Ο Γιάννης Στάνκογλου βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια ιδιαίτερα προνομιούχο θέση: να αποτελεί η συμμετοχή του σε μια παράσταση εχέγγυο για τη μονοπώληση του ενδιαφέροντος του θεατρόφιλου κοινού. Στην περίπτωση ωστόσο του «Γιούγκερμαν», που παρουσιάζεται την εφετινή σεζόν στο θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, δίνονται πολύ περισσότερες εγγυήσεις: ένα εμβληματικό μυθιστόρημα του Καραγάτση ζωντανεύει στη σκηνή υπό τις οδηγίες του εγγονού του συγγραφέα, όπως είχε συμβεί τα προηγούμενα χρόνια με την τεράστια επιτυχία της «Μεγάλης Χίμαιρας».

Κύριε Στάνκογλου, πότε διαβάσατε πρώτη φορά τον «Γιούγκερμαν»;

«Στα 24 μου και μου άρεσε πολύ γιατί είχε κάτι το μαγικό, κάτι αλανιάρικο, κοσμοπολίτικο και αλήτικο. Με είχε γοητεύσει ο ήρωας, αλλά και η γραφή του Καραγάτση, οι χαρακτήρες του έχουν όλοι λόγο ύπαρξης και είναι ολοκληρωμένοι, δεν υπάρχουν νομίζω πολλοί έλληνες λογοτέχνες που να το πετυχαίνουν αυτό. Πρόκειται για ένα κείμενο που περιγράφει μια Ελλάδα αρκετά διαφορετική από τη σημερινή, βλέπεις όμως κιόλας πως πολλά παραμένουν ίδια. Το ξαναδιάβασα τώρα με αφορμή την παράσταση και συνειδητοποίησα πως δεν είχα γευτεί το βάθος των πραγμάτων. Οταν καλείσαι να ερμηνεύσεις έναν ήρωα βιώνεις και την ανάγνωση αλλιώς, μπαίνεις πιο βαθιά στο ταξίδι της ζωής του, στη διαδρομή του προς το γνώθι σαυτόν».

Εχετε ομοιότητες με τον Βάσια;

«Αρκετές. Δεν είναι και το καλύτερο παιδί του κόσμου, έχει σκοτώσει, έχει βιάσει, έχει κλέψει, εγώ το πολύ-πολύ να έχω αρπάξει κανένα παγωτό όταν ήμουν μικρός. Δεν έχω κάνει άλλα εγκλήματα.

Διαβάστε περισσότερα στο ΒΗΜΑgazino που κυκλοφορεί μαζί με το  Βήμα της Κυριακής