Τι συμβαίνει στους ηγέτες και με το που εκλεγούν αρχίζουν να μπερδεύουν τη δημόσια τσέπη με τη δική τους; Γιατί απαιτούν φόρους σαν να τους χρωστάμε, αλλά μοιράζουν δημόσιους πόρους λες και είναι ελεημοσύνη από το υστέρημά τους; Ακόμα και δεδομένης της κακής παράδοσης της χώρας μας, δεν μπορώ να σκεφτώ πολύ μεγαλύτερη προσβολή στον έλληνα φορολογούμενο ή τρικλοποδιά στα πόδια της ανάπτυξης από το «κοινωνικό μέρισμα» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Κατακριτέο ηθικά αλλά και αναποτελεσματικό φορολογικά, είναι αποτέλεσμα της πιο οπισθοδρομικής και αντιαναπτυξιακής νοοτροπίας που βασανίζει τη χώρα μας.
Η αναλογία που ταιριάζει στην περίπτωση του «ελεήμονα» κ. Τσίπρα είναι ένας διαχειριστής πολυκατοικίας που υποχρεώνει τους ενοίκους να συνεισφέρουν μεγάλα ποσά για κοινή αγορά πετρελαίου. Με το που αγοράζουμε όμως το πετρέλαιο, αρχίζει να το κλέβει από την κοινή δεξαμενή θέρμανσης και να το ρίχνει σε μια μεγάλη παλιά σόμπα που έχει για να θερμαίνει το (παράλογα) τεράστιο διαμέρισμά του. Οταν τον ρωτάμε γιατί, λέει για το καλό μας, γιατί έτσι θερμαίνονται και τα γειτονικά διαμερίσματα. Πληρώστε κοινόχρηστα τώρα.
Οταν βλέπουμε ατμούς να βγαίνουν από τα παράθυρα του καυτού διαμερίσματός του, όσο εμείς κρυώνουμε, και ρωτάμε γιατί δεν βελτιώνει έστω τη θερμομόνωσή του και δεν αντικαθιστά την παλιάς τεχνολογίας σόμπα, μας λέει ότι έφτασε χειμώνας, δεν έχουμε χρόνο και πόρους για τέτοιες δουλειές.
Και έρχεται Φεβρουάριος και καταλαβαίνει ο Αλέξης ότι το παράκανε λίγο με τη θέρμανσή του και πάνε να λιώσουν οι τοίχοι, τι κάνει; Βάζει πετρέλαιο πίσω στη δεξαμενή; Το πουλάει έστω για να φτιάξει τη θερμομόνωσή του ώστε να έχει λιγότερη ανάγκη για πετρέλαιο στο μέλλον; Οχι βέβαια, χαρίζει απλά κάποιες μικροποσότητες σε κάποιους γείτονες, ειδικά εκείνους που δεν πλήρωναν κοινόχρηστα επειδή κατά δήλωσή τους δεν μπορούσαν. Εν τω μεταξύ κάποιοι εξ αυτών έχουν αντικαταστήσει τις σόμπες τους με ηλεκτρικά σώματα και το πετρέλαιο τους είναι άχρηστο, κάποιοι έχουν τεράστιο απόθεμα πετρελαίου που φυσικά δεν δήλωναν και κάποιοι απλά δεν κρυώνουν πια επειδή ο χειμώνας τελειώνει.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, ο βασικότερος κανόνας της φορολογικής πολιτικής είναι μη φορολογείς αν δεν χρειάζεται. Κάθε φορολογία προκαλεί στρεβλώσεις. Από τη μια μειώνει τις επενδύσεις και την κατανάλωση, κατά κανόνα συρρικνώνει δηλαδή τη συνολική πίτα του εθνικού εισοδήματος. Από την άλλη, σπρώχνει τους πολίτες μακριά από επιλογές που θα ήθελαν να κάνουν. Με αυτή την έννοια η φορολογία δεν μειώνει μόνο την οικονομική ανάπτυξη, αλλά κάνει και τους ανθρώπους λιγότερο ευτυχισμένους, λιγότερο ελεύθερους να ορίσουν την πορεία της ζωής τους.
