Πρώτες αντιδράσεις γερμανών πολιτικών για τις πιθανές επιπτώσεις της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ στο ελληνικό πρόβλημα. Δηλώσεις στο ελληνικό πρόγραμμα της Deutsche Welle.
Στο Βερολίνο επικρατεί έντονη κινητικότητα. Η μια σύσκεψη ακολουθεί την άλλη. Κάθε φορά με διαφορετική σύνθεση: η καγκελάριος Μέρκελ με τις ηγεσίες των ΚΟ και σημαντικούς υπουργούς, κατόπιν οι ΚΟ των Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, ενώ συνεχώς γίνονται άτυπες συναντήσεις. Στο δε κτήριο του Ράιχσταγκ η Ολομέλεια της Γερμανικής Βουλής φαίνεται να συνεδριάζει κανονικά ακολουθώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Στην πραγματικότητα όμως οι σκέψεις όλων περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα τι θα συμβεί από δω και πέρα.
Σε κάθε περίπτωση πρωταρχικός στόχος του Βερολίνου είναι η διατήρηση της ενότητας της ΕΕ και ο περιορισμός της επιρροής των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων στα κράτη μέλη. Η γερμανική απάντηση στις φυγόκεντρες δυνάμεις είναι η ολοένα μεγαλύτερη σύγκλιση εντός της ΕΕ.
Αυτό τουλάχιστον ήταν το πνεύμα της δήλωσης της γερμανίδας καγκελαρίου σήμερα από το Βερολίνο. Δεδομένου ότι η βρετανική απόφαση συνιστά τομή για την ΕΕ, η Άγκελα Μέρκελ κάλεσε όλες τις πλευρές να τηρήσουν ηρεμία και να λάβουν τις αποφάσεις τους με «ιστορική συνείδηση».
To Brexit είναι μια αφύπνιση
Γεγονός είναι πάντως είναι ότι κανείς δεν περίμενε στα σοβαρά αυτή την απόφαση των Βρετανών, όπως παραδέχονται με αφοπλιστική ειλικρίνεια εκπρόσωποι όλων των κομμάτων. Μιλώντας στη Deutsche Welle ο πρόεδρος των Πρασίνων Τζεμ Έζντεμιρ δηλώνει ότι κανείς αυτή στιγμή δεν διαθέτει κάποιο σχέδιο για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις για τις συνέπειες του Brexit. Εξ ου και το ξάφνιασμά του στην ερώτηση ποιες θα είναι οι συνέπειες της βρετανικής εξόδου για το ελληνικό πρόβλημα.
Όπως απαντά ο Τζεμ Έζντεμιρ, για την άνοδο των λαϊκιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη συνέβαλε αποφασιστικά η πολιτική που ακολουθείται στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια. Σε πολλούς ευρωπαίους πολίτες έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι η ΕΕ δεν είναι ένα εγχείρημα για την οικονομική ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ευημερία. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ελληνική κρίση ο κ. Έζντεμιρ εκτιμά ότι: «Είναι προφανές ότι δεν αρκεί να επενδύεις μόνο στη λιτότητα και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που αδιαμφισβήτητα είναι αναγκαίες. Στο τέλος της ημέρας χρειάζεται και η ανάπτυξη, θα πρέπει να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Σε διαφορετική περίπτωση η Ευρώπη θα καταρρεύσει. Η υψηλή ανεργία των νέων στη νότια Ευρώπη συνιστά πρόβλημα και για τη Γερμανία. Εάν οι άνθρωποι δεν δουν ελπίδα στην Ευρώπη θα στραφούν στον εθνικισμό. Το αποτέλεσμα στη Μ. Βρετανία μπορεί να χρησιμεύσει για όλους μας ως μια αφύπνιση για βασικές αλλαγές.»
«Το πρόβλημα της Ελλάδας σχετίζεται με το χρέος»
Βασικές αλλαγές θέλει και ο βουλευτής και κορυφαίο στέλεχος των βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών Χανς Πέτερ Ουλ. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Deutsche Welle το μέλος της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων διαχωρίζει την περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας από αυτή της Ελλάδας. «Κανένας λογικά σκεπτόμενος Έλληνας δεν θέτει θέμα εξόδου της Ελλάδας από την ΕΕ», τονίζει ο κ. Ουλ. Το πρόβλημα της Ελλάδας σχετίζεται με το χρέος. Ως τώρα έχουν γίνει αρκετά για να μειωθούν τα βάρη, για τα επόμενα χρόνια, η χώρα δεν θα πληρώνει τόκους. Το ζητούμενο τώρα είναι σύμφωνα με τον κ. Ούλ ότι: «Θα πρέπει οι θεμελιώδεις Ευρωπαϊκές Συνθήκες να μην είναι μόνο για τους καλούς καιρούς αλλά θα πρέπει να είναι ανθεκτικές για όλες τις εποχές. Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει από κοινού να συμβάλουν σε αυτή την προσπάθεια. Οι Συνθήκες θα πρέπει να αλλάξουν – και μαζί με την Ελλάδα.»
Και το κόμμα «Η Αριστερά» ξαφνιάστηκε από το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Αναφορικά με τις συνέπειές του η πρόεδρος της ΚΟ Σάρα Βάγκενκνεχτ τονίζει ότι προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα της ΕΕ θα πρέπει το κεντρικό μέλημα της γερμανικής κυβέρνησης να είναι η αλλαγή πλεύσης. Η κ. Βάγκενκνεχτ δηλώνει στη Deutsche Welle: «To Brexit δείχνει τη μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης εντός της ΕΕ λόγω της πολιτικής που ακολουθεί. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας βλέπουμε μια χώρα που έχει αντιμετωπισθεί με τον χειρότερο τρόπο από ευρωπαϊκούς θεσμούς, που έχει εξαναγκασθεί να ακολουθήσει μια πορεία που αύξησε ραγδαία την φτώχεια, που γονάτισε την οικονομία. Σαφώς θα πρέπει τώρα όλοι να προβληματιστούν στην ΕΕ κατά πόσο θέλουν να συνεχίσουν να ακολουθούν αυτό το δρόμο που θα σήμαινε και επιπλέον μείωση της εμπιστοσύνης και πίστης και που θα αύξανε την αντίδραση του κόσμου. Το σωστό θα ήταν μια αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής στο σύνολό της θέτοντας ως μέτρο κοινωνικά κριτήρια. Μια τέτοια αλλαγή θα ήταν σίγουρα προς όφελος της Ελλάδας αλλά και προπαντός ολόκληρης της Ευρώπης.”
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο