Το 2014 όλα έδειχναν ότι βρισκόμασταν κοντά στο τέλος της ελληνικής κρίσης. Για πρώτη φορά μετά το 2007 καταγραφόταν αύξηση του ΑΕΠ, η ανεργία βρισκόταν σε καθοδική πορεία, τα δημόσια οικονομικά πήγαιναν πολύ καλύτερα από τις προβλέψεις, το εξωτερικό ισοζύγιο ήταν ισοσκελισμένο και δύο μόλις χρόνια μετά τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία (PSI) η Ελλάδα δανειζόταν και πάλι από τις διεθνείς αγορές. Ολοι οι οίκοι και οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν σταδιακή έξοδο από τα μνημόνια και ισχυρούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.

Η εικόνα αυτή ανατράπηκε άρδην μετά την αποτυχία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Ακολούθησε μεγάλη περίοδος αναταραχής, ένα ακόμα μνημόνιο και μία υπερδιετής περίοδος αρνητικής ή μηδενικής ανάπτυξης. Ακόμα και με τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις στο τέλος του 2017 το πραγματικό ΑΕΠ θα είναι χαμηλότερο από αυτό που προβλεπόταν για εφέτος κατά 18 δισ. ευρώ. Αυτή είναι μια μόνιμη απώλεια στο διηνεκές. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η πορεία μεγέθυνσης του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια θα είναι αυτή που προβλεπόταν για την περίοδο μετά το 2014, κάθε χρόνο το πραγματικό ΑΕΠ θα είναι μειωμένο τουλάχιστον κατά το ποσό αυτό. Με οποιοδήποτε λογικό επιτόκιο προεξόφλησης, η απώλεια σε όρους παρούσας αξίας υπερβαίνει το ύψος του ΑΕΠ. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί ο εξανεμισμός της αξίας των μετοχών των τραπεζών και άλλες μικρότερες απώλειες (π.χ. μη επιστροφή κερδών ANFA/SMP). Ο λογαριασμός είναι, πραγματικά, δυσθεώρητος.
Παρότι το τρίτο μνημόνιο λήγει το 2018, αυτή την εβδομάδα ψηφίστηκαν μέτρα που θα υλοποιηθούν ως το 2020.

Αυτός είναι ο λόγος που, δικαιολογημένα, πολλοί αναφέρονται σε αυτά ως «τέταρτο μνημόνιο». Τα μέτρα αφορούν κυρίως τη σημαντική μείωση του αφορολόγητου ορίου και την παραπέρα περικοπή των συντάξεων (και μέσω του «παγώματός» τους ως το 2022). Και στους δύο τομείς, η Ελλάδα διαφέρει πολύ από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρά τις σημαντικές μειώσεις συντάξεων, το ποσοστό της συνταξιοδοτικής δαπάνης στο ΑΕΠ της Ελλάδας είναι το υψηλότερο στην ΕΕ. Επίσης, ο λόγος του αφορολόγητου ορίου προς το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα είναι μακράν ο υψηλότερος στην ΕΕ. Ομως οι διανεμητικές επιπτώσεις των μέτρων είναι αντιστρόφως προοδευτικές, εφόσον αναμένεται να πλήξουν αναλογικά περισσότερο τα εισοδήματα εκείνων που βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατανομής του εισοδήματος, ενώ η μείωση που θα προκαλέσουν στη ζήτηση αναμφίβολα θα επιδράσει αρνητικά στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση παρουσίασε στη Βουλή σειρά «αντιμέτρων» που θα υλοποιηθούν μόνο αν τα πρωτογενή πλεονάσματα ξεπεράσουν το 3,5% του ΑΕΠ. Πολλά από αυτά είναι ιδιαιτέρως θετικά –κυρίως μειώσεις φορολογικών συντελεστών που αποθαρρύνουν την οικονομική δραστηριότητα και δράσεις του κράτους πρόνοιας προς τα πλέον αδύναμα μέλη του πληθυσμού. Ομως, είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο αν μπορούμε να επιτύχουμε τόσο υψηλά πλεονάσματα ώστε να υλοποιηθούν (για να ενεργοποιηθεί το σύνολο των αντιμέτρων, τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να ανέλθουν στο 7,5% του ΑΕΠ!).