Η υπερβολική φορολογία λοιπόν, πέρα από αυτήν που είναι απολύτως απαραίτητη για τις ανάγκες του κράτους, είναι μέγα αμάρτημα δημόσιας πολιτικής. Οποιαδήποτε κυβέρνηση καταλάβει ότι υποχρέωσε τους πολίτες να πληρώσουν υπερβολικό φόρο είναι υπόλογη, πρέπει να ζητήσει συγγνώμη και να διορθώσει τη ζημιά, να φροντίσει να μην επαναληφθεί. Αντ’ αυτού έχουμε μια κυβέρνηση να ανακοινώνει με περηφάνια ότι αντί να μειώσει την υπέρμετρη φορολογία για μην έχουμε πάλι τα ίδια του χρόνου, αντί να εξορθολογίσει το φορολογικό σύστημα που βρίθει αδικιών, αντί να καταργήσει «έκτακτες» εισφορές που θα διαιωνίζονται, θα μοιράσει απλώς λίγα ευκαιριακά ξεροκόμματα σε ανθρώπους που θέλει να την ψηφίσουν, συγγνώμη, σε ανθρώπους που θεωρεί πως έχουν ανάγκη.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι όμως εδώ: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν κάνει «αναδιανομή», αλλά (ανα)καταστροφή. Το να φορολογείς πολίτες για να επιστρέψεις τα χρήματα μετά, ακόμα και αν πρόκειται για ίσα ποσά, συμπεριλαμβάνει διαδικασία καταστροφής. Η προφανέστερη σπατάλη αφορά τη γραφειοκρατία του καθορισμού και είσπραξης των φόρων, τη γραφειοκρατία καθορισμού των δικαιούχων κ.λπ. Η λιγότερη προφανής ζημιά, αλλά συνήθως μεγαλύτερη, έρχεται λόγω στρέβλωσης των κινήτρων εργαζομένων και μη. Γιατί η ακραία σημερινή φορολογία μειώνει επενδύσεις, αποτρέπει ανθρώπους από το να εργάζονται περισσότερο ή από το να εργάζονται στην Ελλάδα γενικά. Από το να σ’ τα τρώει η κυβέρνηση για να μοιράζει «μέρισμα», χιλιάδες νέοι προτιμούν να μεταναστεύσουν.
Ακόμα και αν είσαι ακραία εξισωτιστής, οπαδός της πιο σκληρής αναδιανομής, ακόμα και αν νομίζεις ότι κάθε μικροεπιχειρηματίας ή επιτυχημένος νέος επαγγελματίας είναι «πλούσιος» και πρέπει να ξεζουμιστεί, δεν μπορεί να σε χαροποιεί το να πετάμε πόρους στα σκουπίδια. Η υπερφορολόγηση για δημιουργία «κοινωνικού μερίσματος» κυριολεκτικά καίει χρήμα.
Τι θα έκανε ένας εξισωτιστής που πραγματικά ενδιαφερόταν για τους αδύναμους και όχι να φανεί απλώς ότι ενδιαφέρεται; Θα ξεκινούσε, προφανώς, από τη μείωση των στρεβλώσεων. Θα μείωνε τις ασφαλιστικές εισφορές για άτομα που δεν έχουν υψηλό εισόδημα, θα καταργούσε τον ΦΠΑ σε νέους ελεύθερους επαγγελματίες, θα αφαιρούσε γενικά όλα τα εμπόδια που αποθαρρύνουν νέους να μπουν στην αγορά εργασίας σήμερα ή να δημιουργήσουν δικές τους επιχειρήσεις.
Ακόμα και αν προκρίναμε την επιδότηση εισοδημάτων, η πραγματικά ευαίσθητη κυβέρνηση δεν θα το έκανε με μια εντυπωσιακή ψηφοθηρική πληρωμή άπαξ που, όπως ξέρουμε από τα συμπεριφορικά οικονομικά, θα σπαταληθεί σίγουρα και σε παροδική κατανάλωση, αλλά μεθοδικά, με προ-ανακοινωμένη τακτική μηνιαία στήριξη που θα επέτρεπε κάλυψη συνεχών αναγκών.
Τελικά, με το «κοινωνικό μέρισμα» η κυβέρνηση κάνει μια διπλή δήλωση, προς τους αδύνατους αλλά και προς αυτούς που καταφέρνουν να παράγουν. Από τη μια δηλώνει ότι δεν θέλει ουσιαστική ανάπτυξη, δεν θέλει ανεξάρτητους και ισχυρούς πολίτες, αλλά στρατιά αδύναμων ανθρώπων να κάνουν αιτήσεις επί αιτήσεων για ένα ξεροκόμματο. Από την άλλη, δηλώνει ότι οποιοσδήποτε παράγει είναι και θα είναι στο έλεος της κυβέρνησης. Ο καρπός των κόπων μας δεν ανήκει σε μας, αλλά σε κάποιον υπουργό που αποφασίζει όπως θέλει πώς θα διανεμηθούν. Πλήρωσες παραπάνω από ό,τι χρειαζόταν το κράτος, μην ανησυχείς, θα εφεύρει νέους τρόπους να τα μοιράσει. Εξαιρετικό κίνητρο για να σταματήσεις να παράγεις και να προστεθείς στη στρατιά των αδύναμων.
Υπάρχουν αρκετές λέξεις που περιγράφουν μια τέτοια κοινωνία μιζέριας και παρακμής, με ένα αρπακτικό κράτος που μοιράζει τα χρήματά μας σαν να είναι δικά του, πάντως σύγχρονη δημοκρατία δεν λέγεται.
Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