Ηταν καλοκαίρι του 1917. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε μόλις παλινορθωθεί – χάρη στις ξιφολόγχες των Γάλλων, κυρίως δε των αποικιακών σενεγαλέζικων στρατευμάτων – στην πρωθυπουργία του επανενοποιηθέντος ελληνικού κράτους. Και ήταν καταπέλτης όταν καταλόγισε τις ευθύνες «του εκπεσόντος μονάρχου» [του Κωνσταντίνου]. Τις ευθύνες, δε, αυτές τις θεωρούσε τεράστιες όχι μόνο λόγω της γερμανόφιλης εξωτερικής πολιτικής του εστεμμένου στρατάρχη, αλλά και επειδή – θεωρούσε ο ηγέτης των Φιλελευθέρων – η πολιτεία του γυναικάδελφου του Κάιζερ κατά τη διετία 1915-1917 εμπόδιζε πλέον και το δικό του κόμμα να ακολουθήσει στο μέλλον την ίδια υπερκομματική και «πολιτικά ουδετερόθρησκη» ανορθωτική στάση που είχε ασκήσει κατά την 5ετία 1910-1915. Ουσιαστικά, λοιπόν, ο «φιλελεύθερος» – τίτλος τον οποίο του αμφισβήτησε με επιχειρήματα ο άλλοτε συνοδοιπόρος του Κων. Ζαβιτσιάνος – πολιτικός έδινε έτσι το πράσινο φως για μια πολιτική αντεκδικήσεων. Με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η τριετία που ο ελληνογερμανός ιστορικός Γκ. Χέρινγκ αποκάλεσε «Die Diktatur den Liberalen». Και η οποία, όπως (ανα)γνωρίζουν όσοι έχουν στοιχειώδη επαφή με την Ιστορία, υπήρξε η πιο σκληρή – επί της ουσίας – δικτατορία που γνώρισε ποτέ ο τόπος. Τα ψυχολογικά και διχαστικά αποτελέσματα της οποίας προσπάθησε με λύσσα, πλην όμως ατελεσφόρως, ο ίδιος ο Βενιζέλος να εξαλείψει τη διετία 1928-1930. (Προσπάθεια που προσέκρουσε – όχι μόνο στην ανθεκτικότητα των μνημών, αλλά και – στην άλλη προσπάθειά του την ίδια περίοδο, δηλαδή να απαλύνει την ιστορική ελληνοτουρκική εχθρότητα.) Εις τα καθ’ ημάς τώρα. Προ ημερών οι Κωστής Χατζηδάκης και Ευάγ. Βενιζέλος μού έκαναν την τεράστια τιμή (μαζί με τους κορυφαίους συναδέλφους Ευάνθη Χατζηβασιλείου και Ξενοφώντα Κοντιάδη) να παρουσιάσουν το αποτελούμενο από επτά μικρά τομίδια έργο μου «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων». Τη στιγμή, λοιπόν, που ο αντιπρόεδρος της ΝΔ είπε πως δεν θα ήταν εθνικά επωφελές η χώρα να μετατραπεί μετεκλογικά σε ένα ατέρμον και απέραντο δικαστήριο (των πολιτικών αντιπάλων των μελλοντικών κυβερνητών), ο Βενιζέλος – αλλά και ο καθήμενος στην πρώτη σειρά Ανδρέας Λοβέρδος – αντέδρασαν έντονα. Στη συνέχεια ο πρώην αντιπρόεδρος υποστήριξε σε άρθρο του στα «ΝΕΑ» πως εσχάτη προδοσία, κατά το άρθρο 134 του ΠΚ, δεν συνιστά μόνο η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και η αλλοίωση, καταστρατήγηση ή υποβάθμιση θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (που, προφανώς, επιχειρούν σήμερα οι «ρασπουτινοϋποκινούμενοι» Συριζαίοι). Για