Το επόμενο βήμα αφορά τις ρυθμίσεις για το ελληνικό χρέος. Μια συμφωνία Γερμανίας και ΔΝΤ για την περιγραφή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που θα εφαρμοσθούν το 2018 είναι εφικτή. Κατά πάσα πιθανότητα αυτά θα αφορούν συνδυασμό επιμηκύνσεων λήξεων και περιόδων χάριτος και, ενδεχομένως, μείωση επιτοκίων, ώστε οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ ως το 2030 και το 20% τα επόμενα χρόνια. Η συμφωνία αυτή θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το τελευταίο θα μειώσει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, θα επιτρέψει την έκδοση ομολόγων για πρώτη φορά από το 2014 και, σταδιακά, θα επιτρέψει τις ελληνικές τράπεζες να εκδώσουν ομόλογα με λογικά επιτόκια και θα μειώσει το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων.
Στη συζήτηση για το χρέος υπάρχει μια σημαντική παράμετρος που δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στον δημόσιο διάλογο. Είναι λογικό ότι τμήμα της μείωσης του χρέους θα επωμισθούν οι έλληνες πολίτες μέσω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων. Ομως, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες που πέτυχαν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετά χρόνια. Σε αυτές το χρέος το διακρατούσαν κυρίως εγχώριες τράπεζες. Κάθε φορά που μειωνόταν το δημόσιο χρέος, υπήρχαν περισσότεροι πόροι για δανεισμό προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, με θετικές επιπτώσεις στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσής τους. Το ελληνικό χρέος διακατέχεται κυρίως από ξένες κυβερνήσεις. Επομένως, υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για την ταχεία αποπληρωμή του χρέους σημαίνουν λιγότερους διαθέσιμους πόρους για χρηματοδότηση επενδύσεων, βραδύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης (και, ενδεχομένως, νέα αιτήματα αναδιάρθρωσης).
Αυτό μας φέρνει στο πιο σημαντικό σημείο της συζήτησης. Σχεδόν πάντα τα προβλήματα βιωσιμότητας χρέους λύνονται κυρίως μέσω της οικονομικής ανάπτυξης. Το ζητούμενο για να αναπτυχθεί ταχύρρυθμα τα επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία είναι η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, με ενίσχυση κυρίως των επενδύσεων και των εξαγωγών. Οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ στη χώρα μας βρίσκονται σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο (οι καθαρές επενδύσεις, αν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις, είναι αρνητικές). Υπάρχουν τρεις παράγοντες που, κανονικά, θα έπρεπε να κάνουν τη χώρα μας ελκυστικό προορισμό παραγωγικών επενδύσεων: σημαντικό αργούν παραγωγικό δυναμικό, χαμηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων και μεγάλος αριθμός ανέργων υψηλών προσόντων και σχετικά χαμηλού κόστους. Ομως, επενδύσεις δεν γίνονται. Εν μέρει αυτό οφείλεται σε «παραδοσιακά» ελληνικά προβλήματα (γραφειοκρατία κ.λπ.) αλλά αυτά υπήρχαν και σε περιόδους υψηλού ποσοστού επενδύσεων. Ο κύριος λόγος έχει να κάνει με την ύπαρξη αβεβαιότητας και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η αβεβαιότητα περιορίζεται. Ομως, το αντιεπενδυτικό κλίμα εξακολουθεί να υπάρχει έστω και σε χαμηλότερο επίπεδο από την προηγούμενη διετία (δάση και αρχαιολογικοί χώροι στο Ελληνικό, μουσεία στον ΟΛΠ, νέες τριβές με την Ελληνικός Χρυσός κ.λπ.). Αυτοί είναι οι παράγοντες που πρέπει να αλλάξουν αλλά, δυστυχώς, φαίνεται να υπάρχουν στο DNA της κυβέρνησης.
Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