«Μια ορχήστρα λειτουργεί καλύτερα με έναν άνδρα στο πόντιουμ. Ενα χαριτωμένο κορίτσι μπορεί να αποσπάσει την προσοχή των μουσικών, να τους κάνει να σκέφτονται άλλα πράγματα». Πριν από περίπου δυόμισι χρόνια ο ρώσος αρχιμουσικός Βασίλι Πετρένκο, μόνιμος μαέστρος της Εθνικής Ορχήστρας Νέων, της Βασιλικής Φιλαρμονικής του Λίβερπουλ αλλά και της Φιλαρμονικής του Οσλο, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων με τις παραπάνω δηλώσεις του σε νορβηγική εφημερίδα. Παρ’ όλο που ο ίδιος έσπευσε να ανασκευάσει λέγοντας πως οι ισχυρισμοί του αναφέρονται σε όσα ισχύουν στην πατρίδα του, τη Ρωσία, και ότι ο ίδιος σέβεται και τιμά τις γυναίκες συναδέλφους του –απόδειξη ότι η σύζυγός του είναι επίσης αρχιμουσικός -, η αλγεινή εντύπωση παρέμεινε. Πολλοί έκαναν λόγο για σοβινισμό εκ μέρους του, κάποιοι εξέφρασαν έκπληξη, ενώ δεν έλειψαν κι αυτοί που ισχυρίστηκαν πως, παρά τον ακραίο χαρακτήρα των δηλώσεων του Πετρένκο, η πραγματικότητα παραμένει μία: παρότι οι γυναίκες αρχιμουσικοί έχουν κερδίσει σε αναγνωρισιμότητα σε σχέση με το παρελθόν, ο αριθμός τους παραμένει δραματικά μικρός αναλογικά με τους άνδρες.
Πρόσφατα όμως η εκλογή της Λιθουανής Μίργκα Γκραζίνιτε-Τίλα στο τιμόνι της Συμφωνικής Ορχήστρας του Μπέρμιγχαμ, ενός συνόλου που έχει συνδεθεί ιδιαίτερα με τον βρετανό σουπερστάρ του πόντιουμ Σάιμον Ρατλ αφού από εκεί «εκτοξεύθηκε» στη Φιλαρμονική του Βερολίνου –έφερε εκ νέου το θέμα στην επικαιρότητα. Γεννημένη σε μουσική οικογένεια, με εντυπωσιακές σπουδές και ακόμη πιο εντυπωσιακές συνεργασίες –μεταξύ άλλων με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λος Αντζελες, όπου δημιούργησε αίσθηση -, η 30χρονη λιθουανή αναλαμβάνει επισήμως τα καθήκοντά της τον Σεπτέμβριο του 2016. Το σταθερό χαμόγελό της στο πόντιουμ –έκφραση άνεσης και αυτοπεποίθησης, σύμφωνα με τη γνώμη της κριτικής –σε συνδυασμό με την τεχνική της κατάρτιση προκαλούν το ενδιαφέρον των φιλόμουσων κατατάσσοντάς την στις πολλά υποσχόμενες νέες δυνάμεις στον χώρο της διεύθυνσης ορχήστρας. Η ίδια πιστεύει ότι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στη δουλειά της είναι ο συνδυασμός της μουσικής με την επικοινωνία με τους ανθρώπους και δηλώνει πως απολαμβάνει ιδιαίτερα το δεύτερο.
Από την γκρίνια στον ενθουσιασμό
Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η εκλογή της Μίργκα Γκραζίνιτε-Τίλα στη θέση της μουσικής διευθύντριας της Συμφωνικής του Μπέρμιγχαμ, όπου έκανε το ντεμπούτο της μόλις τον Ιούλιο του 2015, έτσι όπως καταγράφηκε μέσα από τα αμέτρητα τηλεφωνήματα και μηνύματα που δέχθηκαν οι ιθύνοντες της Ορχήστρας, έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τη θύελλα αντιδράσεων που ακολούθησαν την επιλογή της 59χρονης σήμερα Μάριν Αλσοπ στη Συμφωνική της Βαλτιμόρης πριν από μία δεκαετία περίπου. Η αισιοδοξία τότε είχε περιοριστεί στους διοικούντες το σύνολο, οι οποίοι έκαναν λόγο για μια «επιλογή που εγγυάται την περαιτέρω ανάπτυξη της Ορχήστρας και τη διατήρηση της πρωταγωνιστικής της θέσης στο αμερικανικό και διεθνές στερέωμα». Την άποψη αυτή όμως δεν είχαν δείξει να συμμερίζονται οι μουσικοί του συνόλου, οι οποίοι έκαναν λόγο για εξέλιξη βιαστική και αψυχολόγητη. Οπως φάνηκε, ούτε η ως τότε επιτυχημένη θητεία της Αλσοπ στη Βρετανία και στη Συμφωνική του Bournemouth, την οποία κατόρθωσε κατά κοινή ομολογία να αναγεννήσει, ούτε οι επαινετικές κριτικές που συνόδευσαν την ηχογράφηση έργων Μπραμς με τη Φιλαρμονική του Λονδίνου ούτε η εντυπωσιακή συλλογή διεθνών διακρίσεων και συνεργασιών που είχε ήδη στο ενεργητικό της στάθηκαν ικανοποιητικά κριτήρια…
Ανάμεσα στα πάμπολλα σχόλια που είχε τότε προκαλέσει σε ΗΠΑ και Ευρώπη η εξέλιξη αυτή δεν έλειψαν και οι φωνές οι οποίες την ενέτασσαν στο πλαίσιο της γενικότερης «καχυποψίας» απέναντι στη γυναικεία παρουσία σε θέσεις εξουσίας. Εν προκειμένω, «πρόκειται για ένα επάγγελμα του 19ου αιώνα το οποίο συνοδεύουν ακόμη αντιλήψεις της ίδιας εποχής» σύμφωνα με έναν διακεκριμένο καθηγητή Διεύθυνσης Ορχήστρας στη Βρετανία. «Οι γυναίκες που εκπαιδεύονται ως αρχιμουσικοί» προσέθετε ο ίδιος «είναι πραγματικά γενναίες, χρειάζονται σαφώς περισσότερη δύναμη από τους άνδρες».
