Τους κοιτάζεις και τρελαίνεσαι. Εφήμεροι μαχητές, πολιτευτές, ακόμη και μαϊντανοί της μικρής οθόνης ξεχύνονται στη δημόσια ζωή για να υποστηρίξουν την υποψηφιότητά τους, και –εύκολα –συντάσσονται εναλλάξ με τον έναν ή τον άλλον πολιτικό σχηματισμό.

Κάθε προσκεκλημένος σε πολιτική συζήτηση, οπουδήποτε, από τους μεγαλύτερους τηλεοπτικούς σταθμούς (τοπικούς ή πανελλαδικούς) έως τα καφενεία σε όλη την Ελλάδα, υποστηρίζει το κόμμα του. Η ανταμοιβή του είναι η άνοδος στην κομματική ιεραρχία, που συνήθως εξαρτάται από την εύνοια της ηγετικής ομάδας.
Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις όλων αυτών των επίδοξων βουλευτών (διότι τη βουλευτική έδρα φλερτάρουν) αποκαλύπτουν, όμως, μια σημαντική παθογένεια της πολιτικής μας ζωής: την απώλεια της πολιτικής ταυτότητας ενός εκάστου.
Τα τελευταία χρόνια, κυριαρχούν συνθήματα περί συναινέσεως πολιτικής, κομματικών συνεργασιών και προγραμματικών συγκλίσεων.
Το φαινόμενο δεν έχει επικρατήσει πλήρως, αλλά ελάχιστοι κάνουν Πολιτική. Οι περισσότεροι, όντας υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν την πολιτική γραμμή, περιπίπτουν σε αντιφάσεις. Οπως τα κόμματα αλλάζουν γραμμή, αλλάζουν πλεύση και οι οπαδοί. Εν πολλοίς, δεν υπάρχουν πλέον ιδεολόγοι με κομματικές ταυτότητες.
Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι οι οπαδοί της συντηρητικής παράταξης κατηγορούσαν τους Κεντρώους ως συνοδοιπόρους των Αριστερών, και οι Δημοκρατικοί λοιδορούσαν τους Συντηρητικούς ως παρακρατικούς.
Τώρα, ο οποιοσδήποτε πολιτικός αρχηγός μπορεί να συνεργάζεται, ή να επιζητεί τη συνεργασία, με κόμματα άκρως αντίθετης ιδεολογίας.
Είναι, ίσως, δείγμα πολιτισμού η χωρίς φανατισμούς πολιτική ζωή. Η ήρεμη πολιτική ζωή, ωστόσο, πολλές φορές υποδηλώνει πολιτική ανεπάρκεια· μοιάζει αδύναμη και ανίκανη να παραγάγει Πολιτική.
Το αποτέλεσμα είναι να νοσταλγεί κανείς την εποχή που η πολιτική ηγεσία έδινε κοινωνικές μάχες, στις οποίες οι πολίτες έβρισκαν υλικό για καρποφόρα συζήτηση.
Ποιος μπορεί σήμερα να διακρίνει με σιγουριά την πολιτική ταυτότητα του διπλανού του;
Μπόρα είναι, θα περάσει…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