Στην πολιτική ένας συνασπισμός κατακτά την εξουσία διότι παρουσιάζει το πρόγραμμα που συγκεντρώνει τις ψήφους της πλειοψηφίας των βουλευτών. Οσοι βρίσκονται εκτός εξουσίας αναζητούν μια καινούργια διάσταση αντιπαράθεσης ώστε να διασπάσουν τον κυβερνητικό συνασπισμό, ν’ αποσπάσουν ένα μερίδιο ψήφων και να δημιουργήσουν μια νέα πλειοψηφία (οι εκλογές μπορεί, αλλά δεν πρέπει να είναι ενδιάμεσο στάδιο). Αυτό, κατά τον κορυφαίο αμερικανό πολιτικό επιστήμονα William Riker, είναι η ουσία της πολιτικής. Παρακάτω θα δούμε πώς μπορούμε να αναλύσουμε την πρόσφατη ιστορία και τη σύγχρονη πολιτική βασισμένοι πάνω σε αυτή την αντίληψη.
Ιστορικά, ο πολιτικός χώρος οριζόταν από μία μόνο διάσταση: Αριστερά – Δεξιά, και τα κόμματα (παλιά και νέα) τοποθετούνταν σε αυτό το φάσμα περίπου με αυτή τη σειρά: KKE, Λαϊκή Ενότητα, ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατική Αριστερά, ΠαΣοΚ, Ποτάμι, Κέντρο, Νέα Δημοκρατία, Ανεξάρτητοι Ελληνες, Χρυσή Αυγή. Οταν εμφανίστηκε στον ορίζοντα το πρώτο μνημόνιο, αποτέλεσε έναν διαφορετικό πολιτικό άξονα και δημιούργησε ένα δισδιάστατο πολιτικό τοπίο που μόνο η κυβέρνηση Παπανδρέου το θεώρησε αναγκαίο (κακό). Θυμίζω ότι εκείνον τον καιρό (2010) η Νέα Δημοκρατία με τα προγράμματα των «Ζαππείων» ήταν τόσο αντίθετη στα μνημόνια, όσο και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Με την ανάδειξη του δεύτερου άξονα το ΠαΣοΚ έχασε την πλειοψηφία και ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις δημιουργήθηκε η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, που επίσης θεωρούσε τα μνημόνια αναγκαία (κακά). Η αντιπολίτευση εστίασε την πολιτική της στον δεύτερο άξονα και ανέτρεψε την κυβέρνηση σε δύο χρόνους: πρώτα απομάκρυνε τη Δημοκρατική Αριστερά από την κυβέρνηση –κίνηση που δεν μετέβαλε την πλειοψηφία, αλλά ήταν καθοριστική στο δεύτερο στάδιο, γιατί η εκλογή Προέδρου απαιτεί τα 3/5 της Βουλής και η Δημοκρατική Αριστερά ήταν απαραίτητη για την αποφυγή νέων εκλογών.
Η νέα κυβέρνηση (Τσίπρας Ι) ήταν ένας συνασπισμός αλλοπρόσαλλος στην παραδοσιακή διάσταση Δεξιά – Αριστερά, αλλά ο μόνος δυνατός στη δεύτερη διάσταση μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Η πολιτική Βαρουφάκη ήταν η συνεπής έκφραση της σύμπραξης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε αυτή τη δεύτερη διάσταση, κράτησε για ένα ολόκληρο εξάμηνο και ολοκληρώθηκε με το δημοψήφισμα και τη λαϊκή υποστήριξη του «Οχι». Ομως, ήταν μια ουτοπική ή εγκληματική (ανάλογα με τις πολιτικές απόψεις) πολιτική και αντικαταστάθηκε με εκλογές που επικύρωσαν τη μετατροπή του «Οχι» σε «Ναι» και την κυβέρνηση Τσίπρα ΙΙ, που εγκατέλειψε στην πράξη (αλλά όχι στα λόγια) τη μνημονιακή – αντιμνημονιακή διάσταση της πολιτικής. Το σχήμα 1 δείχνει τη μεταβολή της πολιτικής ζωής από τον Ιούλιο στον Σεπτέμβριο του 2015, δηλαδή τη μετάβαση από Τσίπρας Ι σε Τσίπρας ΙΙ, με την παράπλευρη απώλεια της Λαϊκής Ενότητας.
