Την ιστορία του μεγάλου κολομβιανού συγγραφέα, Γκραμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σε κόμικ με τίτλο «Γκάμπο, αναμνήσεις μιας μαγικής ζωής κυκλοφόρησε πρόσφατα ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος, σε μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου, που έχει μεταφέρει τα έργα του από τα ισπανικά.

Είναι μια συνοπτική -αλλά και οπτική- απόδοση σταθμών της πορείας του -από τη γέννησή του το 1927 έως την απονομή του Νόμπελ το 1982 – μέσα σε 163 εικονογραφημένες σελίδες. Πρόκειται για μια εικαστική συγγραφική δημιουργία του σεναριογράφου Όσκαρ Παντόχα και των εικονογράφων Μιγκέλ Μπουστός, Φιλίπε Καμάργο Ρόχας και Τατιάνας Κόρδομπα.

Οι μικροί λάτρεις των κόμικς, αλλά και οι μεγάλοι λάτρεις των κλασσικών υπερ- αφηγημάτων του Γκάμπο (το χαϊδευτικό του) έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν μέσα από μια γραφή με παλινδρομικό χρόνο την ιστορία του ανθρώπου που έγραψε σπουδαία έργα, μεταξύ άλλων, το «Εκατό χρόνια μοναξιά», το μυθιστόρημα που είναι το πλέον πολυδιαβασμένο στα ισπανικά, μετά τη Βίβλο.

Διηγείται την ιστορία των Μπουενδία στο μυθικό χωριό Μακόντο, ζώντας τις τραγωδίες τους στη διάρκεια ενός αιώνα, μέχρι που δεν απομένει κανείς τους, καθώς η μοναξιά τούς κάνει ανίκανους να αγαπήσουν.

Ακόμα και ο αμύητος στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, ακόμη και ο επιφυλακτικός για τη μεταφορά κορυφαίων λογοτεχνημάτων σε εικονογράφηση, ακόμη και ο πλέον απαιτητικός αναγνώστης, έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο, ώστε ο δημοσιογράφος, σεναριογράφος και ποιητής από την άσημη πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας να κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό του κόσμου, μεταφρασμένος και στα κινέζικα.

Και αυτά δεν είναι παρά τρεις δικοί του άνθρωποι: Ο παππούς, η γιαγιά και η γυναίκα του. Ο φιλελεύθερος συνταγματάρχης παππούς του που τον ανέθρεψε λέγοντάς του ιστορίες από την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, παππούς που μέχρι τα 11 του χρόνια αντικαθιστούσε τον πατέρα του και τη μητέρα του, που έψαχναν για την τύχη τους σε άλλες πόλεις.

Η γιαγιά του η οποία διηγούνταν τα βράδια ιστορίες πνευμάτων αναμειγνύοντας πραγματικά με φανταστικά στοιχεία έχοντας το πιο σοβαρό ύφος του κόσμου, ύφος που αποτέλεσε έμπνευση για το στυλ γραφής του- τον μαγικό ρεαλισμό.

Και η γυναίκα του Μερσέδες, η οποία τον προέτρεψε να γράψει το, εν πολλοίς, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, αναλαμβάνοντας επί δεκαοκτώ μήνες- όσο κράτησε η συγγραφή – την επιμέλεια της διατροφής του και των δύο τους γιων. Η ίδια έβαλε ενέχυρο το πιστολάκι των μαλλιών της και τη θερμάστρα του σπιτιού για να καλύψει τα ταχυδρομικά έξοδα του ογκώδους έργου του. Μάλιστα τα λεφτά δεν έφτασαν… Γι’ αυτό και αναγκάστηκαν να στείλουν στον εκδοτικό οίκο στο Μπουένος ‘Αιρες σε δύο δόσεις τα χειρόγραφα.

Η ειρωνεία της τύχης; Ο εκδότης αποφάσισε να το κυκλοφορήσει αμέσως, αν και το μυθιστόρημα είχε απορριφθεί δύο φορές από άλλους εκδότες, οι οποίοι του συνέστησαν να αφαιρέσει τον ποιητικό λυρισμό.

«Τα παιδικά χρόνια, εκεί, στο σπίτι των παππούδων, τα νεανικά χρόνια όταν επέστρεψε στην Αρακατάκα και είδε το σπίτι και το χωριό ερειπωμένα, ή τα χρόνια της ενήλικης ζωής στο Μεξικό, όταν έκανε δουλειές που δεν του άρεσαν και πήγε διακοπές με το αυτοκίνητο, μεταβάλλονται σε ένα μοναδικό χρόνο, ακατάλυτο, αρχετυπικό: την επιστροφή στην παιδική ηλικία, την ευτυχία. Εκείνος ο χρόνος ξαναζωντανεύει και πλημμυρίζει, αμφισβητεί τον πραγματικό χρόνο, την πραγματική ζωή, νικώντας την και αντικαθιστώντας την με άλλο χρόνο όπου ο οικισμός του Μακόντο ορθώνεται σαν τεράστιο κάστρο, γεμάτο ζωή, τραγωδία, μοναξιά και μαγεία» σημειώνει ο σεναριογράφος της έκδοσης Όσκαρ Παντόχα.

Το βιβλίο- κόμικ νουβέλα τελειώνει με τις εικόνες από τη θριαμβευτική απονομή του βραβείου Νόμπελ στη Στοκχόλμη τον Δεκέμβριο 1982 και τον Μάρκες να διαβάζει, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του ότι «η μόνη απτή απόδειξη για την ύπαρξη του ανθρώπου είναι η ποίηση». Η έκδοση δεν καλύπτει το τέλος της ζωής του. «Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να ναυαγήσει χωρίς να πνιγεί» είχε γράψει για τον Μάρκες ο Λουίς Χαρς.