να καταλήξει, σχεδόν προειδοποιητικά: «Κανείς δεν δικαιούται να παριστάνει τον «σώφρονα», τον «μετριοπαθή», τον «ανώτερο»». Επί της ουσίας, βέβαια, για ανάλογη υποβάθμιση θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος θα μπορούσε, νομίζω, να μιλήσει επίσης καταδεικνύοντας τη δημόσια τηλεόραση – που λειτουργεί σαν τηλεοπτική «Πράβντα» – σε σχέση με την κατάλυση της θεσμοθετημένης πολυφωνίας, που αποτελεί επίσης πυλώνα της δημοκρατίας. Επ’ αυτών λοιπόν… Θεωρώ τον Ευάγ. Βενιζέλο ως ένα από τα κορυφαία μυαλά – αν όχι το κορυφαίο – που ενεπλάκη στη δημόσια ζωή του τόπου σε όλη τη διάρκεια του εθνικού δημόσιου βίου. Σήμερα μακράν του δεύτερου. Πολιτική προσωπικότητα παγκόσμιου, ενδεχομένως, διαμετρήματος. Και ταυτόχρονα πιστεύω πως είναι ο πιο αδικημένος από την ελληνική κοινωνία. Μαζί, δε, με τον άλλον πολιτικό που μακράν ξεχωρίζει από το σημερινό πολιτικό προσωπικό, τον Ανδρέα Λοβέρδο, αποτελούν το πιο άδικα ίσως στοχοποιηθέν δίδυμο από τους κάθε λογής -συγχωνευμένους σήμερα – πολιτικοδικαστικοδιωκτικούς μηχανισμούς του συριζο-παρακράτους. Και – καθ’ έλξιν ενδεχομένως – ακόμη και από μη συριζόφιλους γνωμοδιαμορφωτικούς μηχανισμούς. (Προ ημερών, π.χ., στην αρθρογραφία του στην «Καθημερινή» ο Παντ. Μπουκάλας, αναφερόμενος στην υπόθεση Novartis, με νόημα κατέληγε πως ΚΑΙ ο Ακης Τσοχατζόπουλος διακήρυσσε την αθωότητά του. Πονηρά οδηγώντας τους αναγνώστες του σε έναν συνειρμό βασιζόμενο στον νόμο των εξαρτημένων αντανακλαστικών του Παβλόφ. Οπως ακριβώς ο Γκέμπελς ανέβαζε την εποχή των ηττών το ηθικό των Γερμανών παίζοντας ξανά από το καθεστωτικό ραδιόφωνο το εμβατήριο που συνόδευε την εποχή των θριάμβων τις νίκες των ναζιστικών στρατευμάτων…) Τούτων δοθέντων… Θα ήθελα, ως ταπεινός συνάδελφος, συμμελετητής της πολιτικής ιστορίας και των θεσμών), να παρακαλέσω τους πολιτικούς ογκόλιθους Βενιζέλο και Λοβέρδο να σκεφθούν πως συμφέρει τους ίδιους, τον τόπο και τους δημοκρατικούς θεσμούς να κινηθούν όχι με όρους συγκυρίας, αλλά Ιστορίας. Να αναλογιστούν πού οδηγήθηκε ο τόπος οσάκις αδικημένοι πολιτικοί λειτούργησαν περισσότερο ως αδικημένοι – και η βενιζελική παράταξη αλλά και προσωπικά ο αναθεματισθείς Βενιζέλος αδικημένοι ήταν τη διετία πριν από το 1917 – και λιγότερο ως πολιτικοί. Και να κάνουν στον τόπο το δώρο που θα τους κατατάξει στους μεγάλους της εθνικής μας ιστορίας: τη μεγαθυμία τους… Δεν υπάρχει λόγος να ξαναωθηθεί ο – παραπλανημένος – κόσμος που ακολούθησε τον ΣΥΡΙΖΑ σε αντισυστημική λογική. Και οι διώξεις ακόμη και πολιτικούς νεκρούς ανασταίνουν… Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης