Υποτίθεται ότι τα ιστιοφόρα έχασαν το μονοπώλιό τους στη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης: η «Καρτερία» του φιλέλληνα Χέιστινγκς ήταν το πρώτο παγκοσμίως ατμόπλοιο που ανέλαβε πολεμική δράση και η ναυμαχία του Ναβαρίνου ήταν το ρέκβιεμ των ιστιοφόρων στόλων. Κι έτσι δύο αιώνες μετά φθάσαμε στην κυριαρχία των πετρελαιοκίνητων σκαφών. Αλλά τι είναι τότε εκείνο που μας πιάνει όταν αντικρίζουμε φουσκωμένα πανιά στο καταγάλανο του Αιγαίου; Γιατί η ψυχή μας λαχταρά να «πετάξει σαν κύκνος»; Και πόσο μοιάζουν κατασκευαστικά τα τωρινά ιστιοφόρα με εκείνα των Ψαριανών; Αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτούς τους πρωταγωνιστές των καλοκαιριών μας, ανιχνεύουμε στη συνέχεια τα μυστικά των «ιστιοφόρων αναψυχής» και καταγράφουμε την εξέλιξη της τεχνολογίας τους.

Αν αναζητήσουμε στην Iστορία τις αναφορές σε «ιστιοφόρα αναψυχής», θα συναντήσουμε πρώτα τα μινωικά πλοία που κάνουν βαρκάδα στις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου της Θήρας, έπειτα την περιγραφή του τρεχαντηριού της Κλεοπάτρας και μετά… κενό ως το 1660, οπόταν ο βασιλιάς Κάρολος B’ της Αγγλίας επέστρεψε από το Aμστερνταμ με το γιοτ «Μary». Από τότε η λατρεία αυτών των μικρών ιστιοφόρων κατέλαβε όλους τους εστεμμένους και μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μεταλαμπαδεύθηκε σε όλους όσοι είχαν πρόσβαση στο υγρό στοιχείο και ένα κατάλληλο κομπόδεμα. Αλλά τι ήταν εκείνο που μεσολάβησε όλες αυτές τις χιλιετίες και τι το ιδιαίτερο χαρακτηρίζει τα γιοτ;

Η σύντομη απάντηση είναι συνάθροιση καινοτόμων λύσεων σε προβλήματα πλεύσης, σε δύο ολότελα διαφορετικά περιβάλλοντα. Και, μάλιστα, λύσεων που εστιάζονται αφενός στη διαχείριση του ανέμου και αφετέρου στον έλεγχο του σκάφους μέσα στο νερό.
Λατίνια και ντρακάρ
Το πρώτο περιβάλλον που γέννησε καινοτομία ήταν εκείνο του θαλάσσιου δρόμου των μπαχαρικών: Οι ναυτικοί που ξεκινούσαν από τον Μυός Ορμο της Αιγύπτου, περιέπλεαν τις ακτές της Αραβίας και της Περσίας και έφθαναν στον Ινδικό Ωκεανό συναντούσαν εκεί τους μουσώνες. Αν τους είχαν ούριους, έφθαναν στην Ινδία απνευστί. Αν όμως τους είχαν ενάντιους, έπρεπε να κωπηλατήσουν ξέψυχα πλάι σε άνυδρα παράλια. Αυτό ως τη στιγμή που κάποιος από τους καπετάνιους δίπλωσε το ορθογώνιο πανί του σε τρίγωνο και το κρέμασε εγκάρσια, από το κατάρτι ως την πλώρη. Τότε διαπίστωσε ότι το τριγωνικό πανί «έκλεβε τον αέρα» και μπορούσε να φουσκώνει ακόμη και ενάντιά του, αρκεί το σκάφος να πορευόταν υπό γωνία μέχρι 70 μοιρών προς τον άνεμο. Η πρόωση του πλοίου δεν προερχόταν τόσο από το άμεσο σπρώξιμο του ανέμου όσο από την υποπίεση που δημιουργούσε η πλαγιαστή αιχμή του πανιού στην πλώρη.
