Μια συνολική προσέγγιση στην πορεία της οικονομίας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μέχρι τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων τις αιτίες που οδήγησαν στην βαθειά κρίση και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να οδηγήσει τη χώρα έγκαιρα στην έξοδο επιχειρεί η κυβέρνηση με ειδικό κεφάλαιο που συνοδεύει το Σχέδιο Ανάπτυξης το οποίο ήδη έχει υποβάλει στις Βρυξέλλες.
Το Σχέδιο που τιτλοφορείται «Ελληνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021» καθώς πρόκειται για τα μέτρα και τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν αμέσως μετά την εκπνοή του τρίτου μνημονίου και τα επόμενα τέσσερα χρόνια για τα οποία ισχύουν οι αυστηροί δημοσιονομικού περιορισμοί με κύριο στόχο την εξασφάλιση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ κατ΄ έτος παρουσιάζει «Το Βήμα της Κυριακής».
Το κείμενο αυτό που έχει συντάξει η ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης σε συνεργασία με τεχνοκράτες, ειδικούς επιστήμονες και το ΚΕΠΕ συνοδεύεται από την έκθεση «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΕΩΣ ΤΟ 2010 ΚΑΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑ» όπου καταγράφονται τα επιτεύγματα της αλματώδους μεταπολιτευτικής ανάπτυξης της χώρας, τα λάθη, τα αίτια της κρίσης και περιγράφεται η διεθνής συγκυρία που από το 2008 παρέσυρε και τη χώρα μας στην κατάρρευση.
Σήμερα στην ηλεκτρονική μας έκδοση φιλοξενούμε το πλήρες κείμενο των 2.500 λέξεων στο οποίο περιγράφεται η πορεία της οικονομίας τα τελευταία 40 χρόνια με τα μάτια των συγγραφέων δηλαδή της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Ολα ξεκίνησαν από την αποβιομηχάνιση
«Οι σημαντικές κατακτήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου (θεμελίωση κοινωνικού κράτους, διαμόρφωση ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης και πολιτικής σταθερότητας, βελτίωση υποδομών, αναβάθμιση ανθρώπινου κεφαλαίου κ.λπ.) επισκιάζονται από μια καθοριστική αποτυχία: την αδυναμία απεμπλοκής από το παλαιό και απαξιωμένο παραγωγικό μοντέλο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, το οποίο διεπόταν από τη λογική του δασμολογικού ιδίως προστατευτισμού της εγχώριας βιομηχανίας, με αποτέλεσμα η χώρα να αποτύχει να συγκλίνει προς την αναδυόμενη οικονομία της γνώσης.
Η αποτυχία αυτή οδήγησε, ειδικά στη δεκαετία του 1980, στην ανάληψη άμεσης επιχειρηματικής δραστηριότητας από το ίδιο το κράτος, δυστυχώς με τον μυωπικό στόχο της διαχείρισης μιας παρακμάζουσας παραγωγικής δομής.
Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική οικονομία να έλθει αντιμέτωπη με το φαινόμενο της εκτεταμένης αποβιομηχάνισης και να εγκλωβιστεί σε μία «ενδιάμεση κατάσταση» (stuck in the middle), αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τόσο τις αναπτυγμένες οικονομίες της γνώσης-καινοτομίας, όσο και τις αναδυόμενες οικονομίες του χαμηλού εργατικού κόστους. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που έγινε κατά κύριο λόγο με πολιτικά κριτήρια και χωρίς εθνική αναπτυξιακή στρατηγική για την αντιμετώπιση των σχετικών κινδύνων, μάλλον επιδείνωσε παρά διευκόλυνε την παραγωγική αναβάθμιση της χώρας, συγκαλύπτοντας ενίοτε το πρόβλημα μέσω των μεταβιβάσεων πόρων. Στη συγκάλυψη συνέβαλαν εξίσου ή/και πιο αποφασιστικά οι διαδοχικές αυξήσεις του δημόσιου χρέους«.
Στο ίδιο κείμενο περιγράφονται οι αστοχίες στην ακολουθούμενη επί σειρά ετών αναπτυξιακή πολιτική. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής:
-«Ένας παράγοντας που συνέβαλε καθοριστικά στον εγκλωβισμό σε αυτή την «ενδιάμεση κατάσταση» ήταν και ο προσανατολισμός των εργαλείων αναπτυξιακής πολιτικής στην υποστήριξη μεμονωμένων παραδοσιακών κλάδων, επιχειρήσεων και επιχειρηματικών σχεδίων, με συνέπεια να αναπαράγονται τα υφιστάμενα παρωχημένα χαρακτηριστικά της παραγωγικής δομής, η περιορισμένη δικτύωση των παραγωγικών κλάδων, η έλλειψη ευρύτερου αναπτυξιακού σχεδιασμού. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και μια σειρά ενδογενείς διαρθρωτικές αποτυχίες, όπως οι ποικίλες ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησης, η χρόνια αναποτελεσματικότητα ή και αδιαφορία για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας, της εκτεταμένης γκρίζας ή/και μαύρης οικονομίας, των συστηματικών «ελληνοποιήσεων» αλλοδαπών προϊόντων, οι εκτεταμένες πελατειακές σχέσεις, η στενή διαπλοκή κράτους και ομάδων συμφερόντων, η έλλειψη ευρύτερων συναινέσεων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Όλα τα παραπάνω υπήρξαν διαχρονικώς άλυτα προβλήματα, τα οποία οξύνθηκαν στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης.
Η Ελλάδα δεν κατάφερε να συγκλίνει με τις αναπτυγμένες χώρες σε κρίσιμα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, όπως για παράδειγμα στις δαπάνες Έρευνας & Ανάπτυξης (Ε&Α), που αποτελούν έναν ικανοποιητικό δείκτη τεχνολογικής εξέλιξης και κατ’ επέκταση της θέσης κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Η αποβιομηχάνιση μπορεί να ειδωθεί εν πολλοίς και ως δευτερογενές αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της αδυναμίας προσανατολισμού προς την οικονομία της γνώσης».
Οι ψευδαισθήσεις
«Όπως προαναφέρθηκε, η αύξηση του δημόσιου χρέους και η διαθεσιμότητα ευρωπαϊκών κονδυλίων συγκρατούσαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το υποβόσκον παραγωγικό και κοινωνικό αδιέξοδο της χώρας. Εν συνεχεία, έως την περίοδο 2007-2008, και καθώς το δημόσιο χρέος σταθεροποιήθηκε σε σχέση με το ΑΕΠ, ο συνδυασμός μιας σειράς συγκυριακών εξελίξεων δημιουργούσε την ψευδαίσθηση μιας αναπτυξιακά «ισχυρής Ελλάδας».
Οι εξελίξεις αυτές ήταν κυρίως η μαζική εισροή φτηνού εργατικού δυναμικού από τις χώρες ιδίως της ΝΑ Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, η διαθεσιμότητα πιστώσεων με χαμηλά επιτόκια και η δραματική αύξηση του ιδιωτικού χρέους, που στο τέλος της περιόδου προσέγγιζε και ξεπερνούσε το δημόσιο χρέος. Η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος διευκόλυνε τη δημιουργία και διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, ιδίως μέσα από την άκριτη δανειοδότηση καταναλωτικών και κατασκευαστικών σχεδίων και την εξίσου απροϋπόθετη χρηματοδότηση των ίδιων των ελληνικών τραπεζών από βορειο-ευρωπαϊκά (και αμερικανικά) τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία συσσώρευαν πόρους κυρίως μέσω των πλεονασματικών ισοζυγίων των χωρών προέλευσής τους και μέσω υπερμόχλευσης, τους οποίους εν συνεχεία διοχέτευαν προς τον ευρωπαϊκό νότο.
Αυτή η σχετικά μακρά περίοδος τελειώνει απότομα με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης η οποία, αν και είχε εξωγενή προέλευση, ταυτόχρονα βρήκε τη χώρα ανέτοιμη να την αντιμετωπίσει. Η Ελλάδα ήταν πολλαπλώς απροετοίμαστη, καταρχάς στο υλικό-οικονομικό επίπεδο, καθώς η παραγωγική δομή της ήταν παρωχημένη· παράλληλα, ο δημόσιος αλλά και ο ιδιωτικός τομέας ήταν υπερχρεωμένοι· στο επίπεδο της συλλογικής νοοτροπίας είχε επικρατήσει μια ατομικιστική, καταναλωτική και καιροσκοπική λογική που υπονόμευε το συλλογικό πνεύμα αλλά και τα μακροχρόνια συμφέροντα των ίδιων των δρώντων· στο πολιτικό επίπεδο, τέλος, οι συλλογικοί φορείς (κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, κοινωνικοί εταίροι κ.λπ.) αποδείχθηκε ότι υπολείπονταν σημαντικά των αναγκαιοτήτων της κρίσης, παραμένοντας εγκλωβισμένοι σε άγονες μικροπολιτικές αντιπαλότητες και διαμάχες διαμοιρασμού ενός ανύπαρκτου πλέον οικονομικού πλεονάσματος.
Πέραν των προαναφερθέντων εσωτερικών προβλημάτων, η διεθνής συγκυρία επηρέασε εξίσου καθοριστικά την ελληνική κρίση.
Το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 προκάλεσε ένα παγκόσμιο σοκ:
-πολλές χώρες κλονίστηκαν, αλλά καμία δεν επλήγη περισσότερο από την Ελλάδα. Τα διεθνή κερδοσκοπικά και βραχυχρόνια κεφάλαια, που είχαν τοποθετηθεί στην επισφαλή όπως αποδείχθηκε περιφέρεια της ευρωζώνης, επέστρεψαν μαζικά στην ασφάλεια των χωρών του κέντρου (ΗΠΑ, Ελβετία, Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.), οδηγώντας τις χώρες που ήταν εκτεθειμένες στην υπερχρέωση, όπως η Ελλάδα, σε παρατεταμένη βαθιά ύφεση. Η κρίση εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλες αναταράξεις, ωστόσο η Ελλάδα παρουσίασε τις πλέον ασθενείς ενδείξεις ανάκαμψης, για τους ενδογενείς λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά και επειδή βρέθηκε πρώτη στο επίκεντρο της κρίσης και πάνω της δοκιμάστηκαν συνταγές οικονομικής εξυγίανσης εξαιρετικά σκληρές, με καταστροφικά συχνά αποτελέσματα. Μαζί με τον προβληματισμό σχετικά με τη δυσκολία της Ευρωζώνης να ανακάμψει αποφασιστικά από την κρίση, που σχετίζεται και με τα προβλήματα της αρχιτεκτονικής του ευρώ, έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια έντονη κριτική της αποτελεσματικότητας του διεθνούς οικονομικού καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1980 και στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς εντός μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Υποστηρίζεται έντονα από πολιτικές δυνάμεις, από ειδικούς και από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, πως η οριστική έξοδος από την κρίση διεθνώς θα επιτευχθεί μόνο όταν ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο πάρει τη θέση του εξαντλημένου σήμερα κυρίαρχου προτύπου. Αμφισβητούνται πλέον ανοιχτά προηγούμενες βεβαιότητες, όπως η δυνατότητα επαρκούς αυτορρύθμισης της αγοράς, αλλά και η επίτευξη υψηλού επιπέδου ΑΕΠ και απασχόλησης με κύριο αν όχι αποκλειστικό μοχλό την αγορά. Εξίσου απαξιώνεται σήμερα η αδιαφορία για τη δίκαιη διανομή του πλούτου, που είχε επικρατήσει στο πλαίσιο της ιδέας της «αυτόματης» μετακύλισης του πλούτου προς τα κάτω (trickle down). Η επιδίωξη της ανάπτυξης μέσω της διαρκούς υπερχρέωσης (νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κράτους) βρίσκεται σαφώς στη ρίζα πολλών προβλημάτων που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία. Η αποδοχή της αποβιομηχάνισης υπέρ ενός μεταβιομηχανικού προτύπου ως αποδεκτής και ωφέλιμης εξέλιξης για τις αναπτυγμένες κοινωνίες υφίσταται επίσης σοβαρή αμφισβήτηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την παλιότερα επικρατούσα λογική της αδιαφορίας για την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας ή/και της ιδεολογίας μιας «άνευ ορίων» ανάπτυξης, χωρίς περιορισμούς πόρων, οικολογικής αντοχής κ.λπ. Η διαρκής λιτότητα, τέλος, συχνά ενδεδυμένη θεωρητικά (επεκτατική δημοσιονομική λιτότητα / expansionary fiscal contraction), αντιμετωπίζεται και αυτή με μεγάλη δυσπιστία.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποια χαρακτηριστικά θα προσλάβει το υπό διαμόρφωση νέο διεθνές παράδειγμα. Ήδη από το 2016, το Brexit και η εκλογή του νέου προέδρου των ΗΠΑ, η άνοδος της ακροδεξιάς όπως φάνηκε στις προεδρικές εκλογές σε σειρά χωρών (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία κ.λπ.), αλλά και τα πολύ πρόσφατα διασπαστικά φαινόμενα (Ισπανία-Καταλονία, Μ. Βρετανία-Σκωτία, Βέλγιο-Φλάνδρα και σε μικρότερο βαθμό Ιταλία-Λομβαρδία, Βένετο και αλλού) αποτελούν γεγονότα ενδεικτικά μίας μόνο από τις δυνατές κατευθύνσεις της επικείμενης αλλαγής, όχι της πλέον επιθυμητής από τη σκοπιά της παρούσας εθνικής στρατηγικής, με άγνωστες επί του παρόντος συνέπειες. Είναι λοιπόν σαφές ότι ενώ το εγχώριο πολιτικό-οικονομικό σύστημα οφείλει και μπορεί να αντιμετωπίσει τα ενδογενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αντίθετα μπορεί πολύ λιγότερο, σχεδόν σε ελάχιστο βαθμό να αντιμετωπίσει τους εξωγενείς παράγοντες, και πάντοτε στο πλαίσιο ευρύτερων συσχετισμών πολιτικής και ισχύος.
Τα «πέτρινα» χρόνια
Η διεθνής κρίση, σε συνδυασμό με την εκτόξευση του εξωτερικού και δημοσιονομικού ελλείμματος καθώς και του δημόσιου χρέους το 2009, οδήγησε την Ελλάδα σε καθεστώς στενής δημοσιονομικής επιτήρησης. Οι πολιτικές των Μνημονίων αφορούσαν και αφορούν πρωτίστως την εξοικονόμηση πόρων με σκοπό τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, αλλά και διοικητικές μεταρρυθμίσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους, μέτρα στην κατεύθυνση της εσωτερικής υποτίμησης και αναθεώρησης επί το ελαστικότερο των εργασιακών σχέσεων, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων κ.λπ. Μολονότι ήταν αναπόφευκτη η λήψη μέτρων δημοσιονομικών περικοπών και εξορθολογισμού, ως συνέπεια της εκτόξευσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της κρίσης χρέους, και ενώ υιοθετούνταν μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής καθώς και μέτρα αναδιοργάνωσης της διοικητικής λειτουργίας του δημοσίου, η λιτότητα έλαβε υπερβολικές διαστάσεις οδηγώντας την οικονομία σε γενικευμένη καθίζηση.
Στο δε δημόσιο τομέα, παρόλο που ήταν καταφανής η αναγκαιότητα για οργανωτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις, η προτεραιότητα που δόθηκε σε οριζόντιες μειώσεις προσωπικού ακύρωσε την αναγκαία προϋπόθεση κοινωνικής συναίνεσης και συντέλεσε σε μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικών αναταράξεων».
Η ελληνική κρίση και τα λάθη
«Η ελληνική κρίση, αν και αρχικά ατελώς και εν πολλοίς εσφαλμένα διαγνώσθηκε ως αποκλειστικά κρίση ρευστότητας, σύντομα εξελίχθηκε σε κρίση φερεγγυότητας και κρίση χρέους, λόγω και της συνδυαστικής αποτυχίας κρίσιμων πλευρών στη διαχείρισή της:
1. Σε ό,τι αφορά την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, οι πολλαπλασιαστές αποδείχθηκαν εκτός πραγματικότητας, με συνέπεια την εκτίναξη της ύφεσης και ως εκ τούτου της ανεργίας, της φτώχειας, την πρόκληση κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής αστάθειας, την απαρχή μιας μαζικής μετανάστευσης κ.ά. Επικράτησε η εσφαλμένη αντίληψη ότι η χώρα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της μειώνοντας το κόστος εργασίας και στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκαν πολιτικές που οδηγούσαν σε μισθούς και συντάξεις σε επίπεδα μεταξύ Πορτογαλίας και Βουλγαρίας. Η αντίληψη αυτή δεν είναι μόνο ανεπιθύμητη αλλά και εσφαλμένη, καθότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις χώρες χαμηλού κόστους, μεταξύ άλλων και επειδή οι διαφορές στις αμοιβές εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολύ υψηλές. Ένας επιπλέον σοβαρός λόγος αποτυχίας της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης σχετίζεται και με τη μεγάλη υπερχρέωση της χώρας, έτσι που η πτώση των αμοιβών και συνεπώς του ΑΕΠ, αλλά και η μαζική ανεργία, χωρίς ανάλογη απομείωση του χρέους, οδήγησε μεταξύ 2010-2012 σε μια εφιαλτική διόγκωση του δημόσιου χρέους, ιδίως ως ποσοστό του ΑΕΠ, πράγμα που αναγνωρίζεται σήμερα πια ως πρόβλημα, δυστυχώς όμως με μεγάλη καθυστέρηση και χωρίς να αντιμετωπίζεται ακόμα αποφασιστικά.
2. Αποδείχθηκε τουλάχιστον υπερβολική η προσδοκία ότι οι «μεταρρυθμίσεις» θα οδηγήσουν σε ταχεία και σημαντική οικονομική εξυγίανση και ανάπτυξη. Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις υποτιμήθηκε η αδυναμία επαρκούς υλοποίησής τους, στην οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξε το έντονα υφεσιακό κλίμα (που γενικά αντενδείκνυται για εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων και που επιπλέον ενέτεινε τις αναμενόμενες κατά τα άλλα αντιδράσεις θιγόμενων ομάδων και πολιτών), όπως επίσης και η αδυναμία ταχείας προσαρμογής από την πλευρά της κρατικής μηχανής, ο συχνά λανθασμένος ή ανεπαρκής σχεδιασμός κ.λπ. Ένας επιπλέον παράγοντας αποτυχίας στάθηκε η μονομέρεια στο σχεδιασμό και την εφαρμογή τους, καθώς ενώ μεταρρυθμίσεις εισπρακτικού και περιοριστικού χαρακτήρα (όπως απολύσεις, μειώσεις μισθών-συντάξεων, αυξήσεις του ΦΠΑ και ειδικών φόρων) θεωρήθηκαν πάντα ως προαπαιτούμενα εκταμιεύσεων και τους δόθηκε άμεση προτεραιότητα, ωστόσο άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, πολύ πιο κρίσιμες για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, δεν απέκτησαν ποτέ την ίδια βαρύτητα (για παράδειγμα, πολιτικές εξορθολογισμού της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης). Μια επιπλέον μεταρρυθμιστική μονομέρεια ήταν η απόδοση στο Δημόσιο ενός ρόλου άλλοτε «παθητικού» υποστηρικτή της ανάπτυξης (π.χ. μέσω παροχής υποδομών, υλικών ή άυλων) και άλλοτε «επιδιορθωτή» ατελειών της αγοράς (π.χ. σε ό,τι αφορά τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις ή τις τυχόν μονοπωλιακές συνθήκες αγοράς), ενώ αντίθετα δεν εξετάστηκε επαρκώς η δυνατότητα ενός συνεκτικού «επιχειρηματικού» ρόλου του κράτους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συζήτηση περί χάραξης αναπτυξιακής στρατηγικής, με την ίδρυση και αξιοποίηση ενός Αναπτυξιακού Συμβουλίου, ξεκίνησε αργά, μόλις το 2016. Η προσπάθεια παραγωγικής αναβάθμισης της χώρας φαίνεται μόλις τα τελευταία δύο χρόνια να αντιμετωπίζεται σοβαρά, μέσα από πολιτικές όπως ο νέος αναπτυξιακός νόμος (Ν. 4399/2016), ο οποίος, σαφώς προσανατολισμένος στην υποστήριξη δράσεων με αυξημένο εξαγωγικό προσανατολισμό ή με υψηλή προστιθέμενη αξία, στην ενίσχυση των αποτελεσμάτων της Ε&Α κ.λπ., αποτελεί μια πρόταση πολιτικής που στοχεύει στην οικονομία της γνώσης. Ένα πρόσθετο στοιχείο που δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη κατά το σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, ιδίως αυτών που στοχεύουν σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας στις αγορές εργασίας και προϊόντων, είναι ο βραχυπρόθεσμα υφεσιακός χαρακτήρας τους. Ακόμα και αν τα μακροχρόνια αποτελέσματά τους συχνά αναγνωρίζονταν ως θετικά και αναπτυξιακά, η «βίαιη» εφαρμογή τους μέσα σε ένα περιβάλλον ακραίας λιτότητας λειτούργησε στην αντίθετη κατεύθυνση, επιτείνοντας τον αποπληθωρισμό, αυξάνοντας τα πραγματικά επιτόκια και προκαλώντας μεγαλύτερες αντιδράσεις, οδηγώντας τελικά σε αντιαναπτυξιακά αποτελέσματα.
3. Τέλος, καθοριστικά βάρυνε και η αρχικώς μη έγκαιρη και στη συνέχεια μη επαρκής ρύθμιση του δημόσιου χρέους. Η έστω και αργοπορημένη συνειδητοποίηση του προβλήματος οδήγησε στην επιλογή του Private Sector Involvement (PSI), το οποίο, παρά το ύψος του, αποδείχθηκε ανεπαρκές ως προς τη δυνατότητα εξόδου της χώρας στις αγορές και φυσικά ως προς την αναπτυξιακή προσπάθεια. Παράλληλα, το PSI υπέσκαψε περαιτέρω το κοινωνικό και οικονομικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας (θίγοντας ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες, μικροομολογιούχους), ενώ τα όποια οφέλη του εξανεμίστηκαν μέσα σε ένα χρόνο (2012-2013).
