Η υπό εξέλιξη συνταγματική αναθεώρηση δεν επεκτείνεται στις διατάξεις περί δικαστικής εξουσίας. Περιορίζεται στη βελτίωση του υπηρεσιακού καθεστώτος των στρατιωτικών δικαστών. Ετσι η επιλογή του προεδρείου των ανώτατων δικαστηρίων (πρόεδρος, αντιπρόεδροι και εισαγγελέας) εξακολουθεί να γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Κατά το απώτερο και ιδίως κατά το πρόσφατο παρελθόν έχουν γίνει προαγωγές στις ανώτατες δικαστικές βαθμίδες με αδικαιολόγητη και ενίοτε κατάφωρη παραβίαση της επετηρίδας. Το γεγονός αυτό διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και δηλητηριάζει τις επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις των μελών τους. Αναζητούνται, λοιπόν, πρόσφορες νομοθετικές λύσεις συμβατές με το Σύνταγμα, που θα αποτρέπουν όμως ατυχείς επιλογές.

Προτείνω δύο νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη δικαστική ανεξαρτησία χωρίς ουσιαστικό περιορισμό της αποφασιστικής αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου. Η πρώτη αφορά τη θέσπιση στη δικαστική ιεραρχία βαθμού προέδρου τμήματος με μείωση των οργανικών θέσεων των αντιπροέδρων. Η δεύτερη προβλέπει γνώμη της ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου πριν από την απόφαση επιλογής.

Μια μικρή ιστορική αναδρομή εξηγεί τον μεγάλο αριθμό αντιπροέδρων στα τρία ανώτατα δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας, Αρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο). Κατά την αρχική συγκρότηση τα δικαστήρια λειτουργούσαν με δύο τμήματα και οι οργανικοί νόμοι προέβλεπαν αντίστοιχες θέσεις αντιπροέδρων. Εκτοτε η αύξηση των θέσεων των αντιπροέδρων παρακολούθησε, κατά κανόνα, την ίδρυση νέων τμημάτων. Σήμερα υπηρετούν δέκα αντιπρόεδροι στον ΑΠ με εννέα τμήματα, δέκα στο ΣτΕ με έξι τμήματα και οκτώ στο ΕλΣυν με επτά τμήματα. Οι αντιπρόεδροι έχουν ως κύρια καθήκοντα τη διεύθυνση των δικαιοδοτικών και διοικητικών εργασιών κάθε τμήματος. Ο πληθωρισμός αντιπροέδρων αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στα άλλα κράτη-μέλη, καθώς και στα τρία ευρωπαϊκά δικαστήρια, προβλέπονται πρόεδροι τμημάτων και μία έως τρεις ή και καθόλου θέσεις αντιπροέδρων. Ο αντιπρόεδρος αναπληρώνει τον πρόεδρο και οι πρόεδροι τμημάτων διευθύνουν τις εργασίες των δικαστικών, πλην της ολομέλειας, σχηματισμών.

Η μερική μετατροπή οργανικών θέσεων αντιπροέδρων σε θέσεις προέδρων τμημάτων είναι η πρώτη πρόταση. Η μετατροπή θα είναι σταδιακή κατά την αποχώρηση των υπηρετούντων αντιπροέδρων. Ο βαθμός του προέδρου τμήματος δεν προβλέπεται στην υπάρχουσα δικαστική ιεραρχία, αλλά μπορεί να παρεμβληθεί νομοθετικά μεταξύ των βαθμών συμβούλου ή αρεοπαγίτη και αντιπροέδρου. Προς τούτο δεν υφίσταται συνταγματικό κώλυμα διότι η αναφορά σε δύο άρθρα του Συντάγματος (90 παρ. 5 και 91 παρ. 2) του βαθμού του αντιπροέδρου δεν αποκλείει την προσθήκη άλλου βαθμολογικού αξιώματος. Συνταγματική δέσμευση υπάρχει μόνο για τον αριθμό των αντιπροέδρων, οι οποίοι πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο για τη συγκρότηση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Η δεύτερη πρόταση συνίσταται στη συμμετοχή της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της επιλογής των προέδρων τμημάτων. Το Υπουργικό Συμβούλιο, που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα της επιλογής, πρέπει να διαφωτίζεται προηγουμένως για την επαγγελματική ικανότητα των υποψηφίων. Το καταλληλότερο και πλέον υπεύθυνο προς τούτο όργανο είναι η διοικητική ολομέλεια, η οποία θα συνέρχεται σε ειδική συνεδρίαση και με μυστική ψηφοφορία των μελών της θα γνωμοδοτεί για τους προακτέους. Η γνωμοδότηση δεν μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να δεσμεύει την κυβέρνηση, θα έχει όμως ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Ο κίνδυνος ομαδοποιήσεων είναι ο αντίλογος που ακούγεται σε κάθε πρόταση παρεμβολής των μελών της ολομέλειας κατά τη διαδικασία προαγωγής σε προεδρικά αξιώματα. Με δεδομένο, όμως, ότι το κύριο έργο, σήμερα των αντιπροέδρων και αύριο των προϊσταμένων τμημάτων, συνίσταται στη διεύθυνση των διασκέψεων, δεν αναμένεται να επικρατήσουν ιδιοτελή κριτήρια. Το υπηρεσιακό, αλλά και το ατομικό, συμφέρον των δικαστών επιτάσσει να προΐσταται των διασκέψεων συνάδελφος με αξιόλογη νομική παιδεία και την ικανότητα να κατευθύνει τη διάσκεψη στα κρίσιμα ζητήματα της υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση η πολιτική εξουσία μπορεί να αποστεί από τη γνωμοδότηση, ιδίως όταν αυτή έχει σχηματιστεί με μοναδικό κριτήριο την απόλυτη αρχαιότητα.

Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ανταποκρίνονται στα καθήκοντα των δύο βαθμών, προσαρμόζουν τη δικαστική οργάνωση της χώρας προς την κρατούσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενισχύουν το αίσθημα δικαστικής ανεξαρτησίας, κατευνάζουν υπέρμετρες φιλοδοξίες και τελικά εξυπηρετούν τον σκοπό της αξιοκρατικής επιλογής των ικανότερων δικαστών για την άσκηση προεδρικών αρμοδιοτήτων. Παραλλήλως, θωρακίζουν την πολιτική εξουσία έναντι οποιασδήποτε κριτικής για την επιλογή προέδρου και αντιπροέδρων, οι οποίοι έτυχαν της αποδοχής των συναδέλφων τους κατά την προγενέστερη προαγωγή στον βαθμό του προέδρου τμήματος.

Η παρούσα χρονική συγκυρία ευνοεί τη νομοθέτηση των προτεινόμενων δύο μεταρρυθμίσεων. Και τούτο διότι έχει καταρτιστεί από νομοπαρασκευαστική επιτροπή νέος οργανισμός των δικαστηρίων και αναμένεται, μετά την τελική επεξεργασία του, να κατατεθεί στη Βουλή. Ακόμη, τον προσεχή Ιούνιο πρόκειται να κενωθούν οκτώ θέσεις αντιπροέδρων στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στον Αρειο Πάγο. Ο νέος στην ηλικία και στην πολιτική υπουργός Δικαιοσύνης καλείται να επιδείξει την απαιτούμενη τόλμη για την υιοθέτηση των δύο προτάσεων. Είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει την καθολική αναγνώριση για ένα βήμα που θα αναβαθμίσει την οργάνωση της ελληνικής Δικαιοσύνης.

Ο κ. Χρίστος Γεραρής είναι επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.