Σχολιάζοντας με την επιφυλλίδα μου της 22ας Ιανουαρίου («Μετά είκοσι έτη») τη συμπλήρωση δύο δεκαετιών από τη δημοσίευση (1996) στο αμερικανικό περιοδικό Social Text του κειμένου με το οποίο ο φυσικός Αλαν Σόκαλ σατίριζε τη βεβαιότητα των μεταμοντέρνων θεωρητικών περί του παντός ως προϊόντος κοινωνικής κατασκευής –δημοσίευση η οποία προκάλεσε την περίφημη διαμάχη που αποκλήθηκε «Υπόθεση Σόκαλ» –μνημόνευα και την παρώδηση από τους Σόκαλ και Μπρικμόν (1997) της σκοτεινής φρασεολογίας τους. Η συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τη μεταφορά της διαμάχης και στα καθ’ ημάς (1997) μάς δίνει την αφορμή να μιλήσουμε για αυτή τη σκοτεινότητα, για τα χαρακτηριστικά της οποίας πολλά έχουν ειπωθεί, όχι όμως και όσα θα μπορούσε κανείς να πει για τις πηγές της.
Για να εντοπίσει κανείς αυτές τις πηγές θα έπρεπε πρώτα να ειπωθούν τα εξής αυτονόητα: Υπάρχουν δύο είδη κειμενικής σκοτεινότητας. Το πρώτο είναι αποτέλεσμα των ιδιαίτερων εννοιών και όρων ενός γνωστικού πεδίου. Η σκοτεινότητα αυτή είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, ή εξαλείφεται, ανάλογα με τον βαθμό εξοικείωσης με το γλωσσικό ιδίωμα του πεδίου. Το δεύτερο είδος που απορρέει από την ελλιπή ικανότητα ακριβούς διατύπωσης είναι εκείνο των συλλογιστικών κενών, των συντακτικών ασυνεπειών, των ακυρολεξιών, των αντιφάσεων. Αυτά τα δύο είδη εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια της πορείας της δυτικής σκέψης έως σήμερα. Ωστόσο υπάρχει και μια ιδιαίτερη περίπτωση του δεύτερου είδους, η οποία περιέχει μια πρόσθετη πηγή σκοτεινότητας, που αποτελεί τον κύριο παράγοντα της σκοτεινότητας των μεταμοντέρνων κειμένων. Πρόκειται για μιαν αιτία που εμφανίζεται με τη μορφή μιας θεωρητικής διατύπωσης υπαγορευμένης λιγότερο από την επιδίωξη της ακρίβειας και περισσότερο από την ώθηση μιας ανομολόγητης επιθυμίας.
Η θεωρητική διατύπωση συνοψίζεται εύγλωττα (αλλά όχι εναργώς) στον ισχυρισμό της Τζούλια Κρίστεβα ότι οι Σόκαλ και Μπρικμόν ως θετικοί επιστήμονες δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ότι «ο λόγος των επιστημών του ανθρώπου είναι πιο κοντά στη λογοτεχνία παρά στην επιστήμη». Η Κρίστεβα έχει, βέβαια, ξεχάσει ότι τη σκοτεινότητα του λόγου των μεταμοντέρνων είχαν ψέξει πριν από τους δύο φυσικούς αρκετοί διανοητές των επιστημών του ανθρώπου (Μπουβρές, Κομπανιόν, Τοντορόφ, Λέρνερ, Τάλις και πολλοί άλλοι)· όπως έχει ξεχάσει να προσδιορίσει πόσο κοντύτερα στη λογοτεχνία –ακριβέστερα, πόσο μακριά από τον λόγο της γλωσσικής ορθολογικότητας –βρίσκεται ο λόγος των επιστημών του ανθρώπου. Ωστόσο είναι προφανές ότι στη βάση της επιχειρηματολογίας της βρίσκεται η πεποίθηση ότι οι γνωστικές αναζητήσεις των επιστημών του ανθρώπου μπορούν να ευοδωθούν και με έναν λόγο ενορατικό, παρόμοιο με τον λογοτεχνικό, που είναι λόγος μεταφορικός. Πεποίθηση που ξεκινάει από τη μεταμοντέρνα ιδέα ότι δεν υπάρχει τίποτε έξω από το κείμενο, γιατί ολόκληρη η γνώση μας του κόσμου είναι διαμεσολαβημένη από τη γλώσσα· ότι, επειδή αυτή η διαμεσολάβηση σημαίνει μεταφορικότητα, κάθε χρήση της γλώσσας είναι μεταφορική· και ότι επειδή δεν υπάρχει μη μεταφορική γλώσσα δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στον θεωρητικό και στον λογοτεχνικό λόγο.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η αντίληψη αυτή είναι αντίληψη μόνο των μεταμοντέρνων θεωρητικών και ότι δεν τη συμμερίζονται οι λογοτέχνες που εξακολουθούν, παράλληλα με τα λογοτεχνικά τους έργα, να γράφουν (όσοι γράφουν) δοκίμια με τον τρόπο της ορθολογικής διατύπωσης. Δεν τη συμμερίζονται γιατί έχουν εσωτερικότερη γνώση και αίσθηση της λογοτεχνίας απ’ ό,τι οι θεωρητικοί της. Είναι ακριβώς η έλλειψη εσωτερικότερης επαφής εκείνο που κάνει μάταιη την προσπάθεια αυτών των θεωρητικών να εκφραστούν και με «ενορατικό» θεωρητικό τρόπο. Διότι είναι προφανές ότι η «λογοτεχνικότητα» των κειμένων τους είναι λογοτεχνικότητα εξωτερική· ότι δεν πηγάζει τόσο από μιαν ανάγκη οργανική όσο από μια λογοτεχνική φιλοδοξία. Νιώθει κανείς διαβάζοντας την αυτάρεσκα ακκιζόμενη πρόζα τους ότι το απώτερο αντικείμενο του πόθου τους είναι η αίγλη του καλλιτέχνη.
Το επιχείρημα ότι και ο λόγος των επιστημών του ανθρώπου είναι μεταφορικός είναι σαθρό. Η χρήση της μεταφοράς δεν σημαίνει αναγκαστικά λογοτεχνικότητα, γιατί μια μεταφορά μπορεί να είναι λογοτεχνική αλλά μπορεί και να μην είναι. Η λογοτεχνικότητα στον θεωρητικό λόγο, είτε με τη χρήση της μεταφοράς είτε με άλλον τρόπο, είναι βέβαια αναγκαία όταν δεν μπορεί να διατυπώσει κανείς ακριβέστερα τη σκέψη του. Ομως η «λογοτεχνικότητα» των κειμένων των θεωρητικών αυτών φαίνεται να αδιαφορεί για την ακριβή διατύπωση. Καθώς οι ρητορικές πιρουέτες τους δεν της επιτρέπουν να λειτουργήσει μεταφορικά ή συμβολικά, εξαντλείται ως ένα παιχνίδι στην επιφάνεια του σημαίνοντος, καταλήγοντας σε μια σκοτεινότητα διανοητική που δεν έχει καμία σχέση με την ποιητική «σκοτεινότητα».
Θέτω εδώ τη λέξη σκοτεινότητα εντός εισαγωγικών, γιατί ο πραγματικός λογοτεχνικός λόγος είναι το άκρο αντίθετο της σκοτεινότητας: είναι η υπέρτατη μορφή της διαυγούς χρήσης της γλώσσας (ένα ποίημα μπορεί να είναι σκοτεινό μόνο αν είναι κακό ποίημα, ή αν το διαβάζουμε όχι όπως πρέπει να διαβάζουμε την ποίηση αλλά με διανοητικό μόνο τρόπο). Οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί της εποχής μας –όσοι έχουν απομείνει ακόμη –συνεχίζουν να υποδύονται τον σκοτεινό Ηράκλειτο ενώ συμπεριφέρονται σαν τους «βαθύνοες» μιμητές του (τους μεταμοντέρνους της αρχαίας εποχής), οι οποίοι όταν τους ζητούσαν να εξηγήσουν τι εννοούν «ρηματίσκια αινιγματώδη ανασπώντες απετόξευον».
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