Η καινοτομία του τριγωνικού πανιού έφθασε στην αλεξανδρινή Αίγυπτο και από εκεί στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς… και σε όλη τη Μεσόγειο. Μία χιλιετία αργότερα οι Βορειοευρωπαίοι πρωτοαντίκρισαν τα πλοιάρια με το τριγωνικό πανί όταν έφτασαν ως σταυροφόροι στη Μέση Ανατολή. Τότε υπέθεσαν ότι τα «λατίνια» ήταν αραβική εφεύρεση, χωρίς να σκεφθούν ότι η συγκεκριμένη λέξη των Αράβων σήμαινε «λατινικά πανιά», δηλαδή ρωμαϊκά.
Στην άλλη όχθη της ηπείρου τους, στη Βόρεια Θάλασσα, είχε επιτελεστεί η δεύτερη σχετική καινοτομία, από τον 6ο αιώνα μ.Χ.: Οι ναυτικοί της Δανίας και της Νότιας Σκανδιναβίας ξανοίγονταν όλο και μακρύτερα από τις ακτές τους, ψάχνοντας κατάλληλα αγκυροβόλια στις ακτές του κεχριμπαριού, στις σημερινές χώρες της Βαλτικής. Είχαν όμως να αντιμετωπίσουν από τη μία σφοδρές θύελλες και από την άλλη ρηχά νερά γεμάτα ξέρες. Βρήκαν τη λύση με το να διαμορφώσουν ένα σχεδόν επίπεδο κύτος στις βάρκες τους –τα περίφημα ντρακάρ –από την πλώρη ως την πρύμνη. Αυτή η επίπεδη γάστρα τούς επέτρεψε από τη μία να πλέουν στο πέλαγος χωρίς να διολισθαίνουν πλάγια σε κάθε ριπή του ανέμου και από την άλλη να φθάνουν στην όχθη χωρίς να «βρίσκουν» στους υφάλους. Ετσι έγιναν οι πασίγνωστοι Βίκινγκς, που στράφηκαν αργότερα προς τη Δύση και έφθασαν όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά και στη Γαλλία, στην Ιρλανδία, στην Ισλανδία, στη Γροιλανδία και στην Αμερική. Αργότερα στράφηκαν και στον Νότο, φθάνοντας ως τα παράλια της Ισπανίας. Εκεί ίσως γνώρισαν και την ανατολίτικη καινοτομία, το λατίνι.
Καταδιωκτικά για πειρατές
Στις αρχές του 17ου αιώνα η Ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών αντιμετώπιζε ένα ιδιόμορφο πρόβλημα πειρατείας στα πάτρια νερά: καθώς τα μεγάλα εμπορικά ιστιοφόρα της προσέγγιζαν φορτωμένα το λιμάνι του Αμστερνταμ, ελαφρά σκάφη ξεπετάγονταν πίσω από τις ξέρες και έκαναν ρεσάλτο. Για να αντιμετωπίσει αυτούς τους νέους Βίκινγκς, καινοτόμησε όπως οι Ρόδιοι του 300 π.Χ. που έφτιαξαν την τριημιόλια για να πιάνουν τις τριήρεις των πειρατών: σχεδίασε ένα γρήγορο και ρηχό καταδιωκτικό σκάφος που το ονόμασε γιάγκεν (jagen) και αργότερα γιοτ (yaght). Ως το 1660 είχε στόλο ολόκληρο από τέτοια «σκάφη ακτοφυλακής» και ένα από αυτά δώρισε στον άγγλο βασιλιά η πόλη του Αμστερνταμ.
Η επόμενη σημαντική βελτίωση στον σχεδιασμό των γιοτ ήρθε το 1800, όταν οι ολλανδοί ναυτικοί έφεραν στην πατρίδα τους το μυστικό της ευελιξίας των πειρατών της Σιγκαπούρης: ήταν το σκαληνό κινεζικό πανί –το λουγκ (lug rig). Το πλαγιαστό πάνω άκρο του «έκλεβε τον αέρα» σχεδόν όσο το λατίνι, αλλά το γεγονός ότι δεν ήταν σταθερά προσαρμοσμένο στο μεσιανό κατάρτι επέτρεπε τη γρήγορη αλλαγή πορείας.
