Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση αφορά στην πραγματικότητα τη συγχώνευση του φυσικού κόσμου με τον κυβερνοκόσμο και οι ορίζοντες που διανοίγονται είναι απεριόριστοι, σημείωσε ο consultant editor του The Economist και πρόεδρος του συνεδρίου «Taking cybersphere to the next level» John Andrews, τονίζοντας ότι η διαδικασία ενέχει θετική προοπτική αλλά και ρίσκο.

«Δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά ξέρουμε σίγουρα ότι θα είναι συναρπαστικό», συμπλήρωσε, ανοίγοντας τις εργασίες του συνεδρίου.

Από την πλευρά της η Mariya Gabriel, Επίτροπος ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε μαγνητοσκοπημένο μήνυμα της ανέφερε ότι η ΕΕ προβαίνει σε κρίσιμα βήματα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ενιαία ψηφιακή αγορά.

Η ίδια υπογράμμισε ότι η κυβερνοασφάλεια αποτελεί τομέα υψηλής προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα αντιμετωπιστεί ως τέτοιος στην επόμενη περίοδο του κοινοτικού προϋπολογισμού, με στόχο την ενίσχυση των αντίστοιχων επενδύσεων, στο πλαίσιο της προσπάθειας για προϊόντα και υπηρεσίες υψηλού βαθμού ασφάλειας.

«Θα πρέπει να διερωτηθούμε πού στεκόμαστε και τι ακολουθεί», ανέφερε χαρακτηριστικά η Επίτροπος, αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο η εξέλιξη της τεχνολογίας επιδρά σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας και της οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ανέδειξε ως μέλημα να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στη λειτουργία της ψηφιακής αγοράς.

Ο Λέανδρος Μαγλαράς, διευθυντής της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας της Ελλάδας του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, επισήμανε ότι η χώρα μας προσεγγίζει την κυβερνοασφάλεια ως τομέα υψηλής προτεραιότητας.

Όσο καλύτερα θα πηγαίνει η οικονομία, τόσο καλύτερο θα είναι το αποτέλεσμα, σημείωσε ο Λέανδρος Μαγλαράς, αναφερόμενος στον ρόλο της αρμόδιας αρχής ως συντονιστή των πολιτικών κυβερνοασφάλειας και συνδετικού κρίκου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Αναφέρθηκε επίσης στη συνδρομή παραγόντων της βιομηχανίας και του ακαδημαϊκού χώρου στο έργο της.

Έκκληση στην κυβέρνηση να σταματήσει τις καθυστερήσεις εναρμόνισης ευρωπαϊκών νομοθετικών πράξεων στο εθνικό μας δίκαιο, γεγονός που ενδέχεται να μας οδηγήσει σε περαιτέρω περιθωριοποίηση και πιθανούς κινδύνους που προκύπτουν στον κυβερνοχώρο, απηύθυνε μέσω του συνεδρίου του Economist η τομεάρχης ψηφιακής πολιτικής, τηλεπικοινωνιών και ενημέρωσης της Νέας Δημοκρατίας ‘Αννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, ασκώντας κριτική για προχειρότητα με την οποία διαμορφώθηκε η Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας.

Η κυρία Ασημακοπούλου επεσήμανε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 28η θέση στο σύνολο των 100 χωρών του Δείκτη Κυβερνοασφάλειας για το 2018, και στην 20η θέση στο σύνολο των 28 κρατών – μελών της ΕΕ.

Η Ελλάδα «συλλέγει τη χαμηλότερη βαθμολογία σε υποκατηγορίες της αξιολόγησης όπως η στρατηγική της ικανότητα να αντιμετωπίζει απειλές, η διαδικασία αποτελεσματικής άμυνας σε κρίσεις και η ψηφιακή ασφάλεια των κρίσιμων εθνικών υποδομών», υπογράμμισε η κυρία Ασημακοπούλου, μιλώντας για την ανάγκη της χώρας να επενδύσει δραστικά σε τομείς όπως η δημιουργία προτύπων κυβερνοασφάλειας για οργανισμούς και επαγγελματίες, τασσόμενη υπέρ της υποστήριξης συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για πιλοτικές τεχνολογίες.

Η κυρία Ασημακοπούλου μεταξύ άλλων επισήμανε ότι η πρωτοβουλία του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής να δημιουργήσει μια επιτροπή για την αποτροπή fake news στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο, αφορά έναν μηχανισμό πλήρως ελεγχόμενο από την κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησε τη συμμετοχή των κομμάτων.

Τους κινδύνους που επιφυλάσσει για τον κόσμο σήμερα η δραστηριοποίηση χάκερς, οι οποίοι «κλέβουν πληροφορίες για να βγάζουν χρήματα», επεσήμανε από το βήμα του συνεδρίου του Economist ο γερουσιαστής της πολιτείας του Ροντ ‘Αϊλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών Λεωνίδας Ραπτάκης.

Στο πλαίσιο αυτό, μίλησε για την ανάγκη οι νέοι της εκάστοτε χώρας να αναμιχθούν ενεργά στις πολιτικές αντιμετώπισης κυβερνοεπιθέσεων, «ως στρατιώτες που θα πολεμήσουν για το μέλλον».

