«Το Αμόρε είναι όλα τα ονόματα, όλοι οι άνθρωποι, όλοι οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες, οι συνεργάτες. Ολοι, όλοι»: Αυτή είναι η πρώτη του κουβέντα, η πρώτη του αντίδραση στην ιδέα αυτού του αφιερώματος. «Μόνο εγώ θα μιλήσω;». Ναι. Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή (1991) και να το πάμε ως το τέλος (2008). Μια φορά κι έναν καιρό…
Κύριε Χουβαρδά, πώς γεννήθηκε η ιδέα του Αμόρε;
«Στη φάση που ήμουν πριν, είχα κλείσει έναν κύκλο προσωπικών σκηνοθετικών εργασιών. Ενιωθα ένα αδιέξοδο. Δεν ήλεγχα τις συνθήκες παραγωγής στα κρατικά θέατρα της εποχής. Υπήρχε μια μόδα με ομάδες, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο να στήσεις μια σοβαρή επαγγελματική ομάδα με έναν δικό της χώρο. Είχα λίγα χρήματα στην άκρη. Τότε οι οικονομικές συνθήκες δεν ήταν σκοτεινές και σκληρές όπως τώρα, ενώ δειλά-δειλά υπήρχαν και οι επιχορηγήσεις. Ξεκίνησα μαζί με την αισιοδοξία που υπάρχει πάντα στους νέους σκηνοθέτες».

Είχατε άλλωστε δώσει το στίγμα σας.
«Είχα τη διαδρομή μου. Ηταν αρκετά αμφιλεγόμενη και σε μεγάλο βαθμό με θεωρούσαν το μαύρο πρόβατο».

Πώς επιλέξατε το συγκεκριμένο θέατρο;
«Κάποια στιγμή άκουσα ότι διατίθεται το Αμόρε. Από κινηματογράφος του ’60-’70 είχε γίνει συνεργείο αυτοκινήτων, διατηρώντας τον θερινό. Μετά, ένα κομμάτι του Ελεύθερου Θεάτρου που αποσχίστηκε –Ντίνος Αυγουστίδης, Γιώργος Καμπερίδης, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Σαμπάνης –μετέτρεψε το συνεργείο σε θέατρο. Είχαν ήδη χρησιμοποιήσει τον Εξώστη σαν δεύτερη σκηνή, δεν τον έφτιαξα εγώ».

Θέλατε να φτιάξετε το δικό σας θέατρο;
«Το ξεκίνησα μόνος μου ξέροντας ότι δεν ψάχνω για προσωποπαγή στέγη. Ηθελα να περιέκλειε και άλλους, να φτιάξω έναν μόνιμο θίασο που να εναλλάσσει έργα. Σε αυτό βοηθούσε η δεύτερη σκηνή. Είχα δεχτεί επιδράσεις από το εξωτερικό. Ηθελα να μεταγγίσω αυτή την ενέργεια στην Ελλάδα. Δεν ξέρω μήπως το παράκανα. Γιατί σήμερα δεν υπάρχει χώρος που να ανοίγει χωρίς να κάνει πολλά και διάφορα. Αυτό είναι και καλό και κακό, αλλά δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε κάτι. Στην εποχή της κρίσης έχει βοηθήσει τα νέα παιδιά, αν όχι οικονομικά, τουλάχιστον καλλιτεχνικά».

Είχατε προβλέψει την εξέλιξη του Αμόρε;
«Σε καμία περίπτωση. Ηθελα απλώς να ανοίξω αυτή την πόρτα πιστεύοντας στην ιδέα και στον εαυτό μου».

Οι πρώτες επαφές έγιναν με τους φίλους σας στον χώρο;
«Δεν είχα πολλές επαφές μέσα στο θέατρο, ούτε παρέες. Στην αρχή σκεφτόμουν να είναι νεότεροι άνθρωποι. Σκηνοθετούσα εγώ δύο έργα τον χρόνο και σιγά-σιγά άρχισαν να σκηνοθετούν και κάποιοι άλλοι, να φιλοξενούμε σχήματα, να ανοιγόμαστε. Στα μέσα της λειτουργίας του φτάσαμε να δουλεύουν μεγάλα ονόματα».

Ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πήρατε τηλέφωνο;
«Νομίζω η Ολια Λαζαρίδου. Είχε και μια συγκεκριμένη ιδέα για τη «Φαίδρα». Ηταν η μόνη από τις τότε γνωστές ηθοποιούς που ήξερα από πριν».

