Δικαστήριο της Μιανμάρ απήγγειλε τη Δευτέρα κατηγορίες περί παραβίασης κρατικών μυστικών εναντίον δύο δημοσιογράφων του Reuters, μια απόφαση που ανοίγει το τελευταίο κεφάλαιο της υπόθεσης έπειτα από έξι μήνες προκαταρκτικών ακροάσεων.
Την ίδια ώρα η ΕΕ κάλεσε τη Μιανμάρ να αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον των δύο δημοσιογράφων.
«Η ΕΕ αναμένει να αποσυρθούν οι κατηγορίες εναντίον των δύο δημοσιογράφων που διώκονται απλώς επειδή ασκούσαν το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης και επειδή έκαναν τη δουλειά τους, αλλά και να αφεθούν ελεύθεροι αμέσως ώστε να μπορέσουν να επανενωθούν με τις οικογένειές τους και να συνεχίσουν το ζωτικής σημασίας έργο τους», ανέφερε η εκπρόσωπος της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι.
Το δικαστήριο της Γιανγκόν απήγγειλε κατηγορίες εναντίον του 32χρονου Ουά Λόουν και του 28χρονου Κιάου Σόε Όο, οι οποίοι, αν κριθούν ένοχοι, κινδυνεύουν να καταδικαστούν σε 14 χρόνια κάθειρξη. Οι δύο δημοσιογράφοι, που κρατούνται από τον Δεκέμβριο του 2017, δήλωσαν αθώοι, ενώ η δίκη τους αναμένεται να ξεκινήσει στις 16 Ιουλίου.
«Δεν έχουμε κάνει κάτι κακό», κατήγγειλε ο Ουα Λόουν στους δημοσιογράφους μετά την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου. «Το δικαστήριο δεν μας έκρινε ενόχους. Έχουμε το δικαίωμα να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας», πρόσθεσε ο νεαρός δημοσιογράφος, διαβεβαιώνοντας ότι «δεν θα τα παρατήσει».
Ο Σόε Όο, που φαινόταν πολύ αδύναμος, δεν είπε τίποτε.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει την αντίδραση της κοινής γνώμης. Δυτικοί διπλωμάτες και οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επισημαίνουν ότι αποτελεί τεστ για την κυβέρνηση της βραβευμένης με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι, σε μια χώρα όπου ο στρατός εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επιρροή.
Όταν συνελήφθησαν οι δημοσιογράφοι ερευνούσαν τον φόνο 10 μελών της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια στο χωριό Ιν Ντιν στη δυτική πολιτεία Ραχίν. Οι φόνοι αυτοί διαπράχθηκαν στο πλαίσιο των διώξεων που εξαπέλυσε ο στρατός της Μιανμάρ εναντίον της μειονότητας, τις οποίες ο ΟΗΕ έχει χαρακτηρίσει «εθνοκάθαρση» και έχουν οδηγήσει στον εκτοπισμό περισσότερων από 700.000 Ροχίνγκια.
Οι δημοσιογράφοι δήλωσαν στους συγγενείς τους ότι συνελήφθησαν σχεδόν αμέσως αφού δύο αστυνομικοί που δεν είχαν ξαναδεί τους έδωσαν κάτι τυλιγμένα χαρτιά σε ένα εστιατόριο στη βόρεια Γιανγκόν.
Τον Απρίλιο ο διοικητής της αστυνομίας Μόε Γιαν Νάινγκ κατέθεσε ότι ανώτερος αξιωματικός είχε ζητήσει από τους υφισταμένους του να τοποθετήσουν απόρρητα έγγραφα στον Ουά Λόουν για να τον «παγιδεύσουν».
Εξάλλου λίγες ημέρες μετά τη σύλληψη των δημοσιογράφων, ο στρατός παραδέχθηκε ότι στρατιώτες και βουδιστές χωρικοί σκότωσαν εν ψυχρώ αιχμάλωτους Ροχίνγκια στις 2 Σεπτεμβρίου 2017.