Η είδηση ότι εδώ και αρκετό καιρό γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια για την ίδρυση ενός νέου κινηματογραφικού φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους, το οποίο θα στηρίζεται από ευρωπαϊκά προγράμματα, θα διοικείται από νέους ανθρώπους της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, θα έχει έδρα μια πόλη με τουριστικό ενδιαφέρον πολύ πιο κοντά στην Αθήνα από ό,τι η Δράμα (που είναι πολύ μακριά και πολύ ακριβή) και θα ενδιαφέρεται πραγματικά για τη σχέση του με το εξωτερικό, δεν μου προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη.
Παρότι ο κ. Αντώνης Παπαδόπουλος, εδώ και δεκαετίες καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας, μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής (δύο φορές με είχε καλέσει στην κριτική επιτροπή αλλά τελευταία στιγμή χρειάστηκε να ακυρώσω), μου είναι αδύνατον να αγνοήσω τα αρνητικά σχόλια που εδώ και καιρό ακούω για το φεστιβάλ του αλλά και για τον ίδιο.
Νέοι κυρίως μικρομηκάδες τον έχουν «κατηγορήσει» για καλλιτεχνική «αρτηριοσκλήρωση», για γεροντίστικη νοοτροπία, για εμμονική αυστηρότητα και τσιμεντένιο σεβασμό απέναντι στους κανονισμούς, για έλλειψη φαντασίας μα και ευελιξίας ούτως ώστε όλοι να μπορούν να μείνουν ικανοποιημένοι σε αυτή τη δύσκολη περίοδο για τον κινηματογράφο και την Ελλάδα γενικότερα.
Δεν ξέρω φυσικά κατά πόσο όλα αυτά ισχύουν διότι για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους η Δράμα προβάλλει πολλές ταινίες κάθε χρόνο και έχει δώσει βήμα σε πολλούς νέους έλληνες σκηνοθέτες (ανεξαρτήτως από το αν η συνέχειά τους μένει ακόμα να φανεί). Αλλά και πάλι, λίγο τις φωτογραφίες να δει κανείς από τις διοργανώσεις, θα νιώσει ότι επιστρέφει στη δεκαετία του 1970· είναι σαφές ότι το Φεστιβάλ Δράμας χρειάζεται μια πνοή ανανέωσης ώστε να ξεφύγει από τον αυτόματο πιλότο.
Και ίσως αυτή να είναι η κατάλληλη στιγμή για να το κάνει διότι με την απειλή του ανταγωνισμού της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των εξωτερικών παραγόντων να ορθώνεται γύρω του, ο αυτόματος πιλότος δεν θα αρκεί πλέον. Εστω και αν το παραπάνω σχέδιο του φεστιβάλ των επαναστημένων μικρομηκάδων δεν προβλέπεται να έχει υλοποιηθεί πριν από το 2018.