«Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ και δικαστικοί λειτουργοί έκαναν το μοιραίο λάθος να μην κάνουν διεξοδική έρευνα ώστε να γνωρίζουν ότι η Τουρκία εξαιρείται από τις επονομαζόμενες τρίτες χώρες στην φορολόγηση των εξαγωγών χρυσού.

Παρότι είχε ζητηθεί από τις 25 Οκτωβρίου από ανώτατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ – ο οποίος αποπέμφθηκε στις πρόσφατες κρίσεις- να συμπληρώσουν τα κενά της δικογραφίας με εκθέσεις των οικονομικών υπηρεσιών και τελωνειακών αρχών, βασίστηκαν μόνο σε μια κατάθεση λίγων γραμμών, στις 19 Νοεμβρίου, ενός …εκτελωνιστή . Και ο οποίος και πάλι δεν ρωτήθηκε για το ειδικό καθεστώς της Τουρκίας.

Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι ένας από τους δικαστικούς λειτουργούς που χειρίσθηκαν τον φάκελο των ενεχυροδανειστηρίων ήταν επί σειρά ετών εισαγγελέας –επόπτης στον ΣΔΟΕ και έπρεπε να προσέξει αυτό το κενό.

Ακόμη υπάρχει η πληροφορία ότι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων(ΑΑΔΕ) είχε ρωτηθεί ατύπως από την ΕΛ.ΑΣ προ μερικών εβδομάδων για την υπόθεση λαθρεμπορίας και είχε επιστήσει την προσοχή στο θέμα.

Επιπλέον υπήρξε και δεύτερο λάθος γιατί η κατηγορία για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση βασίστηκε μόνο στο αδίκημα της λαθρεμπορίας.

Ωστόσο σε αυτές τις σοβαρές υποθέσεις γίνεται περαιτέρω έρευνα για πλαισίωση του κατηγορητηρίου και με άλλα σοβαρά αδικήματα ώστε να μην καταρρεύσουν όλα τόσο εύκολα.

Επιπλέον μέχρι προσφάτως στην ΕΛ.ΑΣ υπήρχε αξιωματικός με ειδικό ρόλο στις νομικές αναλύσεις των υποθέσεων, ο οποίος πλέον έχει αποχωρήσει.

Ο ρόλος του θα ήταν καταλυτικός στην τωρινή περίπτωση. Κι ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η έρευνα ξεκίνησε για να ερευνηθεί το αδίκημα της κλεπταποδοχής από ενεχυροδανειστήρια, στη συνέχεια της έρευνας για την «μαφία των Ρομά», και κατέληξε αναζήτηση για μια ασαφή λαθρεμπορία χρυσού. Πολλοί βιάστηκαν και χάθηκαν σ’ ένα παιγνίδι εντυπώσεων…»

Σε αυτές τις αποκαλύψεις και επισημάνεις προχώρησε, μιλώντας προς «Το Βήμα», ανώτατο στέλεχος της λεωφόρου Κατεχάκη σχετικά με την προβληματική έρευνα για την επονομαζόμενη «μαφία των ενεχυροδανειστηρίων», με 85 συνολικά κατηγορουμένους, που φαίνεται να οδηγείται σε αδιέξοδο. Με πολλές αναφορές για ένα αστυνομικό και ένα δικαστικό «φιάσκο» .

Σημειώνεται ότι με πρόσφατες δηλώσεις τους πολλοί δικηγόροι των κατηγορουμένων όπως οι κ.κ. Ιωάννης Γλύκας, Αλέξης Κούγιας , Μιχάλης Δημητρακόπουλος, Παναγιώτης Μαριόλης, Απόστολος Λύτρας και άλλοι είχαν αναφερθεί στα προβληματικά σημεία της δικογραφίας που είχαν συντάξει υπηρεσίες της βορειοανατολικής Αττικής.

Η ύπαρξη κενών και ελλείψεων στη εν λόγω έρευνα άρχισε να φαίνεται την περίοδο 24-26 Οκτωβρίου 2018, όταν οι υπηρεσίες που είχαν αναλάβει τις σχετικές έρευνες –οι ίδιες είχαν εξαρθρώσει και την «μαφία των Ρομά» τον Νοέμβριο του 2016- ενημέρωσαν σχετικά ανώτατους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ από τις κεντρικές υπηρεσίες.

Οι ανώτατοι αξιωματικοί ζήτησαν από τους ερευνητές της υπόθεσης να υπάρξει συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού και κυρίως εκθέσεις προσδιορισμού και πορίσματα τελωνειακών αρχών για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και άλλες σχετικές πραγματογνωμοσύνες.