Σκεφτήκατε να βαφτίσετε αλλιώς το θέατρο;
«Στην αρχή ήθελα να το αλλάξω. Δεν ήταν της αισθητικής μου και παρέπεμπε σε έναν κινηματογράφο με παρελθόν πορνό. Μου είπαν να μην το κάνω, γιατί είναι πολύ πιασάρικο… Είχαν δίκιο. Κρατήσαμε μάλιστα και την ίδια επιγραφή. Αργότερα έβαλα δίπλα και «Θέατρο του Νότου», σαν αντίστιξη με τον Βορρά όπου δούλευα κυρίως».

Ποια ήταν η πρώτη παράσταση και ποια η πρώτη μεγάλη επιτυχία;
«Ο «Οθέλλος» με τον Περικλή Μουστάκη και Δυσδεμόνα τη Λυδία Φωτοπούλου. Το θέατρο δεν γέμισε από την αρχή. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία, το μεγάλο μπαμ, καλλιτεχνικό και εμπορικό, ήρθε τη δεύτερη χρονιά με τη «Δωδέκατη νύχτα». Παίζαμε με γεμάτο θέατρο μια ολόκληρη σεζόν. Είχα δει τα καλά δείγματα και έτσι έκανα το άνοιγμα με ονόματα στον θίασο. Εννοείται πως όσοι ήταν απέναντί μου στον χώρο της κριτικής εξακολούθησαν να είναι. Εκεί σφυρηλατήθηκαν οι πρώτες μεγάλες αγάπες και έχθρες. Ενα μεγάλο ποσοστό των Μέσων, λιγότερο οι κριτικοί και περισσότερο οι δημοσιογράφοι, ήταν στο πλευρό μας».

Το ρεπερτόριο το καθορίζατε μόνος σας; Ενοχλήσατε;
«Ολα τα πρώτα χρόνια, ναι. Μετά, όταν ήρθε ο Θωμάς, αρχίσαμε να συνδιαμορφώνουμε το ρεπερτόριο. Αν αυτό που κάνεις δεν ενοχλήσει, δεν ανατρέψει, δεν προκαλέσει, δεν γίνεται… Και αυτό ήταν ένας εσωτερικός κανόνας που είχα. Φυσικά και θα κάνουμε συμβιβασμούς, φυσικά και θα κρατήσουμε ισορροπίες, αλλά έγιναν πολύ πιο τολμηρές κινήσεις στο Αμόρε απ’ ό,τι, ας πούμε, αργότερα στο Εθνικό».
Η επιτυχία άλλαξε τα πράγματα;
«Ναι. Αρχισαν να ζητούν πολύ σοβαροί καλλιτέχνες να έρθουν. Προσπαθούσα να κρατήσω μια ισορροπία στις αμοιβές, όχι «όλοι τα ίδια» –ούτε πίστευα ούτε πιστεύω σε αυτό, αλλά συμβολικές διαφορές. Ηθελα να μη νιώθει ο ηθοποιός ούτε ότι τον κοροϊδεύουν, ούτε ότι είναι τρίτης κατηγορίας άνθρωπος».

Στο Αμόρε ήταν «οικογενειακό» το κλίμα;
«Κοιτάξτε, δεν είμαι άνθρωπος παρεΐστικος, ούτε ιδιαίτερα συναισθηματικός, ώστε να βγαίνουμε όλοι μαζί έξω, να τρώμε, να πίνουμε. Το κλίμα ήταν κυρίως μιας ελευθερίας που απέπνεε αυτός ο χώρος. Δεν καταπίεζα κανέναν, δεν παρενέβαινα, δεν ήλεγχα, εκτός από το το οικονομικό που ήταν εξονυχιστικά ελεγμένο. Και αυτό έδινε μια ισότητα. Επίσης όλοι ήξεραν ότι δεν κάνω διακρίσεις –ως άνθρωπος είχα τις προσωπικές μου προτιμήσεις, αλλά ποτέ δεν αδίκησα κάποιον συνειδητά. Οποιος έμπαινε εκεί μέσα ήξερε ότι μπαίνει σε ένα σπίτι που τον προστάτευε –υιοθετούσαμε και την αποτυχία».