Ο απολογισμός των μνημονίων
Βεβαίως, η αποτίμηση δεν είναι μόνο αρνητική. Στα οκτώ χρόνια της κρίσης επιτεύχθηκαν πολλά, όπως η σχετικά μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή (σημαντική μείωση πρωτογενών ελλειμμάτων) και η βελτίωση καθοριστικών οικονομικών δεικτών (όπως η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, αν και προήλθε κυρίως από τη συμπίεση των εισαγωγών και λιγότερο από την αύξηση των εξαγωγών, που θα σηματοδοτούσε και την απαρχή μιας νέας πορείας), τέθηκε σε κίνηση μια σειρά προ πολλού αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, όπως αυτή του δικαστικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης εν γένει (αν και με περιορισμένα προς το παρόν αποτελέσματα), η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της αδιαφάνειας, η μείωση της φοροδιαφυγής, η ταχεία επέκταση της χρήσης πλαστικού χρήματος, το άνοιγμα μιας σειράς κλειστών επαγγελμάτων, ο εξορθολογισμός στις κρατικές δαπάνες, η χάραξη νέων πολιτικών για μετακίνηση της παραγωγής στις αλυσίδες αξίας με τη στήριξη και του νέου αναπτυξιακού νόμου, του ΕΣΠΑ, του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης και άλλων συναφών πολιτικών και εργαλείων. Ωστόσο, ο ημιτελής συχνά χαρακτήρας τους, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες αρνητικές παρεμβάσεις (υπερβολική εσωτερική υποτίμηση, λιτότητα, μη ρύθμιση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους κ.λπ.), συνέβαλαν ώστε οι μεταρρυθμίσεις να μην επιφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή, παραμένει ζητούμενο ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός, ο συνεκτικός συντονισμός και η αποτελεσματική υλοποίηση των δημόσιων και αναπτυξιακών πολιτικών, η δυνατότητα ουσιαστικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων τους –αλλά και η ευελιξία των Θεσμών σε ό,τι αφορά τη διόρθωση στόχων και διαδικασιών.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η κρίση προκάλεσε έναν αναστοχασμό σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο και οδήγησε σε μια ωρίμανση της κοινωνίας και των πολιτών ως προς την καθημερινή στάση τους, τον προγραμματισμό της ζωής τους αλλά και τη σχέση τους με τα κοινά, το κράτος και το πολιτικό σύστημα. Σήμερα πια, οι πολίτες μοιάζουν περισσότερο απαιτητικοί απέναντι στο κράτος και τον διοικητικό μηχανισμό, και ταυτόχρονα περισσότερο αποστασιοποιημένοι και καχύποπτοι απέναντι στις παθογένειες του πολιτικού συστήματος, όπως τις πελατειακές σχέσεις που διαβρώνουν την πολιτική συνείδηση. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην μετά πολλών συστημικών αντιδράσεων γενικευμένη προσπάθεια συρρίκνωσης των φαινομένων διαφθοράς και διαπλοκής με τη δημιουργία δομών και διαδικασιών, ψηφιακών ή άλλων διοικητικών, με τις οποίες είναι πλέον πιο δύσκολο να παρεισφρήσει ο ανθρώπινος παράγοντας. Η νέα αυτή διοικητική πρακτική σε συνδυασμό με την εκπεφρασμένη κυβερνητική βούληση αξιοποίησης υφιστάμενων εργαλείων αποκάλυψης ή έρευνας (βλ. ενδεικτικά λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, νομοθεσία ενδοομιλικών συναλλαγών και οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδημάτων, κοινοβουλευτική και δικαστική διερεύνηση περιστατικών πολιτικής και επιχειρηματικής διαφθοράς κ.λπ.) δημιουργεί σταδιακά νοοτροπία διοικητικής, εταιρικής και κοινωνικής συμμόρφωσης και αποκαθιστά με αργούς ρυθμούς την πολλαπλώς τρωθείσα σχέση πολίτη-κράτους. Επιπλέον, οι πολίτες φαίνεται να επαναπροσδιορίζουν τα πρότυπα ζωής και κατανάλωσης που τα προηγούμενα χρόνια βασίστηκαν σε μια επιφανειακή ευμάρεια, ενώ ακόμη έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται «από τα κάτω» πρωτοβουλίες αλληλεγγύης αλλά και παραγωγής, επιχειρηματικής δράσης (νεανικής και κοινωνικής επιχειρηματικότητας), ερευνητικές και άλλες πρωτοβουλίες, που βασίζονται περισσότερο στις αξίες της ατομικής προσπάθειας και ευθύνης αλλά και της συλλογικής συνεργασίας».