Υπάρχουν εικόνες στη ζωή σου που μπορεί για κάποιον ακαθόριστο λόγο να σε ακολουθούν. Εχουν τον τρόπο να σου φυτέψουν κάτι σποράκια που όταν καρπίσουν θα σε έχουν πάει εκεί που θέλεις χωρίς να το καταλάβεις. Η Λίνα Νικολακοπούλου τα πρώτα χρόνια της ζωής τα πέρασε στα Μέθανα. Και από εκεί έχει κρατήσει δύο εικόνες ισχυρές για εκείνη, καθοριστικές θα έλεγα για το έργο της. Διηγείται η ίδια: «Θα ήμουν στην Τρίτη Δημοτικού όταν δίπλα στο πατρικό μου γκρέμιζαν οι εργάτες ένα σπίτι. Και ξαφνικά βρήκαν – όπως μάθαμε στη συνέχεια – προπολεμικά χρήματα, τα οποία τα πετούσαν στον αέρα με μια απίστευτη χαρά και ηδονή. Γελούσαν και ούρλιαζαν. Και η δεύτερη εικόνα το άκρως αντίθετο. Περνούσε κάτω από το σπίτι μας η σορός ενός ανθρώπου που τον ήξερα. Και αμέσως, όπως ήταν το έθιμο τότε, έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα και τράβηξαν τις κουρτίνες για να μην μπει ο θάνατος στο σπίτι μας. Πήγα όμως στο παράθυρο και μέσα από τις γρίλιες είδα το φέρετρο. Στην πρώτη εικόνα είδα το μάταιο. Τα λεφτά δεν είναι το παν. Απαραίτητα αλλά όχι το παν. Στη δεύτερη, μέσα από τα μισόκλειστα παντζούρια, το τέλος μιας ανθρώπινης πορείας. Το τέλος του παιχνιδιού».

Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση στο Βήμα της  Κυριακής