Πώς αποφασίσατε να προχωρήσετε στη συνδιεύθυνση;
«Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, γιατί και ο χώρος μας είναι ανταγωνιστικός αλλά και γιατί είναι και απολύτως ανθρώπινο όταν έχεις κάνει μια επιτυχία –το Αμόρε λειτουργούσε σαν μοντέλο –να πεις ότι θέλω κάποιον άνθρωπο δίπλα μου, και μάλιστα νεότερο. Και μετά, έναν ακόμα πιο νέο.
Μπορεί να είμαι εγωιστής σε άλλα πράγματα στη ζωή μου, αλλά εκεί έκανα μια υπέρβαση χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ούτε μου την πρότεινε κανείς, ούτε βέβαια με υποχρέωσε».
Πώς επιλέξατε τον Θωμά Μοσχόπουλο και την Ελευθερία Σαπουντζή;
«Στις σχετικές ερωτήσεις της εποχής έλεγα αυτό που θα σου πω και τώρα: Επειδή δεν είχα είχα δικά μου παιδιά, δεν είχα δική μου οικογένεια, είχα την ανάγκη να αναπαραχθεί αυτό το μοντέλο στο Αμόρε, σε ένα άλλο επίπεδο. Τότε ο Θωμάς ήταν ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης παιδικού –και όχι μόνο –θεάτρου. Είχε δουλέψει στο Αμόρε. Ανθρωπος χωρίς κλισέ ή δεσμεύσεις, με φρέσκια δουλειά, νεανική. Γνωριστήκαμε, άρχισαν να κυλούν τα πράγματα και του έκανα την πρόταση. Τον αιφνιδίασε, τον συγκίνησε, δέχτηκε. Πολύ σύντομα του είπα να πάμε σε έναν άνθρωπο από την ακόμα πιο νέα γενιά, όπως ήταν η Ελευθερία Σαπουντζή. Η ιδέα μού ήρθε όταν είδα την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, το «Φωτιά στο πρόσωπο». Είχα μείνει έκθαμβος από τις ιδέες της, την ατμόσφαιρα, τη διδασκαλία των ηθοποιών. Και όταν τη γνώρισα επιβεβαιώθηκε η διαίσθησή μου. Επρόκειτο για ένα μεγάλο ταλέντο –μεγάλη μεταγραφή για το θέατρό μας. Και εκείνη ενθουσιάστηκε και ήρθε. Δυστυχώς η ζωή ήθελε κάτι άλλο».
Η ανάληψη της διεύθυνσης του Εθνικού καθόρισε το κλείσιμο;
«Είχα φτάσει σε ένα ανάλογο σημείο αρκετά πριν από το Εθνικό, το 2002-2003. Τότε αισθανόμουν ότι ως σκηνοθέτης είχα φτάσει στα όριά μου μέσα στο Αμόρε. Είχα ξαναρχίσει να δουλεύω στο εξωτερικό. Δεν έβρισκα όμως κάτι να το αντικαταστήσω στην καρδιά μου. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί το Εθνικό, γιατί τότε ο Νίκος Κούρκουλος ήταν αδιαμφισβήτητος και υγιής. Αλλά κάποια στιγμή η ζωή άλλαξε τα δεδομένα. Δύο μέρες μετά τον θάνατό του, μου τηλεφώνησε ο τότε υπουργός Πολιτισμού Γιώργος Βουλγαράκης».

Βρεθήκατε σε δίλημμα;
«Μεγάλο. Οχι για να αποφασίσω τι από τα δύο θα κρατήσω, αλλά για το αν θα μπορούσα να κρατήσω και τα δύο ή να θυσιάσω κάτι. Προσπάθησα να βρω μια λύση μιλώντας με τον Θωμά και τους νεότερους –τη Βίκυ Γεωργιάδου και τον Γιάννη Μόσχο, με όλους. Δυστυχώς, και αυτό το λέω με αγάπη και κατανόηση, αρκετοί από αυτούς τους ανθρώπους στους οποίους θα έπρεπε να βασιστεί αυτή η ιδέα δεν ήθελαν να αναλάβουν το βάρος της ευθύνης. Το καταλαβαίνω. Εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να σφίγγουν και τα ζωνάρια –ακριβώς τον επόμενο χρόνο καταργήθηκαν οι επιχορηγήσεις. Ηταν μια άτυχη συγκυρία. Αλλιώς μπορεί το Αμόρε να υπήρχε ακόμα με τη μία ή την άλλη μορφή».

Σας κόστισε;
«Ηταν ένα μεγάλο συναισθηματικό πλήγμα για μένα. Αλλά τα δεκαεπτά χρόνια λειτουργίας ήταν ένα πλήρες χρονικό διάστημα. Δεν εφθάρη το Αμόρε».

Περάσατε το πένθος σας;
«Το γεγονός ότι ήμουν στο Εθνικό με βοήθησε να μην περάσω μεγάλη κατάθλιψη. Δεν είμαι από αυτούς που περνάνε από το Αμόρε και βλέπουν το σουπερμάρκετ και τους πιάνει η καρδιά τους. Κυρίως με βοήθησε το γεγονός ότι όλοι οι συνεργάτες, καλλιτεχνικοί και μη, συνέχισαν να εργάζονται. Γιατί ήταν όλοι αξιόλογοι, σε όλα τα επίπεδα».

