Μαρία Καραβία
«Παράπλευρες απώλειες –
Παιδικά χρόνια στην Αθήνα της Κατοχής και του Εμφυλίου»

Κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Καπόν

… Το τουφεκίδι σταμάτησε κάποτε. Γραφτήκαμε κανονικά στο σχολείο. Ο εξάδελφός μου ο Μιχάλης στη Σχολή Μεταξά στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου απέναντι από τη Στρατιωτική Λέσχη. Ηταν δύο τα κτίρια της Σχολής Μεταξά. Το ένα σχολείο, το άλλο οικοτροφείο. Δεν ήταν συνεχόμενα όμως. Τα χώριζε ένα από τα ωραία και για πάντα χαμένα αρχοντικά της οδού Βασιλίσσης Σοφίας, η οικία Βόγλη.

(Πολύ αργότερα, όταν ήμασταν πια «δεσποινίδες», μια φίλη μου γνώρισε τον κύριο Βόγλη και δέχτηκε κολακευμένη την πρόσκλησή του σε γεύμα. Πήγε ευγενικά και την πήρε από το σπίτι της με το αυτοκίνητό του, αλλά όταν έφθασαν στον περιφερειακό του Λυκαβηττού άφησε το αυτοκίνητο να κυλάει προς τα κάτω με αυξανόμενη ταχύτητα, χωρίς να πατάει φρένο. Γλιτώσανε από θαύμα και το αστείο δεν επαναλήφθηκε. Σε λίγο, ο κύριος Βόγλης πήγε σ’ ένα από τα καφενεία της πλατείας Κολωνακίου, ανέβηκε στην καρέκλα κι άρχισε να σκορπάει χρυσές λίρες προς μεγάλο ενθουσιασμό των θαμώνων. Υστερα από αυτό, πήρε την άγουσα προς το Δρομοκαΐτειο και το σπίτι με τα παράξενα παράθυρα –τα τζάμια του έκαναν καμπύλη κι έλεγαν ότι ήταν κρυστάλλινα –εγκαταλείφθηκε, ώσπου έγινε, τι άλλο; Πολυκατοικία…)
Συστημένη από τη φίλη της μαμάς εγώ, την κυρία Ελένη Λέφα, γράφτηκα στο «Ελληνικό Εκπαιδευτήριο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και Δ. Ε. Ελευθεριάδη», όπως έγραφε η μεγάλη επιγραφή στην πρόσοψη, γνωστό ως πρώην Μακρή. Το σχολείο στεγαζόταν εκείνο τον καιρό στο σπίτι του Μαρή Εμπειρίκου, Βασιλίσσης Σοφίας και Νεοφύτου Βάμβα, και ήταν κι αυτό ένα από τα ωραία αρχοντικά της Αθήνας.
(Τρεις ανάγλυφες μαρμάρινες κολόνες που απέμειναν ως σήμερα, παλιές παραστάδες του κιγκλιδώματος μιλούν ακόμα για την αρχιτεκτονική του ποιότητα. Σε ελάχιστους βέβαια, γιατί κι αυτές θυσιάζονται κάθε τόσο στη μόδα των «γκραφίτι» που δίνουν τη χαριστική βολή στην πρωτεύουσα. Τις καθαρίζουν κατά καιρούς· αλλά σε λίγο, πάλι τα ίδια.)
Το σπίτι αυτό το έχει ζωγραφίσει ο Τσαρούχης και λίγο προτού κατεδαφιστεί άσπλαχνα και μείνει πάρκινγκ αυτοκινήτων για δεκαετίες, γυρίστηκε εκεί η ταινία «Το τελευταίο ψέμα», με πρωταγωνίστρια την Ελλη Λαμπέτη.
«Συγκατοικούσαμε με τον στρατό»


