοθήκης, δίπλα από την επίσης «παραγνωρισμένη» Νατάλια Γκοντσάροβα, τη ρωσίδα δημιουργό του μοντερνισμού που διέπρεψε στις αρχές του περασμένου αιώνα ως ενδυματολόγος στα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ.

Μετά το ταξίδι της στο Mουσείο Σύγχρονης Τέχνης MACBA της Βαρκελώνης το ερχόμενο φθινόπωρο, η αναδρομική του Takis θα έρθει στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης τον Μάιο του 2020. Δεν είναι σίγουρο ότι οι δικοί μας νέοι είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με το έργο του, αλλά γι’ αυτό υπάρχουν τα μουσεία, για να εστιάζουν στους πεφωτισμένους δημιουργούς, να καλύπτουν τα «μαθησιακά κενά», και ό,τι ήθελε προκύψει. Για παράδειγμα, όταν το 1971 ο Τζον Λένον είχε ερωτηθεί από το «Rolling Stone» πώς γνώρισε τη Γιόκο Ονο, είχε απαντήσει: «Είχα πάει να δω μια έκθεση του Takis, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι εννοώ…».

Φωτογραφίες: tate.org