Eν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου και μαργωμένου σώματος. Είναι μια εξέλιξη τόσο πνιγηρή και ιδιάζουσα, τόσο τρομακτική και δυσεξήγητη που, μέσα από αυτό το μη αναστρέψιμο πάγωμα του βιωμένου χρόνου ενός εκάστου εξ ημών, αποστάζει παραλυτική ειρωνεία, εξ ου και οι πασίγνωστες αλλά ολωσδιόλου αντιστικτικές αναφωνήσεις που συνήθως τη συνοδεύουν: «Αλίμονο σ’ εμάς τους ζωντανούς!» και συνάμα, σε συγκαταβατικά συγκρουσιακή φορά: «Αλίμονο σ’ αυτούς που φεύγουν!».

Συχνότατο είναι το φαινόμενο στη δημόσια ζωή, όπως αυτή πλέον αποτυπώνεται με κυνική ενάργεια κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς διαύλους κατά τον σχολιασμό συνήθως της επικαιρότητας (όπου πολλοί ομιλούν ως «από τρίποδος» και εκφράζουν απόψεις επί παντός του επιστητού) να τίθεται κάτω από το μικροσκόπιο όχι τόσο το γεγονός του θανάτου καθ’ αυτό αλλά οι ποικίλες αντιδράσεις των ανθρώπων που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τον τεθνεώτα. Η κοινωνία παρατηρεί και αναλόγως σχολιάζει τους τρόπους, με τους οποίους συγγενείς και φίλοι διαχειρίζονται την άλλοτε αιφνίδια και άλλοτε αναμενόμενη απώλεια των πολυφίλητων οικείων τους· και μάλιστα, όταν αισθανθεί ότι οι εξ έθους επιβαλλόμενοι όροι του πένθους παραβιάζονται ή παραθεωρούνται, τότε εγείρεται οργίλη και πολλάκις εκδικητική, προκειμένου να στηλιτεύσει την αναισθησία τάχα των αναίσχυντων αυτών συγγενών. Εν ολίγοις, κάθε φορά το ερώτημα ανακύπτει ανελέητο και αμετάλλακτο: υπάρχει χρονικό και ηθικό όριο στο πένθος; ‘Η εν τέλει πρόκειται για μια συμβατική συνθήκη, την οποία οι εκάστοτε πενθηφορούντες καλούνται να διαπραγματευτούν με τον στενότερο οικογενειακό τους κύκλο αλλά επίσης και με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο;

Υπάρχουν, ως γνωστόν, πολυάριθμα παραδείγματα στην καθημερινότητά μας, η οποία κατακλύζεται από πλημμυρίδες έντονων και ενίοτε παθιασμένων συζητήσεων για συνανθρώπους μας που απεβίωσαν ιδίως με τρόπο άκρως οδυνηρό και αδόκητο, ενώ οι στενότεροι συγγενείς τους, αψηφώντας την ενδεδειγμένη βραδύτητα, κατέβαλαν προσπάθειες να φτιάξουν εκ νέου τη ζωή τους και να διεκδικήσουν άλλη μια ευκαιρία στην ευτυχία. Θα ήθελα εν προκειμένω να μην αναφερθώ για ευνόητους λόγους σε εύγλωττες περιπτώσεις της επικαιρότητας, αλλά θα προτιμούσα να επικεντρώσω τη συζήτησή μου σε γενικότερα υποδείγματα συναφών συμπεριφορών, εκκινώντας από μια πρόσφατη συγκλονιστική κινηματογραφική πραγμάτευση αυτού του ενδιαφέροντος θέματος και καταλήγοντας σε εξόχως διδακτικά πρότυπα αντλημένα από την ακένωτη παρακαταθήκη της αττικής τραγωδίας. Είναι αλήθεια περίεργο ότι, ενώ ο θάνατος δεν αρέσκεται να διανέμει αμέσως πρωταγωνιστικούς ρόλους, από τον όμιλο των πενθούντων αναδεικνύονται συνήθως κάποιοι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, αφού πλέον τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονται στους εναπομείναντες ζωντανούς, οι οποίοι οφείλουν να αναμετρηθούν με τα ηθικά και κοινωνικά διλήμματα που θέτει αναπόδραστα ο χαμός των δικών τους ανθρώπων.

