Οταν συζητούν οι φιλόσοφοι για το τι είναι «ηθικόν» (και το συζητούν εντατικά εδώ και κάμποσους αιώνες) το σημαντικότερο που μπορεί να προκύψει είναι κάποια διδακτορική διατριβή. Αλλά η συζήτηση γίνεται πολύ πιο «ευπώλητη» όταν εμπλακούν οι πολιτικοί. Κατά το σωτήριον έτος 2008 ο «εκλιπών» Γιώργος Βουλγαράκης, υπουργός τότε, ταύτισε το ηθικό με το νόμιμο και η χώρα κουφάθηκε από τις σάλπιγγες της ιερής αγανάκτησης –και δικαίως, γιατί η αντίληψη ενός υπουργού περί ηθικής είναι κάτι παραπάνω από προσωπική του υπόθεση. Η εξίσωση του υπουργού ανακοινώθηκε τον καιρό που εκόχλαζε η αίσθηση της επερχόμενης κρίσης. Στα χρόνια που ακολούθησαν η ηθική των εταίρων τού παλαιάς κοπής δικομματισμού, όσων συλλήβδην ταξινομήθηκαν ως αμαρτωλό παρελθόν και όσων δεν ύψωσαν το αντιμνημονιακό μπαϊράκι, λιθοβολήθηκε μέσα στον μανιχαϊστικό ορυμαγδό από τον οποίον ανέτειλε το «ηθικό πλεονέκτημα» της πρώτη φορά Αριστεράς.
Ο Αριστοτέλης, που ήταν κάθε άλλο παρά «αριστερός», στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έβλεπε τη διατύπωση «ηθικό πλεονέκτημα» ως τυπικό παράδειγμα «λήψεως του ζητουμένου», τουτέστιν του λογικού σφάλματος κατά το οποίο εμμέσως προϋποθέτεις ως δεδομένο αυτό που μένει να αποδειχτεί. Από την άλλη μεριά, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αυτό το πλεονέκτημα παράγωγο της πεποίθησης ότι διαχρονικά το κοινωνικό συμβόλαιο που προτείνει η Αριστερά είναι κατά τεκμήριο πιο δίκαιο. Είναι όμως πολύ πιθανότερο ότι όσοι μιλούσαν για ηθικό πλεονέκτημα στην πρόσφατη πολιτική μας ιστορία δεν είχαν άλλο κατά νου πάρεξ το γεγονός ότι η Αριστερά ήταν αθώα του αίματος και αγνή επειδή μέχρι πρόσφατα δεν της είχε λάχει μερτικό κυβερνητικής εξουσίας. Αν αφαιρέσετε το «κυβερνητικής», εδώ έχουμε άλλη μια τρανή περίπτωση «λήψεως του ζητουμένου», αφού και χωρίς τυπική εξουσία η Αριστερά συνέβαλε αποφασιστικά, μεταξύ άλλων, και στη δημοσιοϋπαλληλική αποχαύνωση της χώρας. Ωστόσο, μαζί με τον Αριστοτέλη, τώρα μπορούμε να θυμηθούμε και τον ρωμαίο Οβίδιο ο οποίος, ανερυθρίαστα σεξιστικός όπως και το σύνολο της κλασικής Αρχαιότητας, αποφάνθηκε νωρίς ότι «αγνή είναι μονάχα εκείνη που δεν τη λαχτάρησε ακόμη κανένας» –και ο νοών νοείτω.
Τώρα που τη λαχτάρησαν αρκετοί για να λάβει εξουσία, η νοήμων Αριστερά πρέπει ήδη να κατάλαβε τουλάχιστον δύο πράγματα: ότι η ηθική είναι το πιο ύπουλο αλλά και συνάμα το πιο εύχρηστο ψευδώνυμο της ηθικολογίας και, κυρίως, ότι «ηθικολογίαν έδωκες, ηθικολογίαν θα λάβεις» –και μάλιστα ότι είναι άξιον και δίκαιον να λάβεις περισσότερη από όσην έδωσες επειδή η ηθική ήταν, όπως φάνηκε από τα πράγματα, η μόνη πραμάτεια που είχες να πουλήσεις. Και τώρα ίσως να το κατάλαβε καλύτερα και ο κόσμος ότι πιο βαθιά μέσα στη σκοτεινή σήραγγα με το «παλιό, το διεφθαρμένο, τους στυγνούς τεχνοκράτες και τους σαμαροβενιζέλους» παραμόνευε το χειρότερο: πλεόνασμα ηθικολογίας και έλλειμμα πολιτικού know how. Το πρώτο κουβαλάει νερό στον μύλο της γενικής απαξίωσης μέσα, το δεύτερο επιτείνει την αναξιοπιστία της πολιτικής τάξης έξω.
Και τα δυο μαζί σπρώχνουν τον κόσμο από την έλλογη ένσταση στον σαρωτικό μηδενισμό σε μια συγκυρία όπου όλο και περισσότεροι περιμένουν για να σαλτάρουν πάνω στην υπερταχεία της αντισυστημικότητας –στην υπερταχεία της αντισυστημικότητας που μπορεί να αποδειχτεί περαστική εκεί όπου λειτουργούν, περισσότερο ή λιγότερο, επί μακρόν καλλιεργημένα αντισταθμίσματα δημοκρατικής ευταξίας. Τι θα μπορούσε εξ αντιδιαστολής να συμβεί εδώ είναι κάτι που δεν θέλω και δεν θέλεις να ξέρεις.


O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