Το σχήμα δείχνει ότι ενώ υπήρχε λόγος για τη δημιουργία του συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε δύο διαστάσεις, δεν υπάρχει δυνατότητα επιβίωσης σε έναν μονοδιάστατο πολιτικό χώρο (έναν χώρο όπου υπάρχουν μόνο μνημονιακές πολιτικές). Ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα Ι εξέφραζε αποκλειστικά τον αντιμνημονιακό αγώνα, η κυβέρνηση Τσίπρα ΙΙ δεν έχει λόγο ύπαρξης, εκτός εάν υπάρξει μια άλλη δεύτερη διάσταση της ελληνικής πολιτικής. Η πρακτική της κυβέρνησης Τσίπρα ΙΙ συνοψίζεται σε μια αγωνιώδη αναζήτηση μιας τέτοιας δεύτερης διάστασης. Τα θέματα αντιπαράθεσης (και ορισμού της δεύτερης διάστασης) διαδέχονταν το ένα το άλλο με ιλιγγιώδη ταχύτητα: μαζικά μέσα, ομόφυλα ζευγάρια, εξάλειψη του νόμου Διαμαντοπούλου στην εκπαίδευση, Σκοπιανό, Σύνταγμα, Novartis. Κανένα δεν πέτυχε, ούτε κράτησε για πολύ. Το μόνο θέμα που διαρκεί ως συνεκτικός κρίκος της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι η εντονότερη, σε σχέση με το παρελθόν, δημιουργία κομματικού κράτους και η ενίσχυση του πελατειακού του χαρακτήρα. Ομως, τέτοιες πρακτικές δημιουργούν σθεναρές αντιδράσεις στην αντιπολίτευση, τα κόμματα της οποίας συσπειρώνονται σε έναν έντονο αντικυβερνητικό αγώνα, που με τη σειρά του υπονομεύει την εθνική συσπείρωση ακόμα και όταν αυτή είναι όχι μόνο χρήσιμη (όπως για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων) αλλά και απαραίτητη (π.χ. διαμάχη στο Αιγαίο).
Για να συνοψίσουμε: το μνημόνιο ως δεύτερη διάσταση έχει προ πολλού εκλείψει από την ελληνική πολιτική ζωή. Μόνο περιθωριακά κόμματα (ΚΚΕ, ΛΕ, ΧΑ) πιστεύουν και προωθούν αντιμνημονιακά επιχειρήματα. Το Μαξίμου προσπαθεί να προπαγανδίσει «καθαρή έξοδο», αλλά το επιχείρημα είναι τόσο εξωπραγματικό, που δεν πείθει ούτε πολλούς από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα θέματα που καθορίζουν τη δεύτερη διάσταση είναι δύο ειδών: αυτά που στοχεύουν στη σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (μαζικά μέσα, παρέμβαση στη λειτουργία θεσμών, διορισμοί ημετέρων) και εκείνα που δημιουργούν ιδεολογικές αντιπαραθέσεις (ομόφυλα ζευγάρια, Μακεδονικό). Τα πρώτα ισχυροποιούν τους δεσμούς στον κυβερνητικό συνασπισμό, τα δεύτερα τους υπονομεύουν.
Ανάλογα με την επιλογή της εκάστοτε δεύτερης διάστασης από το Μέγαρο Μαξίμου, οι προβλεπόμενες αντιδράσεις κατακλύζουν την πολιτική ζωή: συγκρούσεις κυβέρνησης – αντιπολίτευσης ή ενδοκυβερνητικές και ενδοαντιπολιτευτικές συγκρούσεις. Σε αυτές τις τελευταίες εντάσσονται οι διαμάχες ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για το Μακεδονικό ή τα ομόφυλα ζευγάρια, ανάμεσα σε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ για το πόσο θα διαρκέσει η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ και ανάμεσα σε κόμματα της αντιπολίτευσης για το αν βρισκόμαστε σε μια περίοδο «ιστορικού συμβιβασμού» του ΣΥΡΙΖΑ ή σε μια περίοδο όπου η «στρατηγική ήττα» είναι απαραίτητη.
Ιδιαίτερα οι ενδοαντιπολιτευτικές αντιπαραθέσεις έχουν μια βάση μερικής αλήθειας, αλλά δεν μπορούν να πείσουν για την καθολικότητα και ακρίβεια της ανάλυσης. Οταν η κυβέρνηση επιλέγει για δεύτερη διάσταση την αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης ενισχύεται το επιχείρημα της στρατηγικής ήττας, ενώ όταν επιλέγει τα θέματα δικαιωμάτων και ιδεολογικά ενισχύεται η θέση του ιστορικού συμβιβασμού. Και οι δυο είναι προεκτάσεις ιδεολογικών θέσεων, και σαν τέτοιες δεν μπορούν να πείσουν για την ορθότητά τους. Δεν είναι λογικό τα ομόφυλα ζευγάρια να περιμένουν την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, το Μακεδονικό να μην επιλύεται και τα σημεία του Συντάγματος που όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να αλλάξουν να μετατίθενται μέχρι να υπάρξει νέα κυβέρνηση. Η αντίσταση στη υπονόμευση των θεσμών, στη διαφθορά, στην ανικανότητα γίνεται πιο πιστευτή και πιο αποδοτική όταν δεν είναι μια ιδεολογική στάση που επιδιώκει «στρατηγικές ήττες» και ζητεί κάθε μέρα εκλογές.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