Σύμφωνα με ένα ευφυολόγημα των οικονομολόγων, σπουδαίοι οικονομολόγοι είναι αυτοί που όλοι τούς αναφέρουν αλλά κανείς δεν τους διαβάζει. Πράγματι, σήμερα όλοι αναφέρουν τον Ανταμ Σμιθ, τον Ρικάρντο, τον Κέινς κ.ά., αλλά κανείς δεν τους διαβάζει παρά μόνον εκείνοι που ειδικεύονται στην Ιστορία των Οικονομικών Θεωριών. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του Καρόλου Μαρξ, τον οποίο όλοι αναφέρουν και πολλοί διαβάζουν, παρά την πάροδο περίπου 140 ετών από τον θάνατό του. Στη χώρα μας όλοι έχουν ακούσει το όνομα Καρλ Μαρξ, σχεδόν όλοι τον αναγνωρίζουν στις φωτογραφίες και πολλοί έχουν κάποια ιδέα για το τι σημαίνει ταξικός αγώνας, τι είναι η υπεραξία και τι η εκμετάλλευση του εργάτη από το κεφάλαιο. Ομως ελάχιστοι γνωρίζουν τις τρομερές δυσκολίες μέσα στις οποίες έζησε και τις οποίες αντιμετώπισε με σθένος και περηφάνια αυτός ο μεγαλοφυής άνθρωπος. Σκοπός αυτού του άρθρου, τώρα που έκλεισαν 200 χρόνια από τη γέννησή του, είναι να καταστήσει γνωστή στο ευρύ κοινό αυτή την πλευρά της ζωής του Καρόλου Μαρξ: τις διώξεις, τις απελάσεις, τη φτώχεια, τους θανάτους των αγαπημένων του, τις αρρώστιες.

Ο Μαρξ γεννήθηκε στην πόλη Τρίερ της Ρηνανίας, κοντά στα σύνορα με το Λουξεμβούργο. Σε ηλικία 18 ετών φεύγει για σπουδές στο Βερολίνο, αλλά τη διδακτορική του διατριβή, με θέμα τη Φιλοσοφία της Φύσης στον Δημόκριτο και στον Επίκουρο, καταθέτει στο Πανεπιστήμιο της Ιένας το 1841. Ο Μαρξ λάτρευε τους αρχαίους, και κυρίως τον Αισχύλο και τον Αριστοτέλη. Το 1842 γράφει άρθρα στην «Η Εφημερίδα της Ρηνανίας», την οποία η κυβέρνηση έκλεισε. Το επόμενο χρόνο παντρεύεται την Τζένη φον Βέστφαλεν, ύστερα από αρραβώνα επτά ετών, και φεύγουν μαζί για το Παρίσι. Ηταν και οι δύο από εύπορες οικογένειες, αλλά αυτό που με πείσμα τούς ακολουθεί στη συνέχεια είναι η φτώχεια. Στο Παρίσι εκδίδει μαζί με τον Αρνολντ Ρουγκ τα «Γαλλο-Γερμανικά Χρονικά» που αποτέλεσε οικονομική αποτυχία και η κυκλοφορία της απαγορεύθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση. Η τύχη χαμογέλασε στον Μαρξ μόνο μία φορά όταν το 1844 γνώρισε στο Παρίσι τον Ενγκελς, πιστό φίλο και συνεργάτη μια ζωή. Τον Φεβρουάριο του 1845 απελάθηκε μαζί με άλλους και πήγε στις Βρυξέλλες. Το 1848, έτος των επαναστάσεων στη Γαλλία και αλλού, αφού το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» είχε μόλις εκδοθεί, ο Μαρξ κατηγορείται ότι χρηματοδότησε αγορά όπλων για επαναστατική δράση, συλλαμβάνεται μαζί με την Τζένη, φυλακίζεται και διώκεται από το Βέλγιο. Πηγαίνει στο Παρίσι και στην Κολονία όπου εκδίδει τη «Νέα Εφημερίδα της Ρηνανίας», διώκεται από τη γερμανική κυβέρνηση και επιστρέφει στο Παρίσι τον Μάιο του 1849. Οι τοπικές αρχές τον θεωρούν πολιτική απειλή και απελαύνεται εκ νέου. Ανεπιθύμητος σε Γερμανία, Γαλλία και Βέλγιο καταφεύγει στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1849. Ο Μαρξ είναι 31 ετών, με γυναίκα έγκυο και τρία παιδιά, χωρίς ένα σελίνι στην τσέπη του.

Στο Λονδίνο ζει σε απερίγραπτη φτώχεια, έξι άτομα σε δύο δωμάτια. Εγραφε άρθρα για την εφημερίδα «New York Daily Tribune», αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό μεροκάματο. Στο Λονδίνο η Τζένη γεννά τρία ακόμη παιδιά και χάνει το έβδομο στη γέννα. Μαζί με τη μεγάλη φτώχεια έρχονται οι απογοητεύσεις, οι αρρώστιες και οι θάνατοι. Η μεγάλη κόρη Τζένη παντρεύεται τον Λονγκέ, έναν οπαδό του Προυντόν, και η μικρότερη Λάουρα παντρεύεται τον Λαφάργκ, έναν οπαδό του Μπακούνιν. Ο Προυντόν και ο Μπακούνιν ήταν αντίπαλοι του Μαρξ και μάλλον γι’ αυτό είπε για τους γαμπρούς του: «Να τους πάρει ο διάβολος». Από τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά τα δύο πέθαναν σε βρεφική ηλικία και ο αγαπημένος του γιος, Εντγκαρ, σε ηλικία εννέα ετών. Τα προβλήματα υγείας του Μαρξ είχαν αρχίσει από το 1849 με πρήξιμο του συκωτιού και αργότερα με φλεγμονώδη εξανθήματα που τον ταλαιπωρούσαν φρικτά. Το 1877 παθαίνει ελαφρό νευρικό κλονισμό και στη συνέχεια υποφέρει από αϋπνία. Το 1881 η γυναίκα του πεθαίνει από καρκίνο και έναν χρόνο μετά πεθαίνει και η κόρη του Τζένη. Ο Μαρξ δεν αντέχει τον πόνο. Είναι ανίκανος για δουλειά και μπόρεσε να ζήσει για λίγο ακόμη χρόνο. Πέθανε από βρογχίτιδα τον Μάρτιο του 1883.

Στον τάφο του τον συνόδευαν δέκα ή έντεκα συγγενείς και φίλοι, και ο Ενγκελς τον αποχαιρέτησε λέγοντας: «Στις 14 του Μάρτη, στις τρεις παρά τέταρτο το απόγευμα, ο μεγαλύτερος εν ζωή διανοητής έπαψε να σκέφτεται».

Παρά την ταραχώδη ζωή του, αυτός ο μεγάλος στοχαστής κατάφερε να αφήσει ένα τεράστιο επιστημονικό έργο που ήταν και παραμένει ανεκτίμητη πνευματική κληρονομιά για τις επόμενες γενεές. Αλλά και πάλι η τύχη δεν τον ευνόησε. Οι θεωρίες του και το όνομά του, ακόμη και οι φωτογραφίες του, παρερμηνεύτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από στυγνούς δικτάτορες τους οποίους ο Μαρξ θα περιφρονούσε επιδεικτικά.

Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.