Σημείωσε μάλιστα ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός κενών θέσεων εργασίας προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς οργανισμοί ανά τον κόσμο αναζητούν ανθρώπινο δυναμικό που θα ενεργοποιηθεί σε έναν «όλο και πιο σημαντικό» τομέα, την κυβερνοασφάλεια.

«Μην περιμένετε», τόνισε χαρακτηριστικά από το βήμα του συνεδρίου ο πρώην επικεφαλής του Civilian Division, Israel National Cyber Bureau- prime minister’s office Ram Efrati, επισημαίνοντας ότι οι κυβερνήσεις συνήθως δεν επενδύουν εγκαίρως σε νευραλγικούς τομείς, αλλά αντιθέτως αναλαμβάνουν δράση μόνο αφού έρθουν αντιμέτωπες με μια καταλυτική έξαρση ενός προβλήματος.

«Κι έτσι καταλήγουν να δαπανούν πολύ περισσότερα χρήματα». Ο κ. Efrati στάθηκε στο γεγονός ότι οι ταλαντούχοι Έλληνες εγκαταλείπουν τη χώρα, προτρέποντας τις ελληνικές αρχές να «τρέξουν» τη δημιουργία και λειτουργία ενός οικοσυστήματος καινοτόμων κυβερνοκέντρων, τα οποία θα διασφαλίσουν ότι οι άνθρωποι αυτοί θα μένουν και θα πληρώνουν φόρους στην Ελλάδα αντί σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης.

Ο ίδιος διεμήνυσε ότι η Ελλάδα μπορεί να υπολογίζει το Ισραήλ ως αξιόπιστο εταίρο που είναι σε θέση να προσφέρει τεχνογνωσία, τονίζοντας ότι στη χώρα του περισσότερες από 150 επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και τα παιδιά λαμβάνουν βασικές τεχνολογικές γνώσεις από την ηλικία των 10 ετών.

Μαζί με τις υπαρκτές απειλές υπάρχουν και οι δράσεις τις οποίες μπορούμε και πρέπει να αναλαμβάνουμε, υπογράμμισε από το βήμα του συνεδρίου του Economist o νομικός σύμβουλος του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) Aidan Ryan, σημειώνοντας ότι το φαινόμενο των κυβερνοεπιθέσεων αρχικά υποτιμήθηκε.

Περιγράφοντας τη σημερινή πραγματικότητα, κ. Ryan μίλησε για τεχνολογικές συσκευές ως δυνητικά επικίνδυνα όπλα, τα οποία είναι σε θέση να επιφέρουν ζημιές σε ψηφιακές υποδομές. Μεταξύ άλλων, χαρακτήρισε μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία το GDPR, το οποίο προβλέπει «συνέπειες για όποιον δεν συμμορφώνεται».

Η υφιστάμενη αρχή για τα ζητήματα κυβερνοασφάλειας θα πρέπει να έχει και εκτελεστικές δυνατότητες, με τη συνδρομή πόρων από τον ιδιωτικό τομέα και τον ακαδημαϊκό χώρο, παρατήρησε κατά την εισήγησή του στο συνέδριο ο διευθυντής ερευνών της διαΝΕΟσις Κυριάκος Πιερρακάκης, υπενθυμίζοντας την πρόταση του οργανισμού για ένα εθνικό σχέδιο τεχνολογίας.

Ο ίδιος επέστησε την προσοχή στον κίνδυνο κακόβουλων επιρροών ενόψει των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα, χαρακτηρίζοντας «κλειδί» την ενίσχυση της επίγνωσης γύρω από τον κίνδυνο.

«Ένας οργανισμός συχνά προσεγγίζει την κυβερνοασφάλεια ως τεχνολογικό ζήτημα το οποίο θα πρέπει να χειρίζεται κάποιος ειδικός της τεχνολογίας. Υποθέτει ότι επενδύοντας στο cyber και αγοράζοντας περισσότερα προϊόντα ασφάλειας θα μπορεί να διαχειριστεί ένα περιστατικό όταν συμβεί. Όμως κάνει λάθος», ανέφερε χαρακτηριστικά από το βήμα του συνεδρίου ο εταίρος της δικηγορικής εταιρείας Herzog Fox & Neeman Nimrod Kozlovski.

Ο ίδιος παρατήρησε ότι τα συστήματα των οργανισμών έχουν σχεδιαστεί να μπλοκάρουν και όχι να ερευνούν ένα περιστατικό. «Το αν ένα ρήγμα ασφάλειας αποτελεί περιστατικό για έναν οργανισμό δεν είναι τεχνολογική απόφαση αλλά απόφαση μάνατζμεντ, απόφαση νομική και θέμα ρίσκου», συμπλήρωσε ο κ. Kozlovski.

Ο άνθρωπος έχει σήμερα 14 τεχνολογίες που χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του, υπογράμμισε κατά την εισήγησή του στο συνέδριο του Economist ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕ και αναπληρωτής πρόεδρος του WITSA Γιάννης Σύρρος περιγράφοντας τις τάσεις στην παγκόσμια τεχνολογική βιομηχανία.

Ο ίδιος παρέθεσε εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες το 70% των επιχειρήσεων δοκιμάζει το smartphone ως τη μοναδική συσκευή υποστήριξης πληροφορικής και τουλάχιστον το 20% θα υιοθετήσει τη συγκεκριμένη πρακτική έως το 2022.