Η κάθοδός μου έπειτα από πολλά χρόνια σ’ αυτόν τον Αδη των ρόλων και των πεθαμένων ηθοποιών με μόνη απομείνουσα, νέα όσο ποτέ, τη Ρένη Πιττακή –την Ευρυδίκη που με οδήγησε στον θάλαμο και της δικής μου τέχνης –με έπεισε πως η αληθινή ζωή μέσα στην τέχνη προϋποθέτει ένα είδος αιώνιας επιστροφής ώστε να προσδοκάς εύνοιες και ευτυχίες αλλά να ζεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο επιθυμείς να ξαναζήσεις στον αιώνα. Και τούτο με μία ακόμη προϋπόθεση ώστε η επανάληψη αυτή να έχει ένα πρακτικό, κυρίως ηθικό αντίκτυπο: να μην τη θεωρείς αδύνατη, εφόσον αρκεί να τη φανταστείς έστω και ως πιθανότητα για να συγκλονιστείς. Κυρίως, να καταλάβεις τη χαμοζωή που σου έταξαν και που επιστρέφει αιωνίως.
Αν θα έπρεπε να ομολογήσω τα τέσσερα στοιχεία-στοιχειά αυτής της φορητής αποκάλυψης, θα αναφερόμουν πρώτα στο γραφειάκι του Κουν όπου φοιτητής επιθυμούσα συνωστιζόμενος να του σφίξω το χέρι σαν να ζητούσα την ευλογία του και ύστερα στα αποτελέσματα του μηχανισμού της παράστασης του Δημήτρη Καρατζά που μου έδειξε ότι η αναγκαία σχέση ανάμεσα στην κίνηση των σωμάτων και στην εκφορά του λόγου συμβαίνει ανεπαισθήτως. Και μάλιστα πως υπάρχουν μη αντιστρεπτές ενεργειακές μεταβολές, εφόσον αρκεί να προβάλουμε φως πάνω στο σώμα του ηθοποιού για να το μετατρέψουμε σε θερμότητα έτσι ώστε η παράσταση να γίνεται όλο και πιο ελαφριά σαν το ήλιον που θα την ανυψώσει.
Και σ’ όλα αυτά η ταπεινωμένη υπεροψία της Ρένης που ενσάρκωσε για όλους μας –ζώντες και τεθνεώτες –τη θρηνούσα αλλά μη ευγνωμονούσα Ελλάδα.
Βέβαια σε όλα αυτά συνέβαλε και ο χρόνος. Το βάρος του χρόνου στα πρόσωπά μας όπως στο σαλόνι των Γκερμάντ. Ισως και η ελαφρότητα του χρόνου στα πρόσωπά μας όπως την επιφυλάσσει αυτός ο άλλος «γλύπτης», εκτός του καθηγητή Ρούμπεκ στο «Οταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί»: ο Θάνατος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