Με την επισήμανση ότι «αν η υπόθεση έβγαινε έτσι θα εκτεθούμε ανεπανόρθωτα». Επιπλέον εκείνα τα 24ώρα δόθηκε εντολή να σταματήσει επιχείρηση σύλληψης των δεκάδων «υπόπτων» και να υπάρξει συνεννόηση με τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών κ. Ευάγγελο Ιωαννίδη.

Πρόκειται για την επιχείρηση που «διέρρευσε» μέσω ύποπτου αστυνομικού σε ενεχυροδανειστές. Όμως τώρα γίνεται αντιληπτό ότι ματαιώθηκε λόγω των επιφυλάξεων που υπήρχαν στους ανώτατους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ.

Εκείνα τα 24ωρα υπήρξε συνάντηση έμπειρων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ με δικαστές όπου και πάλι υπήρξε επισήμανση των προβλημάτων κλπ. Φαίνεται, όμως, να υπήρξε τότε σπουδή να παρουσιασθεί η υπόθεση στα ΜΜΕ παρά τους δισταγμούς πολλών αξιωματικών. Ωστόσο όσα ακολούθησαν είναι ενδεικτικά.

Στις 2 Νοεμβρίου, δηλαδή μόλις λίγες ημέρες μετά τις σχετικές διαβουλεύσεις, οι έμπειροι αξιωματικοί που επεσήμαναν τον κίνδυνο από την ημιτελή έρευνα, είτε αποχώρησαν από την ΕΛ.ΑΣ είτε μετατέθηκαν σε άλλες υπηρεσίες. Κι έτσι επικράτησαν οι απόψεις για μια «μεγάλη επιτυχία που δεν έπρεπε να καθυστερήσει».

Ως μοναδική διορθωτική κίνηση, με βάση τις συζητήσεις και τις αντιρρήσεις στα τέλη Οκτωβρίου, είναι να ληφθεί μια μονοσέλιδη κατάθεση 27 γραμμών από ένα 56χρονο εκτελωνιστή (και όχι τελωνειακό υπάλληλο) από τον Πειραιά.

Στην κατάθεσή του, που παρουσιάζει «Το Βήμα», ο μάρτυρας ερωτάται από αστυνομικούς μόνο για τη δασμολόγηση του χρυσού για εξαγωγές προς «τρίτες χώρες» κι όχι για την ειδική περίπτωση της Τουρκίας και των διακρατικών συμφωνιών που υπάρχουν με την Ελλάδα κλπ. Αυτά που είχαν ζητηθεί στις προγενέστερες συναντήσεις για εκθέσεις, καταλογισμούς χρυσού κλπ ουδέποτε υπήρξαν.

Το προβληματικό αυτό υλικό τέθηκε υπόψιν δικαστικών λειτουργών όπου υπήρξε υπέρβαση της «μαύρης τρύπας» με το ειδικό καθεστώς (μη φορολόγησης) της Τουρκίας.

Κι έτσι ακολούθησε η αστυνομική επιχείρηση, οι συλλήψεις κλπ. με την συμμετοχή 280 αστυνομικών και 22 δικαστικών λειτουργών σε μια έρευνα με αναφερόμενη «σαθρή» τεκμηρίωση. Κάτι που έχει οδηγήσει σε επιχείρησης απόσεισης και αλληλο-επίρριψης ευθυνών μεταξύ ΕΛ.ΑΣ και δικαστικών αρχών.

Με ενδεικτικό ένα non paper που δημοσιοποίησε το βράδυ της Τρίτης η ΕΛ.ΑΣ, ότι «για την πρόοδο της δικογραφίας υπήρχε συνεχής ενημέρωση των αρμοδίων εισαγγελέων, οι οποίοι επόπτευαν την προανακριτική έρευνα και διαδικασία σε όλα τα στάδια.

Η επιχείρηση της αστυνομίας πραγματοποιήθηκε μετά το «πράσινο φως» των εισαγγελέων, οι οποίοι προηγουμένως ενημερώθηκαν για το σύνολο του προανακριτικού υλικού της δικογραφίας, συγχαίροντας μάλιστα τόσοι οι ίδιοι, όσο και η αρμόδια ανακρίτρια τους αστυνομικούς για τον άρτιο χειρισμό της υπόθεσης». Με δικαστικούς λειτουργούς να εκφράζουν δυσαρέσκεια γι αυτή την ανακοίνωση.

Κι όλα αυτά ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος όχι μόνο να εξαϋλωθεί η υπόθεση αλλά και να ζητηθούν τεράστια χρηματικά ποσά από το ελληνικό δημόσιο για τις συλλήψεις, τις προφυλακίσεις κλπ….