Το πρώτο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε για τις τοπικές εκλογές που έγιναν στην Τουρκία στις 31 Μαρτίου, είναι ότι είναι οι πρώτες που εντάσσονται σε ένα θεσμικό πλαίσιο που περιορίζει τη δυνατότητά τους να είναι δείκτες των συνολικών πολιτικών εξελίξεων.

Αυτό προκύπτει από την τελευταία αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος, όπως αυτή εγκρίθηκε στο δημοψήφισμα του 2017, στην επαύριον του πραξικοπήματος του 2016. Όπως είχε υπογραμμιστεί πολλές φορές τότε, η βασική τομή του δημοψηφίσματος ήταν ότι αναβάθμισε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας, διαμορφώνοντας ουσιαστικά ένα προεδροκεντρικό σύστημα, εξ ου και η συχνή χρήση του παραλληλισμού με «σουλτάνο».

Αυτό σημαίνει ότι το κλειδί πια παύει να είναι η διαμόρφωση των κατάλληλων κοινοβουλευτικών συσχετισμών και γίνεται πολύ περισσότερο η δυνατότητα ενός συνασπισμού δυνάμεων να μπορεί να υποστηρίξει μια ηγετική προσωπικότητα που θα μπορούσε να κερδίσει την προεδρία.

Πληγωμένη «πρωτιά» για το AKP

Η παραπάνω διαπίστωση σε κανένα βαθμό δεν μειώνει την πολιτική βαρύτητα των δημοτικών εκλογών ως ένδειξη συνολικότερων τάσεων μέσα στην τουρκική κοινωνία.

Το κυβερνών AKP κόμμα υποστηρίζει ότι πέτυχε τους στόχους αφού κατάφερε σε επίπεδο κομματικών ψήφων να φτάσει το 44,32%, ενώ εάν προσθέσουμε και το 7,31% του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης MHP), τότε ο τωρινός κυβερνητικός συνασπισμός διατηρεί μια καθαρή πρώτη θέση με 51,63%.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), είχε μια σημαντική άνοδο, αφού φτάνει το 30,1% ενώ μαζί με το 7,45% του «Καλού Κόμματος» (Iyi Parti) της Μεράλ Ακσενέρ, ο συνασπισμός του φτάνει το 37,55%.

Οι υποστηρικτές του AKP στον τουρκικό Τύπο υποστηρίζουν ότι παραμένει το κυρίαρχο κόμμα και ότι μάλιστα πήρε παραπάνω από το 43,16% που είχε πάρει στις εκλογές του 2014 (αν και τότε ήταν μία από τις πιο δύσκολες μάχες του μετά από τις συγκρούσεις γύρω από το Πάρκο Γκεζί στη Νέα Υόρκη.

Όμως, ανεξαρτήτως των γενικών ποσοστών, η απώλεια της Άγκυρας και όπως όλα δείχνουν της Κωνσταντινούπολης, που προστέθηκαν σε παραδοσιακά προπύργια της αντιπολίτευσης όπως η Σμύρνη, ήρθε να προσδώσει έναν σχετικά αρνητικό συμβολισμό στο τελικό αποτέλεσμα.

Ειδικά, η Κωνσταντινούπολή αποκτά ξεχωριστή σημασία όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα από την εκλογή του στη δημαρχία της μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας, αλλά και γιατί η μεγαλούπολη των 15 εκατομμυρίων παραμένει ο μεγαλύτερος οικονομικός και επιχειρηματικός κόμβος, παράγοντας 31% του ΑΕΠ της Τουρκίας. Η απώλεια μιας τέτοιας πόλης αποτελεί επομένως σημάδι συνολικότερης υποχώρησης.

Αντίστοιχα, ο Ερντογάν υπέστη πλήγμα και από την αντοχή του φιλοκουρδικού HDP που κατάφερε να αντέξει το μεγάλο κλίμα τρομοκρατίας στις κουρδικές περιοχές και να έχει ένα σημαντικό ποσοστό και να κερδίσει δήμους εκεί, την ώρα που με την τακτική του να υποστηρίξει αυτοτελείς υποψηφιότητες σε άλλες περιοχές κατάφερε να συμβάλει στο όλο θετικό αποτέλεσμα της αντιπολίτευσης.

Οι επιπτώσεις από την οικονομία

Στις εκλογές αυτές ο Ερντογάν έδωσε μεγάλο βάρος σε μια ρητορική προβολής μιας ισχυρής Τουρκίας με έντονους εθνικιστικούς τόνου, ενώ η αντιπολίτευση επέμεινε ιδιαίτερα στο να αναδεικνύει τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας. Ο εθνικιστικός τόνος, απαραίτητος εκτός των άλλων και για να σφυρηλατηθεί η συμμαχία με το MHP, εκτός όλων των άλλων σήμανε και την οριστική εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας για λύση στο Κουρδικό με όρους συνεννόησης και δικαιωμάτων.

