Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά και μεγάλα βήματα τόσο από τους εμπλεκόμενους εθνικούς και ευρωπαϊκούς θεσμικούς φορείς όσο και από τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την πολυπόθητη απαλλαγή των ισολογισμών τους από τα τοξικά εκείνα στοιχεία του ενεργητικού και κυρίως για την απολύτως απαραίτητη εξυγίανση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Παρά ταύτα, η «νόσος» κρίνεται εκτεταμένη και βαριά και η «θεραπεία» μακρά και επίπονη. Ευτυχώς όμως είναι πλέον βέβαιο από τα γεγονότα πως υπάρχει ακόμη ελπίς.
Τα νέα από το μέτωπο των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) είναι, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια, ευχάριστα. Παρά το επικίνδυνο υφεσιακό σπιράλ των τελευταίων 10 ετών που βίωσαν σε όλη την έκτασή του οι τράπεζες, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων τους εμφανίζεται σημαντικά βελτιωμένη κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017. Ο λόγος των ΜΕΑ προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 48,5% τον Δεκέμβριο του 2017 από 49,9% το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ήτοι μειωμένος κατά 4 δισ. ευρώ ή περίπου 4%. Η μείωση αυτή είναι η υψηλότερη (σε τριμηνιαία βάση) που έχει παρατηρηθεί από την αρχή της κρίσης και οφείλεται κυρίως σε διαγραφές δανείων που άγγιξαν τα 2,1 δισ. ευρώ και σε πωλήσεις ύψους 1,8 δισ. ευρώ.
Ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν ισχυρές. Οι τράπεζες επιβάλλεται άμεσα να διευρύνουν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και τη συντονισμένη αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές.
Ενα ακόμα πρόβλημα είναι η ταχύτητα ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων μέσω των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Αν και τα αποτελέσματα της νέας διαδικασίας δεν κρίνονται ακόμα σημαντικά, η ενεργοποίηση και λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας φαίνεται να αποδίδει καρπούς στον τομέα αντιμετώπισης των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Από την άλλη πλευρά, η πορεία του εξωδικαστικού συμβιβασμού για την αναδιάρθρωση επιχειρηματικών οφειλών εξελίσσεται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Ως σήμερα μόλις 26 επιχειρήσεις έχουν ρυθμίσει τα χρέη τους κάνοντας χρήση της σχετικής νομοθεσίας.
Τη μεγαλύτερη όμως πρόκληση αποτελούν τα εναπομείναντα θεσμικά εμπόδια, των οποίων η άρση πρέπει να εξεταστεί το συντομότερο. Ενδεικτικά αναφέρω την τροποποίηση αρκετών σημείων του νόμου 3869/2015 (γνωστός και ως Νόμος Κατσέλη) που τυπικά παύει να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2018, την άρση του τραπεζικού απορρήτου (για τους προσφεύγοντες στην προστασία του νόμου), καθώς και την περαιτέρω βελτίωση του νόμου για τη διαχείριση και μεταβίβαση απαιτήσεων.

H ενίσχυση των εποπτικών εργαλείων είναι άλλη μία κρίσιμη παράμετρος της διαδικασίας εξυγίανσης. Η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης όσον αφορά τη μεταχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όλες τις ευρωπαϊκές δικαιοδοσίες, η παροχή σε όλες τις τράπεζες με υψηλό επίπεδο Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) αυξημένων εποπτικών κινήτρων για την αειφόρο αποκατάσταση των ισολογισμών τους και η δημιουργία υγιών πρότυπων νέων πιστώσεων, ολοκληρωμένης διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικής διακυβέρνησης είναι προϋποθέσεις ικανές και απαραίτητες προκειμένου να αποφευχθεί η επανεμφάνιση υπερβολικών επιπέδων μη εξυπηρετούμενων δανείων.

* Οι απόψεις που εκφράζονται από τον συγγραφέα στο παρόν άρθρο είναι προσωπικές.
Ο κ. Ηλίας Ξηρουχάκης είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