Οι αίθουσες του ισογείου, παλαιά σαλόνια του σπιτιού, είχαν δρύινα πατώματα και στο μεγάλο χολ της εισόδου μια σκάλα από ρόδινο μάρμαρο οδηγούσε στον επάνω όροφο. Στο πίσω μέρος, βρισκόταν ρομαντική σέρα που παρέπεμπε στη ζωή άλλων εποχών. Εμείς τη λέγαμε «τζαμαρία». Το μεσημέρι έμεναν εκεί όσοι είχαν να γράψουν κάποια τιμωρία.
Οι μάχες είχαν σταματήσει μέσα στην Αθήνα αλλά μαίνονταν πιο έξω. Συγκατοικούσαμε με τον στρατό. Στη σιδερένια αυλόθυρα της οδού Νεοφύτου Βάμβα υπήρχε φρουρός και φυλάκιο βαμμένο μπλε και άσπρο που είχε εκτοπίσει το κουβούκλιο του κυρίου Μήτσου, θρυλικού επιστάτη του σχολείου, κατόχου του επιβλητικού «κώδωνος», ρυθμιστή των διαλειμμάτων και της πολυπόθητης ώρας τερματισμού των μαθημάτων.
Το μεσημέρι σού έσπαγε τη μύτη το συσσίτιο των στρατιωτών. Οι κουζίνες τους είχαν εγκατασταθεί στο υπόγειο. Μοίραζαν και σ’ εμάς κάτι κονσέρβες χρώματος χακί που άνοιγαν με κλειδάκι και περιείχαν μπισκότα με σοκολάτα, φακελάκια με κακάο, γάλα σκόνη, τσάι, τσίκλες και φωτογραφίες ηθοποιών του κινηματογράφου. «Αμερικάνικη βοήθεια», συμπλήρωμα του δελτίου άρτου και της, νόστιμης και αξέχαστης για να πω την αλήθεια, «σούπας του μπακάλη». (Τέτοιες χακί κονσέρβες, που δεν είχαν ετικέτα, ημερομηνία λήξης, ούτε καμία άλλη ένδειξη, έβρισκε και ο πατέρας μου από έναν γάλλο μαυραγορίτη, τον Νοέλ Βισσινό, που άγνωστο πώς είχε εμφανιστεί στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση και είχε τον πάγκο του στην εσοχή μιας πολυκατοικίας στην αρχή της οδού Κανάρη. Υποθέτω ότι θα τις πουλούσαν οι ίδιοι οι στρατιώτες, ιδίως οι ξένοι στρατιώτες, για χαρτζιλίκι. Αυτές περιείχαν λουκάνικα με σόγια που μοσχοβολούσαν μόλις άνοιγες το κουτί. Και κάτι άλλες, πιο μικρές, δυο μπιφτέκια που μας τα έκαναν με λίγο λεμόνι «στον αχνό», ένα για τον Μιχάλη, ένα για μένα –οποία πολυτέλεια μετά την μακριά και ακούσια κατοχική νηστεία! Ο Βισσινό μιλούσε γαλλικά με τον πατέρα μου. Τα ελληνικά του ήταν ελάχιστα και παιδευόταν να συνεννοηθεί. Είχαν γίνει φίλοι κι ένα βράδυ τον κάλεσε στο σπίτι του για φαγητό. Με πήρε κι εμένα μαζί. Πήγαμε σ’ ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ όπου ο monsieur Noel έμενε με μια συμπαθητική νεαρή κυρία, την κυρία Καίτη, που δεν ήταν γυναίκα του. Μας περιποιήθηκαν πολύ και περάσαμε ωραία. Από τη θεία μου κρίθηκε «ανάρμοστο» όμως να με πάρει ο μπαμπάς κι εμένα σ’ αυτό το σπίτι. Το παράπτωμά του σιγοκουβεντιαζόταν για αρκετό καιρό μετά… Είναι αλήθεια ότι είχε κι άλλες γνωριμίες εκτός του κοινωνικού και οικογενειακού πλαισίου ο πατέρας μου. Για να συναντήσει τον κύριο Λολοσίδη, «έναν φίλο του από τη Μυτιλήνη», με είχε πάρει μαζί του για πρώτη φορά στο Μοναστηράκι που δεν ήταν γραφικό αλλά μάλλον θλιβερό και βρώμικο τότε. Τα μαγαζιά του ήταν γεμάτα παλιά, τριμμένα ρούχα που τα πουλούσαν οι άνθρωποι για μερικές δραχμές. Και υπήρχαν άλλοι, πιο φτωχοί που παζάρευαν και τ’ αγόραζαν για να τα φορέσουν.
«Ηταν μια φιγούρα παράξενη»


Ο κ. Λολοσίδης, μαυριδερός, με μούσι, με μακρύ καρό παλτό που του έφευγε από τους ώμους και μια βαριά δερμάτινη τσάντα – μπαουλάκι σαν αυτές που κρατούσαν οι γιατροί τον παλιό καιρό, ήταν έμπορος σιδηρικών κι έμενε σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο της περιοχής. Ηταν μια φιγούρα παράξενη, σαν ήρωας σκοτεινής ταινίας. Μετά από χρόνια, έμαθα ότι ήταν πατέρας του αγαπητού μου Γιώργου Λολοσίδη, του ζωγράφου, ενός νησιώτη άρχοντα που έφυγε κι αυτός πρόωρα από τη ζωή… Μέρος που δεν ήταν για παιδιά, «ανάρμοστο» είχε κριθεί επίσης ένα υπαίθριο καφενεδάκι, μια παράγκα με μερικά τραπεζάκια που είχε στηθεί στην αρχή της οδού Ριζάρη, δεξιά στο λοφάκι που υπάρχει ακόμα λίγο μετά το Πολεμικό Μουσείο. Στη θέση του Μουσείου ήταν στρατώνας τότε. Στο καφενεδάκι σύχναζαν άγγλοι στρατιώτες που φορούσαν γκρενά μπερέ και το βράδυ είχε μια σειρά μικρά μελαγχολικά λαμπιόνια κρεμασμένα από δέντρο σε δέντρο. Σταματούσαμε εκεί καμιά φορά γυρίζοντας σπίτι. Ο πατέρας μου έπινε ένα ούζο, εγώ μια γκαζόζα. Ακριβώς απέναντι, στον κήπο της Ριζαρείου ήταν ο τάφος της μαμάς…)
Για να πάμε σχολείο, περνούσαμε κάθε πρωί με τον Μιχάλη τη γέφυρα του Ιλισού. Η οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου δεν υπήρχε ακόμα. Το ποτάμι άλλοτε είχε κάποια πράσινα απόνερα κι άλλοτε κατέβαζε πολύ και καθαρό νερό. Είχε μάλιστα υψηλές όχθες και, από την πλευρά του Μεγάρου της Δουκίσσης Πλακεντίας, το Βυζαντινό Μουσείο, σπηλιές. Τις κατοικούσαν άνθρωποι που το πρωί έβγαζαν στον ήλιο στρωσίδια και μπουγάδες. Ελεγαν ότι ήταν Ρώσοι πρόσφυγες και ότι ήταν πρίγκιπες κάποιοι απ’ αυτούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