Σας χρέωσαν προσωπικά το λουκέτο;
«Δεν το ένιωσα αυτό. Μπροστά μου ή δημόσια δεν αισθάνθηκα ότι με κατηγόρησε κανείς. Αν δεν είχε προκύψει το Εθνικό, πιθανόν να το συνέχιζα για λίγο ακόμα, αλλά πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα το μεταβίβαζα. Δεν λέω ότι θα το άφηνα. Ηταν παιδί μου και θα ήθελα να συνεχίσει να ζει».
Γυρνάτε πίσω;
«Οχι. Το σκέφτομαι όταν κάποιος μου το θέτει. Δεν μου αρέσει καθόλου η νοσταλγία και επειδή είμαι επιρρεπής, και ας φαίνομαι μη συναισθηματικός, την ελέγχω».

Κύριε Χουβαρδά, έχετε μετανιώσει για κάτι;
«Θα σου πω κάτι πολύ προσωπικό, δύσκολο να το εκτιμήσει κάποιος αν δεν με ξέρει και αν δεν ξέρει και τις συνθήκες της εποχής. Μπορεί να το θεωρήσει σαν πένθιμο ναρκισσισμό. Την ημέρα που πέθανε η Ελευθερία, δεν ήμουν στο θέατρο. Ημουν στο σπίτι. Εκείνη ήταν στο θέατρο, έκανε πρόβα. Μου τηλεφώνησε πολύ αναστατωμένη η Ναταλία (σ.σ. Δραγούμη) που ήταν εκεί και μου είπε «κατέβηκε κάτω η Ελευθερία στις τουαλέτες, άργησε να ανέβει, κατεβήκαμε και τη βρήκαμε λιπόθυμη». Της λέω «φωνάξτε αμέσως ένα ασθενοφόρο και έρχομαι». Και με το που ετοιμάστηκα με ξαναπήρε και μου λέει «ήρθε και φεύγουμε». Φεύγω για το νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ κατέληξε. Εχω πάντα μια χαραμάδα τύψης ότι κάτι δεν πρόλαβα. Οτι κάτι θα μπορούσα να κάνω –ή έστω να τη δω πριν φύγει».

Πώς νιώθετε όταν σας μιλούν για το Αμόρε;
«Μου ζεσταίνει την καρδιά».

Μια δημιουργική κυψέλη θεατρικής τέχνης

Σαν σε σταυροδρόμι εποχής και ανθρώπων, το Αμόρε – Θέατρο του Νότου γεννήθηκε στην αλλαγή δύο αιώνων, από τον 20ό στον 21ο. Στην οδό Πριγκηποννήσων στήθηκε, στην αρχή σιγά-σιγά και μετά ορμητικά, μια πρωτοποριακή και δημιουργική κυψέλη θεατρικής τέχνης. Σαν η προσωπικότητα του Γιάννη Χουβαρδά να συνέπεσε με τις ανάγκες του καιρού του. Σαν ο σκηνοθέτης που το ίδρυσε, το λειτούργησε, το διηύθυνε – από το 2000 και μετά μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο – και τελικά αποφάσισε το κλείσιμό του να είχε, εν αγνοία του, ραντεβού με την Ιστορία.

Γιατί το Αμόρε – Θέατρο του Νότου έχει το μερίδιό του στο ελληνικό θέατρο. Και είναι μεγάλο και καθοριστικό αυτό το μερίδιο, γιατί άλλαξε την πορεία του θεάτρου με έναν τρόπο αντίστοιχο του Θεάτρου Τέχνης. Τηρουμένων των αναλογιών και χωρίς καμία διάθεση συγκρίσεων, η συμβολή του καθόρισε την πορεία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Με πρόσωπα, έργα, πρωτοβουλίες, καινοτομίες, δημιούργησε «είδος», γι’ αυτό και απέκτησε μιμητές.
Οπως το Θέατρο Τέχνης εξήντα χρόνια πριν περίπου, έτσι και το Αμόρε σύστησε στην Ελλάδα νέους ξένους συγγραφείς και μαζί το σύγχρονο ευρωπαϊκό, κυρίως, θεατρικό έργο. Ανέβασε κλασικά έργα σε καινούργιες μεταφράσεις. Πρότεινε το μοντέλο λειτουργίας ενός συνεπούς και αυστηρού προγραμματισμού που σέβεται το κοινό του και μαζί ένα πολυρεπερτόριο. Ανέδειξε νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις από όλους τους τομείς – ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μουσικούς – δίνοντάς τους ένα σταθερό και μόνιμο βήμα. Κατάφερε έτσι να μας κάνει κοινωνούς ευρωπαϊκών ρευμάτων αλλά και να γίνει κομμάτι της ζωής της πόλης. Κλείνοντας, ύστερα από δεκαεπτά χρόνια, άφησε πίσω του μια νέα φιλοσοφία θεάτρου και μια ακριβή παρακαταθήκη για το μέλλον: Διαφορετική αντίληψη για το καινούργιο και το πειραματικό, συλλογική δουλειά με αξιοπρεπείς όρους, επικοινωνία και ανταλλαγή με το εξωτερικό, εργαστήρια για νέους συγγραφείς.