Στη διάδοση της ερασιτεχνικής ιστιοπλοΐας συνετέλεσαν τον 19ο αιώνα οι θρύλοι πιονιέρων όπως ο Βρετανός Ρίτσαρντ Ταϊρέλ Μακμάλεν, ο οποίος έκανε τον περίπλου των βρετανικών νήσων, και ο Αμερικανός Τζόσουα Σλόκουμ, ο οποίος περιέπλευσε μόνος του την υδρόγειο. Επίσης η ένταξη της ιστιοπλοΐας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, από το 1900, έφερε το σπορ στον ορίζοντα και των μη γαλαζοαίματων νέων.
Η εκλαΐκευση του γιότινγκ
Για την οικονομικά ρημαγμένη Ευρώπη του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ιστιοφόρο χόμπι των εστεμμένων της ήταν πια μια κραυγαλέα παραφωνία. Ετσι ο ένας μετά τον άλλον οι βασιλείς και οι πρίγκιπες σταμάτησαν τις παραγγελίες γιοτ. Ωστόσο στην άλλη μεριά του πλανήτη συνέβαινε το αντίστροφο: η επαφή των στρατιωτών της Αμερικής με το υγρό στοιχείο του Ειρηνικού και οι χιλιάδες βάρκες που τους είχαν διατεθεί κατά τις επιχειρήσεις τους έφεραν μια πρωτόγνωρη εξοικείωση με την απόλαυση της βαρκάδας στη θάλασσα. Επιστρέφοντας λοιπόν στο «αμερικανικό όνειρο» των δεκαετιών του ’50 και του ’60, χιλιάδες άνθρωποι της αστικής και της εργατικής τάξης βάλθηκαν να αποκτήσουν το δικό τους «σκάφος αναψυχής». Ο κυρίαρχος σχεδιασμός των γιοτ που επέλεγαν ήταν το λεγόμενο Bermuda rig, που συνδύαζε δύο τριγωνικά πανιά –ένα προς την πλώρη και ένα προς την πρύμνη. Επίσης πρωτοεμφανίστηκαν τότε και τα catamaran, τα δίξυλα ιστιοφόρα των ιθαγενών του Ειρηνικού. Και έπειτα το νεότευκτο χόμπι τους απέκτησε και αθλητική αναφορά, καθώς ο περίφημος ετήσιος αγώνας ιστιοπλοΐας «America’s Cup» ενέταξε μετά τον πόλεμο στις κατηγορίες του και τον διαγωνισμό φθηνών 12μετρων σκαφών.
Τη συνέχεια την είδαμε να εκτυλίσσεται και στις θάλασσές μας, με την άνθηση και την εξάπλωση του παράλιου τουρισμού. Στη χρήση πολυεστερικών πανιών κάθε σχήματος και συνδυασμού σχημάτων προστέθηκαν κινητές καρίνες, συνθετικά υλικά κατασκευής των σκαφών που ελαχιστοποιούσαν τις ανάγκες συντήρησης και όργανα ναυσιπλοΐας που επέτρεπαν τον ανεξάρτητο πλου έξω από κάθε γνωστή ρότα. Σταδιακά βρήκαν τη θέση τους στα γιοτ τεχνολογίες που πρωτοαναπτύχθηκαν στα χρόνια του πολέμου για την πλοήγηση των υποβρυχίων, δορυφορικές τηλεπικοινωνίες, τεχνολογίες αυτόματου εντοπισμού θέσης (GPS) και συνεχής μετεωρολογική ενημέρωση. Η επανάσταση της μικροηλεκτρονικής και της πληροφορικής επέτρεψε τη σμίκρυνση όλων των σχετικών οργάνων ώστε να χωρούν στο πιλοτήριο και μιας μικρής βάρκας. Επιπλέον, η παροχή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας –από φωτοκύτταρα και ανεμογεννήτριες –αύξησε την αυτονομία τους σε βαθμό που να επιτρέπει ακόμη και ωκεάνια ταξίδια.
Λογικά, η πτώση του κόστους κατασκευής και συντήρησης, η συνεχής τεχνολογική βελτίωση και η συσσώρευση του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού σε παράκτιες μεγαλουπόλεις είναι παράγοντες που εγγυώνται μια διαρκή επέκταση της ερασιτεχνικής ιστιοπλοΐας. Θα μπορούσε ακόμη και να φανταστεί κανείς τη μελλοντική κυριαρχία τους ως μέσου όχι μόνο αναψυχής αλλά και μεταφοράς σε νησιωτικές χώρες όπως η δική μας. Ωστόσο οι εκπλήξεις της κλιματικής αλλαγής, η αθεράπευτη παγκόσμια οικονομική κρίση και η διαρκής αύξηση της πειρατείας είναι προς το παρόν οι συγκυρίες που «γυρίζουν τον άνεμο ανάποδα». Οπότε την επόμενη φορά που θα δείτε πανιά φουσκωμένα στη θάλασσα χαρείτε τα διπλά: ίσως βλέπετε το κύκνειο άσμα τους.
Ποιο είναι το ταχύτερο ιστιοφόρο;
Ψάχνοντας στη διεθνή αγορά ιστιοφόρων αναψυχής θα βρείτε γιοτ που «τρέχουν» το πολύ με 47 κόμβους (δηλαδή 88 χιλιόμετρα την ώρα). Η ταχύτητα αυτή είναι όχι μόνο υπεραρκετή αλλά ως και επικίνδυνη. Αν ωστόσο επιμένετε για «ρεκόρ», θα τα βρείτε σε catamaran που… πετούν πάνω από το νερό. Συγκεκριμένα, οι διαγωνιζόμενοι στο «America’s Cup» έχουν αναπτύξει ειδικά υποβρύχια πέδιλα που σηκώνουν το σκάφος μόλις αρχίσει να αναπτύσσει ταχύτητα, έτσι ώστε στη συνέχεια η επαφή με το νερό να είναι ελάχιστη. Χρησιμοποιώντας δε στο κατάρτι τους «λεπίδες» παρόμοιες με τα φτερά αεροπλάνου, κατορθώνουν να αποκτούν ταχύτητα πολλαπλάσια εκείνης του ανέμου.
Το πρώτο τέτοιο σκάφος που «έσπασε τα κοντέρ» ήταν το τριπλό καταμαράν «L’ Hydroptere». Με μήκος 22,5 μέτρων, κατάρτι ύψους 24 μέτρων και βάρος 7,5 τόνων, ήταν το πρώτο που έπιασε ταχύτητα 80 χιλιομέτρων την ώρα. Ακολούθησε το μονό καταμαράν «Sailrocket 2», που κατόρθωσε να πιάσει τα 120 χιλιόμετρα την ώρα, το 2012.
Υπάρχουν όμως και ταχύτατα ιστιοφόρα –και κατά πολύ φθηνότερα των προαναφερθέντων –σε κατηγορίες που δεν τις φαντάζεστε: Πριν από οκτώ χρόνια ο Γάλλος Αντουάν Αλμπό έπιασε με την… ιστιοσανίδα του τα 90 χιλιόμετρα την ώρα και το 2010 ο Αμερικανός Ρομπ Ντάγκλας «χτύπησε» με ιστιοσανίδα-αετό (kite-surfing) τα 103 χιλιόμετρα την ώρα!
Οι καινοτομίες των σύγχρονων γιοτ
Αν θελήσουμε να εντοπίσουμε τις σημαντικότερες τεχνολογικές καινοτομίες που έχουν ενσωματώσει τα σύγχρονα γιοτ, μάλλον θα εστιάσουμε στις εξής:
1. Πανιά και σχοινιά
Τα ιστιοφόρα που μετέχουν σε διεθνείς αγώνες έχουν καταλήξει στη χρήση πανιών που απαρτίζονται από στρώσεις διαφόρων υλικών, καθώς αυτά επιτρέπουν τη διαστολή και την αιχμαλώτιση μεγάλου όγκου αέρα. Εχουν όμως το μειονέκτημα ότι δεν αντέχουν πάνω από δύο χρόνια χρήσης. Ετσι τα περισσότερα ιστιοφόρα αναψυχής επιμένουν να χρησιμοποιούν πανιά από Dacron, που αντέχουν καλύτερα στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου. Ως προς τα σκοινιά, κυρίαρχες είναι οι ίνες πολυαιθυλενίου –όπως η Spectra και η Dyneema –που αντέχουν τεράστια φορτία.
2. Υλικά κατασκευής
Τα γιοτ γνώρισαν μια κοσμογονία στη δεκαετία του ’60, όταν εμφανίστηκε το υαλόνημα. Χάρη σε αυτό το ελαφρύ και ανθεκτικό υλικό τα τοιχώματα των σκαφών έγιναν εξαιρετικά λεπτά. Η τεχνολογία κατεργασίας του υαλονήματος τελειοποιήθηκε στη Γαλλία τη δεκαετία του ’70, όταν εφευρέθηκαν η απορρόφηση της περίσσειας ρητίνης με ενσάκιση κενού (vacuum bagging) και η διαπότιση με έγχυση ρητίνης (resin infusion).
3. Μεταβλητός σχεδιασμός σκάφους
Τα σύγχρονα γιοτ αναψυχής μοιάζουν με τους ξύλινους προγόνους τους μόνο στην πλώρη. Το υπόλοιπο σκάφος έχει στο κέντρο κινητά μέρη που βελτιώνουν την πλεύση και στο πίσω μέρος γίνεται σχεδόν επίπεδο, προσφέροντας ευρυχωρία και άνεση για τους επιβάτες. Επίσης ενσωματώνουν συνήθως μηχανή και προπέλα για τον ελλιμενισμό. Εξαιρετική καινοτομία ήταν και η εμφάνιση «αυτοματισμού παρκαρίσματος», όπως το σύστημα Dock ‘N’ Go της γαλλικής Beneteau (βλ. www.beneteau.com).
4. Τηλεπικοινωνίες και γεωεντοπισμός
Οι δορυφόροι επέτρεψαν όχι μόνο τη θεαματική βελτίωση της πλοήγησης όλων των πλοίων αλλά και την επικοινωνία τους. Τα δορυφορικά τηλέφωνα –όπως του Iridium και της Inmarsat –κοστίζουν τώρα λιγότερο από 1.000 ευρώ, με πιο προσιτά συμβόλαια χρήσης, και επιτρέπουν και την αποστολή e-mail. Επίσης σχεδόν σε κάθε λιμάνι βρίσκει κανείς δωρεάν Wi-Fi. Και όταν η Google παράσχει από αέρος το «παντού δωρεάν Διαδίκτυο», η σύνδεση των ιστιοφόρων με τον στεριανό κόσμο θα είναι αδιάλειπτη. Ως προς τον εντοπισμό θέσης, η διάδοση του GPS είναι πλέον τόσο ευρεία ώστε από το 1998 η Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ να έχει αφαιρέσει το λήμμα «πλοήγηση με τα άστρα» από τα εγχειρίδιά της. Επιπλέον, «ξαδελφάκια του GPS» διατίθενται για επείγουσες καταστάσεις: τα συστήματα EPIRB, GPIRB, PLB και AIS λειτουργούν όπως οι ραδιοφάροι των αεροσκαφών, παρέχοντας τη θέση του σκάφους υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
5. Μπαταρίες χωρίς συντήρηση
Παραδοσιακά, οι μπαταρίες υγρών στοιχείων ήταν η απαραίτητη πηγή ενέργειας για τα ηλεκτρικά κυκλώματα των πλοίων. Ωστόσο η συχνή συντήρηση που απαιτούσαν δημιουργούσε πρόβλημα στον στενό χώρο των γιοτ. Τη λύση έδωσε η εμφάνιση μπαταριών από ιόντα λιθίου και, πιο πρόσφατα, των μπαταριών από AGM (absorbed glass mat): δεν χρειάζονται συντήρηση, μπορούν να τοποθετηθούν υπό οποιαδήποτε γωνία, αντέχουν στις δονήσεις και αντέχουν ακόμη και σε βύθιση στο νερό. Αν τις συνδυάσει κανείς με τους τωρινούς ισχυρούς ηλιοσυλλέκτες, η ενεργειακή αυτονομία είναι διασφαλισμένη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