Στην πολυβραβευμένη αμερικανική κινηματογραφική ταινία «Manchester by the Sea», ίσως ένα από τα πιο βαθυστόχαστα έργα που έχει παραγάγει έως τώρα η έβδομη τέχνη αναφορικά με την τήρηση του νενομισμένου πένθους και τα περίπλοκα ζητήματα περί πάθους και λύτρωσης που αναφύονται κατά την αποφράδα ημέρα του θανάτου, ο κεντρικός ήρωας συντρίβεται ψυχικά από την αφόρητη ενοχή ότι έγινε εξ αμελείας του η αιτία να αποτεφρωθεί το σπίτι του μέσα στη νύχτα και να χάσουν τη ζωή τους στην πυρκαγιά τα τρία πολυαγαπημένα παιδιά του. Συνταράσσει το γεγονός ότι ο βαρυπενθής πατέρας παρουσιάζεται ως ο μόνος από τους υπόλοιπους χαρακτήρες, ο οποίος αδυνατεί στο βάθος του χρόνου να υπερβεί τον θάνατο αυτών των τριών δύσμοιρων πλασμάτων, ενώ ακόμη και η μητέρα τους όχι μόνο έχει κατορθώσει να κατασιγάσει την οδύνη της αλλά και να βρει το κουράγιο να αποκτήσει άλλο παιδί με τον νέο της σύζυγο. Ο ψυχικός συγκλονισμός που έχει υποστεί ο ήρωας της ταινίας είναι τέτοιος, που οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή αντί να μειώνει τη δριμύτητα του πόνου του, αντίθετα την παροξύνει σε σημείο συναισθηματικής παράλυσης και νευρικού καταταραγμού.

Η μοναξιά αυτού του απαρηγόρητου πατέρα που, όπως χαρακτηριστικά καταδεικνύεται, δεν μπορεί να αποδιώξει τις ζοφερές σκέψεις ενοχής και ακολούθως να μειώσει ή να κατανικήσει την άφατη οδύνη του, προκαλεί τωόντι τον αμέριστο θαυμασμό μας και την ειλικρινή συμπάθειά μας. Πρόδηλο είναι ότι η επιλογή της θυσίας που υποκρύπτεται πίσω από τα λόγια και τις πράξεις του, αυτή ακριβώς η ιδέα ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να σταλάξει βάλσαμο παραμυθίας στην ψυχή ενός χαροκαμένου, δονεί δικαίως τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς μας. Παρομοίως, σε πλείστα αριστουργήματα της αττικής τραγωδιογραφίας, όπως λόγου χάριν στον σοφόκλειο «Οιδίποδα Τύραννο» (σε εκπληκτική ομοζυγία με τον συγκεφαλαιωτικό «Οιδίποδα επί Κολωνώ») και στα ευριπίδεια δράματα «Αλκηστη» και «Ηρακλής», ο θάνατος πεφιλημένων οικείων, είτε ως αποτέλεσμα ενός ανεξήγητου φονικού ξεσπάσματος είτε ως απόρροια ανεξέλεγκτων εξωγενών παραγόντων, περιάγει τους ζωντανούς στην τέλεια απόγνωση, καθώς διαπιστώνουν ότι ο ενταφιασμός των νεκρών σηματοδοτεί με τη σειρά του τον ενταφιασμό όλων των ελπίδων τους. Ωστόσο μέσα σε αυτό το απέραντο πέλαγος έσχατης απελπισίας και αβάσταχτου άλγους, ο Οιδίπους δεν καταβυθίζεται στην αυτοκτονία, και μάλιστα αργότερα κατά την άφιξή του στον φιλόξενο αττικό Κολωνό διακηρύσσει με ευτολμία την αθωότητά του. Κατ’ ανάλογον τρόπο ο απαραμύθητος Αδραστος στέκεται να ακούσει τα παρηγορητικά λόγια του Χορού των γερόντων, οι οποίοι συμβουλεύουν αυτοσυγκράτηση στα αυτοκαταστροφικά του διαβήματα· αλλά και ο περίλυπος Ηρακλής αποφασίζει να υπομείνει ηρωικά την παράλογη απώλεια της συζύγου του και των παιδιών του, αντλώντας δύναμη από τις συνετές παραινέσεις του πιστού φίλου του Θησέα, προκειμένου να επουλώσει, στο μέτρο του δυνατού, τις χαίνουσες πληγές του.

Είναι αναντίρρητο ότι το υπερβατικό γεγονός του θανάτου καταλύει ενίοτε όλα τα ανθρώπινα όρια και υποβάλλει συνήθως σε απερίγραπτα δεινά τους ζωντανούς. Και έτσι κορυφώνεται το δράμα όντως που έπεται συχνά στην κατά τινα τρόπον «σύγκρουση» μεταξύ της κοινωνίας, που απαιτεί αξιωματικά από τους μελανείμονες συγγενείς να βιώσουν την εξουθενωτική θυσία του πένθους, και στην ακατάλυτη θέληση του ατόμου να απολαύσει την εναπομείνασα ζωή του παρά τις όποιες αντιξοότητες και δυσμενείς συγκυρίες. Σεβαστή η θέση και των δύο πλευρών. Πράγματι, πότε υπερτερεί η μία και πότε υπερτερεί η άλλη αναλόγως προς τις ειδικότερες εκάστοτε περιπτώσεις. Θα λέγαμε κατά το σεφερικό εκείνο: Δικαιοσύνη.

Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.