Την εποχή που ανέτειλε το Αμόρε, τα σημαντικά θέατρα της εποχής είχαν τη σφραγίδα ενός ατόμου ή είχαν ήδη διαλυθεί – όπως η Σκηνή. Αλλη μια, μοναδική ίσως, προσπάθεια που είχε γίνει παράλληλα ήταν στο Εμπρός, χωρίς ωστόσο την αντίστοιχη διάρκεια. Εξαίρεση αποτελεί μέχρι σήμερα το Θέατρο του Νέου Κόσμου, που γεννήθηκε μετά το Αμόρε και συνεχίζει, είκοσι χρόνια μετά, να λειτουργεί με τη φιλοσοφία του πολυρεπερτορίου επιτυχώς.
Προσωποπαγές με έναν διαφορετικό τρόπο, το Αμόρε εκφράστηκε μέσα από τους καλλιτέχνες που το υπηρέτησαν, μέσα σε ένα πνεύμα ελευθερίας.

Ολοι οι άνθρωποι του Αμόρε βρίσκονται σήμερα στην πρώτη γραμμή της εγχώριας σκηνής. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του.

Τα πρόσωπα

Θωμάς Μοσχόπουλος
Oλια Λαζαρίδου
Λυδία Φωτοπούλου
Αργύρης Ξάφης
Αννα Μάσχα
Ναταλία Καποδίστρια
Ναταλία Δραγούμη
Ακύλλας Καραζήσης
Στάθης Λιβαθινός
Αννα Καλαϊτζίδου
Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης
Νίκος Χατζόπουλος
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Αρης Λεμπεσόπουλος
Λάζαρος Γεωργακόπουλος
Νίκος Κουρής
Εφη Θεοδώρου
Γιάννης Μόσχος
Βίκυ Γεωργιάδου
Δημήτρης Δημητριάδης
Γιώργος Λάνθιμος
Ελλη Παπαγεωργακοπούλου
Δημήτρης Καραντζάς

Στιγμές

«Δωδέκατη Νύχτα»
του Σαίξπηρ: Η πρώτη μεγάλη επιτυχία (1992).

«Η αρχή της ζωής»
του Δημήτρη Δημητριάδη: Σκηνοθεσία του διεθνούς Ελληνα Στέφανου Λαζαρίδη (1995) και «Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» του Δ. Δημητριάδη. Σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς (2000).

«Ελένη» του Ευριπίδη:
Η μοναδική κάθοδος στην Επίδαυρο. Σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς (1996).

«Shopping and fucking»
του Μαρκ Ρέιβενχιλ: Η παράσταση που σημάδεψε το Αμόρε και τον Θωμά Μοσχόπουλο. Η μόνη που παίχθηκε δύο σεζόν (1997-1999). «Είχε έρθει να τη δει η Αλίκη Βουγιουκλάκη».

«Ολος ο Σαίξπηρ σε μια ώρα»
με τους Ακη Σακελλαρίου, Στέλιο Μάινα, Ιεροκλή Μιχαηλίδη και Ναταλία Δραγούμη.

«Bad actors»
από το Teater Mahagony: Η πρώτη πεολειχία επί σκηνής (1999).

«Ο πουπουλένιος»
του Μάρτιν Μακ Ντόνα: Σκηνοθεσία Βίκυ Γεωργιάδη (2005).

«Βερενίκη» του Ρακίνα «Σάρα» του Λέσινγκ:
Οι τελευταίες σκηνοθεσίες του Γιάννη Χουβαρδά (2006 και 2007).

«Οι μεταμορφώσεις»
του Οβίδιου: Η τελευταία σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου (2007).

«Χιόνι στο στόμα»
του Δημήτρη Καραντζά:Αυλαία (2008).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