Σε απάντηση του δημοσιεύματος του ΒΗΜΑΤΟΣ Επαναστάτες Μικρομηκάδες που ο κ. Αντώνης Παπαδόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ανέγνωσε με έκπληξη, απογοήτευση αλλά προφανώς καθόλου ψυχραιμία, έστειλε στο ΒΗΜΑ την ακόλουθη επιστολή, την οποία δημοσιεύουμε ολόκληρη με σχολιασμούς ενδιαμέσως:
«Το άρθρο σας φαίνεται να βασίστηκε αφενός μεν, σε ανώνυμους «ψιθύρους» χωρίς να ερωτηθεί περί αυτών το ίδιο το φεστιβάλ της Δράμας, αφετέρου δε, στην έλλειψη προσωπικής σας άποψης (παρόλη την αποδοχή σας επί δύο συνεχόμενα χρόνια να συμμετάσχετε στην Κριτική Επιτροπή, ενώ δυστυχώς για λόγους ανωτέρας βίας δεν καταφέρατε τελικώς να παραστείτε στο Φεστιβάλ).»
Να πούμε εδώ ότι οι ψίθυροι δεν είναι ανώνυμοι αλλά επώνυμοι. Οσο για την ερώτηση προς το φεστιβάλ Δράμας, τι ακριβώς θα έπρεπε να ρωτήσουμε; Αν ετοιμάζεται κάποιο άλλο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους;
Και η επιστολή συνεχίζει:
«Το άρθρο μιλά για ‘καλλιτεχνική αρτηριοσκλήρωση’. Θυμίζω το πλήθος των καταξιωμένων κινηματογραφιστών όλων των γενεών που έχουν πλαισιώσει τις κριτικές επιτροπές και που με την εν γένει παρουσία τους στο φεστιβάλ προσδίδουν κύρος και αδέκαστη κρίση. Θυμίζω ότι το βιογραφικό σας σημείωμα και η φωτογραφία σας κοσμούν τον κατάλογο του Φεστιβάλ Δράμας δίπλα σε τέτοιους καταξιωμένους κινηματογραφιστές. Παρατηρώ δε, ότι τα βραβεία της Δράμας επαναλαμβάνονται μονότονα κάθε χρόνο μετά το φεστιβάλ μας από διαφορετικές κριτικές επιτροπές άλλων κινηματογραφικών διοργανώσεων της χώρας μας. Τα βραβεία της Δράμας αλλά και ο ίδιος ο θεσμός απολαμβάνουν της μεγάλης εκτίμησης διεθνών κινηματογραφικών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου (EFA), η Ομοσπονδία Διεθνών Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, η Διεθνής Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) κ.α.»
Να πούμε εδώ ότι κρίνοντας από τα όσα έχουν ακουστεί και εν συνεχεία γράφτηκαν, είναι προφανές ότι κάποιοι άνθρωποι ανάμεσα σε όλα αυτά τα …πλήθη που ο κ. Παπαδόπουλος αναφέρει, έχουν αντίθετη γνώμη.
Και η επιστολή συνεχίζει:
«Ένα πλήθος συναδέλφων σας, άλλωστε, έγινε κοινωνός μιας επικοινωνιακής έκρηξης ιδιαίτερα τα τέσσερα τελευταία χρόνια που αποτυπώνει και ενθαρρύνει την ποιοτική έκρηξη των ελληνικών ταινιών μικρού μήκους η οποία φέτος είναι ιδιαίτερα εμφανής. Ο κόσμος που συρρέει στην πόλη καταγράφει ένα κλίμα που μοιάζει εντελώς διαφορετικό με αυτό που καταγγέλλεται στο άρθρο. Νεανικό, κεφάτο και, πιστέψτε με, καθόλου ‘γεροντίστικο’. Εκτός αν αναφέρεστε στη συνάντηση και παλαιότερων γενεών. Δηλαδή την επιμονή του Φεστιβάλ να υποδέχεται στη Δράμα όλη την κινηματογραφική κοινότητα ή αναφέρεστε στις τελετές έναρξης και λήξης όπου η παρουσία Δημοτικών και θεσμικών εκπροσώπων είναι απαραίτητη –ας μην ξεχνάμε πώς το Φεστιβάλ είναι ‘παιδί’ του Δήμου και της Πολιτείας.»
Να πούμε εδώ ότι ουδεμία νύξη έγινε στο άρθρο για την ποιότητα των ταινιών του φεστιβάλ ούτε και για το κλίμα που επικρατεί στην πόλη από τους επισκέπτες.
Και η επιστολή συνεχίζει:
«Ειλικρινά δυσκολεύομαι να κατανοήσω τον στόχο του δημοσιεύματός σας. Απαξίωση του θεσμού και δική μου; Ο στόχος ενός δημοσιογραφικού κειμένου είναι άραγε να εγκαλέσει το Διευθυντή επειδή τηρεί τον κανονισμό του Φεστιβάλ; Επειδή δεν κάνει εξαιρέσεις; Μιλάτε για «εμμονική αυστηρότητα» και «τσιμεντένιο σεβασμό απέναντι στους κανονισμούς». Τι ακριβώς εννοείτε; Πως ένα φεστιβάλ δεν πρέπει να έχει κανονισμό; Δεν πρέπει να θέτει όρους και προϋποθέσεις και μάλιστα για όλους; Ή μήπως θα έπρεπε να κάνει εξαιρέσεις για ορισμένους που θεωρούν ότι έχουν τη δύναμη να το πιέσουν και να «μένουν όλοι ικανοποιημένοι»(!) Το Φεστιβάλ είναι διαγωνιστικό. Και όπως πολλά άλλα αναγνωρισμένα φεστιβάλ διεθνώς, είναι αυτονόητο πως αρνείται τη συμμετοχή σε ταινίες που έχουν πραγματοποιήσει ήδη δημόσια προβολή. Απλά και ξεκάθαρα. Ως ένα φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να διαφυλάσσει την ισοτιμία για όλους τους δημιουργούς.
Αν ο στόχος του κειμένου είναι η ενθάρρυνση ενός καινούργιου φεστιβάλ, μακάρι ο κινηματογράφος της χώρας να πηγαίνει τόσο καλά ώστε να δημιουργηθούν δεκάδες φεστιβάλ και οι νέοι δημιουργοί να έχουν βήμα και τόπο προβολής της δουλειάς τους. Όμως γιατί ένα νέο φεστιβάλ θα πρέπει να σταθεί ανταγωνιστικά προς τη Δράμα;»
Να πούμε εδώ ότι αν ένας δημοσιογράφος άφηνε αναξιοποίητη μια είδηση όπως ότι βρίσκεται στα σκαριά η δημιουργία ενός νέου φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στον αντίποδα του φεστιβάλ Δράμας, θα ήταν ή βλάκας, ή κακός στην δουλειά του, ή υπηρέτης των συμφερόντων του ιδίου του φεστιβάλ Δράμας. Από εκεί και πέρα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του ο δημοσιογράφος εκθέτει την γνώμη του και (τουλάχιστον) προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκε η ανάγκη ενός νέου φεστιβάλ. Οπως και γίνεται στο άρθρο.
Και η επιστολή συνεχίζει:
«Ας διευκρινίσουμε τελικά τι επιθυμούμε. Σε μία εποχή που το κράτος κλείνει την κάνουλα και ελαχιστοποιεί την στήριξή του στο Πολιτισμό θα φανταζόμασταν πως θα συνεχίζατε να ενθαρρύνετε την ύπαρξη ενός αποκεντρωμένου φεστιβάλ που συνεχίζει να υπάρχει χάρη στη στήριξη κυρίως της Πολιτείας. Ενός φεστιβάλ που δεν «μπαίνει μέσα», που δεν κάνει σπατάλες, που δεν χρειάζεται επικοινωνιακά τρυκ για να επιπλεύσει. Ποντάρει μόνο σε ένα πράγμα: τις ταινίες των νέων σκηνοθετών.»
Να πούμε εδώ ότι στην παράγραφο επισημαίνει κανείς μια ενδιαφέρουσα αντίφαση. Αν «το κράτος κλείνει την κάνουλα και ελαχιστοποιεί την στήριξή του στο Πολιτισμό», τότε πως η Δράμα εξακολουθεί να υπάρχει «χάρη στη στήριξη κυρίως της Πολιτείας»; Κράτος και Πολιτεία δεν είναι το ίδιο;
Και η επιστολή συνεχίζει.
«Δεν επιθυμούμε να υπάρχει το Φεστιβάλ Δράμας; Δεν επιθυμούμε ένα εύρωστο κρατικό Φεστιβάλ στο Βορρά; Επιθυμούμε να επιστρέψουν όλα στην Αθήνα, στα παλιά πρότυπα πολιτιστικού ‘συνωστισμού’ στην πρωτεύουσα; Η πολιτιστική πολιτική που οφείλει να αναδεικνύει τη νέα κινηματογραφική δημιουργία να περιέλθει στα χέρια ιδιωτών; Ή μήπως κάποιοι σχεδιάζουν να μαζευτούν όλα, πολύ βολικά γι’αυτούς, στη Θεσσαλονίκη, σε ένα γιγαντιαίο και συγκεντρωτικό υπερφεστιβάλ; Θα είναι «λιγότερο ακριβά» τότε; Και τι ακριβώς θα πει πιο φτηνά; Να φύγει από το Δήμο Δράμας και την Πολιτεία η ευθύνη για έναν σημαντικό θεσμό με τεράστιο παιδαγωγικό και πολιτιστικό ρόλο; Που κινεί , αν το θέλετε, και την οικονομία μιας πόλης στην περιφέρεια, της οποίας όμως η φήμη έχει εκτοξευθεί στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη; Και τι θα πει σε μια «πιο τουριστική πόλη»; Μήπως να κάνουμε το Φεστιβάλ στη Μύκονο;»
Να πούμε εδώ ότι ο κ. Παπαδόπουλος πρωτοτυπεί αφού προφανώς δεν τα έχει μόνο με την Αθήνα αλλά και με την Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και με τη Μύκονο. Πάντως, ένα φεστιβάλ στη Μύκονο δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα αν και στο άρθρο γίνεται σαφές ότι εφόσον οι άνθρωποι πίσω από το νέο φεστιβάλ (των επώνυμων ψιθύρων) θεωρούν ότι η Δράμα είναι πολύ μακριά και άβολη, ένας κοντινότερος στην Αθήνα προορισμός, θα ήταν προτιμότερος για όλους. Η Μύκονος, όπως φαίνεται και στον χάρτη, δεν είναι ακριβώς κοντά στην Αθήνα.
Και η επιστολή κλείνει.
«Κλείνοντας θα ήθελα να ενημερώσω για έναν άλλο υπόγειο πόλεμο που διεξάγεται εσχάτως ενάντια στο Φεστιβάλ Δράμας. Δεν ξέρω αν θα είχε δημοσιογραφικό ενδιαφέρον να το ερευνήσετε και αυτό. Ιδιαίτερα σε αυτήν την δύσκολη περίοδο που επικαλείσθε. Διότι έχω την εντύπωση πως όσοι ανωνύμως σας μίλησαν, δεν είναι ούτε επαναστάτες, ούτε μικρομηκάδες.»
Να πούμε εδώ ότι αν όντως διεξάγεται πόλεμος εναντίον της Δράμας, ο κ. Παπαδόπουλος προφανώς καλά κρατεί το κάστρο του, εφόσον έχει μείνει αμετακίνητος από την θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή εδώ και περίπου 30 χρόνια.