Τα αποτελέσματα των εκλογών δείχνουν ότι η κατάσταση της οικονομίας, με τον πληθωρισμό να παραμένει κοντά στο 20% και την ανεργία να έχει ανέβει στο 13,5%, με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά στη νεολαία, μέτρησε στη συνείδηση των ψηφοφόρων, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μέρος της απήχησης του AKP από τη δεκαετία του 2000 είναι ακριβώς ότι κατάφερε να φέρει μια δυναμική ανάπτυξης όπως και μια βελτίωση του βιοτικού (και καταναλωτικού) επιπέδου.

Και τα πράγματα δεν δείχνουν ιδιαίτερα αισιόδοξα, καθώς η τρέχουσα οικονομική κρίση στην Τουρκία προκύπτει στο συνδυασμό ανάμεσα σε δύο συνολικότερες τάσεις. Από τη μια, την τάση απόσυρσης επενδυτών από ορισμένες περιφερειακές αγορές προς πιο ασφαλή καταφύγια στις κεντρικές οικονομίας, εν μέσω της ανασφάλειας από τις απειλές παγκόσμιου εμπορικού πολέμου και τις γενικότερες ανακατατάξεις στην παγκόσμια οικονομία. Από την άλλη, τα όρια του ίδιου του τουρκικού αναπτυξιακού μοντέλου με τα χαρακτηριστικά φούσκας και υπερβολικής στήριξης στο ιδιωτικό χρέος.

Τα δύσκολα έρχονται τώρα

Τυπικά, η Τουρκία δεν έχει άλλες εκλογές μέχρι το 2023 και οι χτεσινές εκλογές ολοκληρώνουν έναν εκλογικό κύκλο που περιλάμβανε τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2015, το δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα το 2017, μετά το δημοψήφισμα του 2016, και τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2018. Όμως, αυτό δεν ακυρώνει και τις μεγάλες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν το επόμενο διάστημα.

Η πρώτη αφορά την ίδια την οικονομία. Εδώ ο Ερντογάν καλείται να λύσει μια δύσκολη εξίσωση. Από τη μια, δεν μπορεί να καταφύγει στη λύση του ΔΝΤ, γιατί θα ήταν ως να αναιρεί την ιστορία του ο Ερντογάν, εφόσον ένα από τα πρώτα πολιτικά του επιτεύγματα ήταν ότι πέτυχε τη γρήγορα έξοδο της Τουρκίας από τα προγράμματα του ΔΝΤ. Από την άλλη, χωρίς μια περιοριστική πολιτική, που ουσιαστικά θα θυμίζει ακριβώς τα προγράμματα του ΔΝΤ, δεν μπορούν να αντιστραφούν οι σημερινές τάσεις και κυρίως να ανακάμψει η τουρκική λίρα και να ανακοπεί το σημερινό πληθωριστικό σπιράλ.

Η δεύτερη πρόκληση αφορά την εξωτερική πολιτική και την εμπλοκή στη συριακή κρίση. Εδώ η πρόκληση είναι διπλή. Από τη μια η Τουρκία καλείται να ορίσει μια νέα ισορροπία με τις ΗΠΑ, καθώς είναι σαφές ότι ανεξαρτήτως ρητορικής ο Ερντογάν δεν επιδιώκει μια πλήρη ρήξη, χωρίς αυτό να είναι εύκολο. Για παράδειγμα είναι πολύ δύσκολο για την τουρκική κυβέρνηση να κάνει πίσω από την αγορά των ρωσικών συστοιχιών S-400, παρότι είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ δείχνουν διατεθειμένους να ακυρώσουν το σχέδιο για τα F-35 όσο η Τουρκία επιμένει στην προμήθεια του ρωσικού οπλικού συστήματος.

Από την άλλη, η Τουρκία έχει μπροστά της την προοπτική στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, για να μπορέσει να ανασχέσει τους Κούρδους της Συρίας, με όλες τις δυσκολίες που αυτό έχει, την ώρα που ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει πώς θα διαχειριστεί την κατάσταση στην Ιντλίμπ, ενώ διαρκής είναι η υπενθύμιση από Ρωσία και Ιράν για την ανάγκη σεβασμού και διατήρησης της ακεραιότητας της Συρίας.

Η τρίτη πρόκληση αφορά την ίδια την προοπτική της πολιτικής συγκρότησης της Τουρκίας. Παρότι ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία μετά το πραξικόπημα για να εμπεδώσει ένα αυταρχικό κλίμα, τόσο απέναντι στην αντιπολίτευση όσο και απέναντι στο κουρδικό στοιχείο, είναι σαφές ότι η διατήρηση ενός τέτοιου «καθεστώτος ανάγκης» και αντιδράσεις προκαλεί και δεν ανακόπτει ένα αίτημα μεγαλύτερου εκδημοκρατισμού που με κάθε ευκαιρία βγαίνει στο προσκήνιο, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών εκλογών.