Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης «σάρωσαν» τον πυθμένα θαλασσών της Νότιας Ευρώπης, από την Κανταβρική Θάλασσα ως τη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), αναζητώντας μικροΐνες υφασμάτων οι οποίες είναι μεταξύ των πιο κοινών μικροπλαστικών που εντοπίζονται σε θαλάσσια περιβάλλοντα. Και βρήκαν (δυστυχώς) πολλές, πάρα πολλές από αυτές τις χρωματιστές ίνες με μήκος τριών έως οκτώ χιλιοστών και διάμετρο που δεν ξεπερνά τα 0,1 χιλιοστά, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τα πλυντήρια ρούχων.

Η ενδελεχέστερη καταγραφή

Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «PLOS ONE» και διεξήχθη από επιστήμονες της ερευνητικής ομάδας σχετικά με τις Θαλάσσιες Γεωεπιστήμες του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης σε συνεργασία με συναδέλφους τους από το Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ. Σύμφωνα με την ομάδα, τα νέα ευρήματα τα οποία προσφέρουν την πρώτη τόσο ενδελεχή καταγραφή της ύπαρξης μικροϊνών υφασμάτων στον θαλάσσιο πυθμένα μιας τόσο μεγάλης περιοχής μπορούν να βοηθήσουν στον σχεδιασμό αποτελεσματικότερων στρατηγικών διαχείρισης του προβλήματος των μικροϊνών και των αρνητικών συνεπειών που έχουν στα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα από τον πυθμένα τα οποία ελήφθησαν από βάθος 42 μέτρων και 3.500 μέτρων σε 29 σταθμούς θαλασσών της Νότιας Ευρώπης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι περισσότερες μικροΐνες εντοπίστηκαν στην Κανταβρική Θάλασσα ενώ ακολουθούσαν η θάλασσα της Καταλωνίας και η Θάλασσα του Αλμποράν. Χαμηλότερες συγκεντρώσεις μικροϊνών εντοπίστηκαν στη Δυτική Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα.

«Τρυπώνουν» και στα μεγάλα βάθη

Από τη μελέτη επίσης προέκυψε ότι ούτε οι θάλασσες με μεγάλα βάθη γλιτώνουν από τη συσσώρευση μικροϊνών – όπως φάνηκε, ποσοστό της τάξεως του 20% αυτών των μικροσωματιδίων συσσωρεύονταν στην ανοιχτή θάλασσα και σε βάθη άνω των 2.000 μέτρων. «Οι μικροΐνες των ρούχων φαίνεται ότι συγκεντρώνονται στον πάτο των υποβρύχιων φαραγγιών, ενώ οι ποσότητες που εντοπίζονται στις πλαγιές των φαραγγιών είναι σημαντικά χαμηλότερες. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι οι μικροΐνες που πιθανότατα προέρχονται από το έδαφος (είναι χαρακτηριστικό ότι ένα πλυντήριο μπορεί να εκλύσει ως και 700.000 μικροΐνες στα λύματα με μια μόνο πλύση) συσσωρεύονται στην ηπειρωτική πλατφόρμα από όπου φθάνουν μέσω διαφόρων ωκεανογραφικών διεργασιών στις βαθυμετρικές κοιλότητες του πυθμένα της θάλασσας μέσω των θαλάσσιων φαραγγιών» ανέφερε η πρώτη συγγραφέας της νέας μελέτης Αννα Σάντσες Βιδάλ από το Τμήμα για τη Γη και την Ωκεάνια Δυναμική του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.

Τα καινούργια ευρήματα επιβεβαιώνουν εκείνα προηγούμενων μελετών, οι οποίες είχαν εντοπίσει μικροΐνες μέσα σε οργανισμούς που ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη. «Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι τα συγκεκριμένα μικροπλαστικά καταναλώνονται από διαφορετικούς οργανισμούς και σε διαφορετικά οικοσυστήματα, ωστόσο η συγκεκριμένη επίδραση που έχουν σε αυτούς τους οργανισμούς δεν είναι ακόμη γνωστή» υπογράμμισε η δρ Σάντσες Βιδάλ. «Η επίδραση εξαρτάται από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, όπως τα χαρακτηριστικά των μικροϊνών – το μέγεθος, η αφθονία τους -, οι χημικές ουσίες που διαθέτουν καθώς και η φυσιολογία και η οικολογία (μέγεθος, τρόπος διατροφής κ.λπ.) των θαλάσσιων οργανισμών που τις καταναλώνουν» συμπλήρωσε η ερευνήτρια.

Βαμβάκι, βισκόζη, πολυέστερ

Ο κύριος τύπος μικροϊνών που εντόπισαν οι επιστήμονες στον θαλάσσιο πυθμένα ήταν η φυσική κυτταρίνη (βαμβάκι, λινό) και η αναγεννημένη κυτταρίνη (βισκόζη/ρεγιόν) – κατά κύριο λόγο οι ίνες αυτές προέρχονταν από ρούχα και βιομηχανικά υφάσματα. Σε ό,τι αφορούσε τις συνθετικές ίνες, η πιο κοινή ήταν το πολυέστερ ενώ ακολουθούσαν το ακρυλικό, η πολυαμίδη, το πολυαιθυλένιο και το πολυπροπυλένιο. «Ορισμένες από αυτές τις συνθετικές ίνες είναι φτιαγμένες από πλαστικό το οποίο δεν αποικοδομείται εύκολα ενώ μπορεί να περιέχει χημικά πρόσθετα ικανά να ενσωματωθούν στο τροφικό δίκτυο» εξήγησε η δρ Σάντσες Βιδάλ.

Ολα αυτά, σύμφωνα με την ερευνήτρια, αποδεικνύουν ότι υπάρχει σημαντική ανάγκη σχεδιασμού αποτελεσματικών στρατηγικών διαχείρισης αυτών των εν δυνάμει άκρως επικίνδυνων μικροπλαστικών. «Είναι απαραίτητο να υπάρξει πρόοδος στην έρευνα και στην καινοτομία στη βιομηχανία υφασμάτων, στον σχεδιασμό αποτελεσματικότερων φίλτρων στα πλυντήρια ρούχων, στη διαχείριση των αποβλήτων και στην προαγωγή πιο «πράσινων» ρούχων» κατέληξε.