«Αρχικά θέλουν ν’ αλλάξουν τη ζωή. Στη συνέχεια αλλάζουν γνώμη» («au début ils veulent changer la vie; par la suite ils changent d’ avis») έλεγε για τους ανά τη γη αριστερούς ο γάλλος διανοητής και δημοσιογράφος, πρώην διευθυντής της «Le Monde» Ζαν-Μαρί Κολομπανί…
Κάπως έτσι και παρ’ ημίν οι συριζαίοι…
Αρχικά διακήρυξαν πως θα αλλάξουν τον κόσμο.
Επιχείρησαν κατόπιν να –μας –αλλάξουν νόμισμα. Καθώς και διεθνοπολιτικό προσανατολισμό. (Πόση ευγνωμοσύνη οφείλουμε σε Ρώσους και Κινέζους που δεν μας δάνεισαν τότε…)
Βροντοφώνησαν μετά πως είναι απαραίτητη η αλλαγή πολιτικού καθεστώτος. Ή, έστω, συστήματος διακυβέρνησης. Κάτι που κατά καιρούς επαναφέρεται στην επικαιρότητα με τα λεγόμενα περί της αναγκαιότητας για αλλαγή του Συντάγματος της χώρας (και δη διά αντισυνταγματικής μεθόδευσης: με δημοψήφισμα…).
Πλέον στις ημέρες μας αρκούνται σε κάτι μετριοπαθέστερο: να αλλάξουν σύστημα και τύπο εισιτηρίων για τη μετακίνηση των πολιτών με τις αστικές συγκοινωνίες… Κατά γενική παραδοχή, ωστόσο, ούτε αυτό το κάνουν με ιδιαίτερη επιτυχία. Αλλά, βέβαια, κανείς δεν είναι σε όλα άριστος. Οι συγκεκριμένοι κυβερνήτες υπήρξαν ευτυχέστεροι σε άλλα: Στην απαξίωση της «αντικοινωνικής» αριστείας… Στην απαλλαγή πολλών Ελλήνων από το άγχος της διαχείρισης περιουσιακών/οικονομικών περισσευμάτων… Στην αλλαγή της εναλίας ζωής του Σαρωνικού… Αρα και στην τεχνολογική καινοτομία, αφού δημιούργησαν πετρελαιοκίνητους ιχθείς… Αλλά και στην κοινωνική ανανέωση, εφόσον επί των ημερών τους μετεβλήθη ριζικά η αναλογία νομίμως κυκλοφορούντων ελεύθερα εγκληματιών και ποινικά καθαρών ανθρώπων…
Κατόπιν όλων αυτών κάποιοι –κακεντρεχείς ασφαλώς –ισχυρίζονται πως απλά αλλάζουν τα φώτα στην κοινωνία. (Δεν είναι κάτι, άλλωστε, καινοφανές για σοσιαλιστές. Και ο Λένιν έλεγε πως σοσιαλισμός είναι σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός…)
Ενώ, όμως, όλα αυτά συμβαίνουν από τους κυβερνώντες…
Κάποιοι διεκδικητές της ηγεσίας τού υπό διαμόρφωση νέου «προοδευτικού» πολιτικού φορέα προσπαθούν, τρόπον τινά, να τους ανταγωνισθούν και να τους διεμβολίσουν πολιτικά, ισχυριζόμενοι πως ο φορέας αυτός πρέπει να κινηθεί στον αστερισμό της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Δηλαδή να ενταχθεί σε ένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα που ξεκίνησε ως πρόταση εξελικτικής υπέρβασης/κατάργησης της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, εξελίχτηκε ως αίτημα δραστικής ανακατανομής πλούτου, σήμερα, δε, στηρίζει την πιο ήπια πρότασή του σε ένα –της όποιας ποιότητας –κράτος πρόνοιας, βασιζόμενο στο μεγάλο Δημόσιο, τον ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, πρωτίστως δε στην υψηλή φορολόγηση της κερδοφορίας και της επιχειρηματικότητας. Ενώ εξακολουθεί να προϋποθέτει, ως κοινωνική βάση για την ανάπτυξή του, μια –ανύπαρκτη στις ημέρες μας –ισχυρή βιομηχανική εργατική τάξη, με κοινή ταξική συνείδηση και χωρίς προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας…
Αυτά, δε, επιδιώκονται και προβάλλονται ως στόχοι τού υπό σύσταση πολιτικού μορφώματος σε μια χώρα όπου…
Η πρώτη «σοσιαλδημοκρατική στιγμή» της εκφράστηκε πριν από 110 χρόνια από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, απορροφήθηκε δε αμέσως από τα πάθη του Εθνικού Διχασμού και της πολιτειακής διαίρεσης, αλλά και από τον μαξιμαλισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (βλ. τα δύο πρώτα τομίδια του έργου μου «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων: οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017»)…
Κυρίως, όμως, σε μια χώρα όπου το αίτημα του προοδευτικού αστικού εκσυγχρονισμού εξακολουθεί να μην έχει –ολοσχερώς τουλάχιστον –ικανοποιηθεί, όπως φαίνεται από τη (δυσ)λειτουργία του δικαιοδοτικού της συστήματος καθώς και της δημόσιας διοίκησης, της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας, την απουσία νομοθετικής σταθερότητας/σαφήνειας και εμπιστοσύνης στους θεσμούς, τη διάχυτη και ανεξέλεγκτη παραβατικότητα, την ευνοιοκρατία, την ημετεροκρατία, τον διαιωνιζόμενο «πελατειασμό», τον κομματισμό του κράτους και την κρατικοποίηση του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, την κυριαρχία του βραχυπρόθεσμου επί του μακροπρόθεσμου, του οργανωμένου ειδικού συμφέροντος επί του διάχυτου γενικού κ.ο.κ. (βλ. το έργο μου «Θεσμοί: Κρίση και ρήξη»)…
Αρα σε μια χώρα όπου το βασικό επιχείρημα του, ποιοτικού και έμπειρου αναμφίβολα, στελεχικού δυναμικού τού νέου φορέα θα μπορούσε άνετα να είναι η διαχειριστική υπεροχή του για τη διεκπεραίωση των αναγκαίων αυτών αλλαγών/προσαρμογών, σε σχέση με την ομάδα των μαθητευόμενων μάγων του ΣΥΡΙΖΑ: του κόμματος που, ενώ είδε την ηγεσία του να παίρνει διαζύγιο από το παρελθόν του, αδυνατεί να συνάψει επιτυχημένο γάμο με το παρόν του και σήμερα μετεωρίζεται στο άχρονο, δέσμιο ιδεοληψιών και ανικανοτήτων των πρωτοκλασάτων στελεχών του…
Πώς, όμως, να γίνει αυτή η αυθυπέρβαση από τους συγκεκριμένους επίδοξους ηγέτες μιας παράταξης που αρνείται να γίνει αυτή της ολοκλήρωσης του αστικού εκσυγχρονισμού;
Οπως οι ίδιοι λένε, «όλοι ΠαΣοΟΚ είμαστε»…
Υπό μια έννοια, δε, το ΠαΣοΚ υπήρξε το πατρογονικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ… (Απλά ο τελευταίος κάλυψε το κενό που άφησε η προσαρμογή του πρώτου στην πραγματικότητα…)
Ολως παρενθετικά: Μήπως τα δικαστήρια, εκδικάζοντα εγκλήματα, θα έπρεπε να αποφαίνονται όχι μόνο για την ποινική απαξία της πράξης, αλλά και για την κοινωνική επικινδυνότητα του δράστη; Από αυτή δε την τελευταία κρίση τους να εξαρτάται η χορήγηση των πενθήμερων αδειών;
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