Η ίδια η Αλσοπ αντέδρασε με ψυχραιμία στη θύελλα που προκάλεσε η εκλογή της στη Συμφωνική της Βαλτιμόρης, εξέλιξη η οποία την κατέστησε ταυτόχρονα και την πρώτη γυναίκα στην κορυφή μιας σημαντικής ορχήστρας των ΗΠΑ. «Παρότι κατά τη διάρκεια των σπουδών μου αντιμετώπισα σχόλια του τύπου “οι γυναίκες δεν μπορούν να διευθύνουν”, από την ως σήμερα θητεία μου στη Βρετανία έχω μόνο θετική εμπειρία. Ισως επειδή εκεί υπάρχει το προηγούμενο της πρωθυπουργίας της Μάργκαρετ Θάτσερ και οι γυναίκες σε θέσεις εξουσίας γίνονται περισσότερο αποδεκτές. Στην Αμερική είναι διαφορετικά» δήλωνε τότε.
Μερικά χρόνια αργότερα, πάντως, το 2013, η Αλσοπ –σταθερό σημείο αναφοράς κάθε φορά που το θέμα των γυναικών αρχιμουσικών επανέρχεται στο προσκήνιο –κατέκτησε μία ακόμη πρωτιά: έγινε η πρώτη γυναίκα η οποία διηύθυνε την περίφημη συναυλία της Τελευταίας Βραδιάς του διάσημου Φεστιβάλ BBC Proms του Λονδίνου. Οταν κλήθηκε να σχολιάσει τις δηλώσεις του Πετρένκο, αποκάλυψε ότι κάμποσες φορές στην καριέρα της χρειάστηκε να «επιστρατεύσει» το χιούμορ σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Η ίδια αποφάσισε να στραφεί στη διεύθυνση ορχήστρας σε ηλικία εννέα μόλις ετών, έχοντας δει για πρώτη φορά τον Λέοναρντ Μπερνστάιν στο πόντιουμ. Από την απόφαση αυτή, ωστόσο, ως την πραγμάτωση του σκοπού της το ταξίδι τής επεφύλαξε ουκ ολίγες εκπλήξεις, όχι πάντα ευχάριστες…
«Αρχισα προσκαλώντας φίλους μουσικούς στο μικρό μου διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Αγόραζα πίτσα και μπίρα και τους παρακαλούσα να μου παίξουν μια συμφωνία του Μότσαρτ» εξομολογούνταν χρόνια αργότερα η ίδια. Δεν αντιλαμβάνεται τη δουλειά της ως διαγωνισμό δημοτικότητας. «Αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι να είμαι δημοφιλής» έχει δηλώσει «αλλά να καταφέρω να γίνω ο “πρεσβευτής” του συνθέτη επάνω στον οποίο εργάζομαι. Αν το καταφέρω αυτό, ξέρω πως η επιτυχία θα έρθει».
Η νέα γενιά στο προσκήνιο
Η πρόσφατη εκλογή της Μίργκα Γκραζίνιτε-Τίλα πάντως στρέφει τους προβολείς στη νεότερη γενιά γυναικών αρχιμουσικών οι οποίες διακρίνονται σε διεθνές επίπεδο κατακτώντας παράλληλα σημαντικές πρωτιές. Ανάμεσά τους, η 42χρονη σήμερα Κινέζα Σιαν Τζανγκ, η οποία τον Σεπτέμβριο του 2016 ετοιμάζεται να αναλάβει επισήμως τα καθήκοντα της μουσικής διευθύντριας της Συμφωνικής Ορχήστρας του Νιου Τζέρσι έχοντας την εμπειρία της αντίστοιχης θέσης στη Συμφωνική Τζιουζέπε Βέρντι του Μιλάνου, την οποία ανέλαβε το 2009, γεγονός που την ανέδειξε στην πρώτη γυναίκα κάτοχο του εν λόγω αξιώματος σε ιταλική συμφωνική ορχήστρα. Τον περασμένο Δεκέμβριο μάλιστα προσέθεσε στη «συλλογή» της ένα ακόμη ρεκόρ, αφού έγινε επίσης η πρώτη γυναίκα αρχιμουσικός στην οποία δόθηκε τίτλος σε μια ορχήστρα του BBC και δη στην Εθνική Ορχήστρα της Ουαλίας, όπου έγινε βασική προσκεκλημένη διευθύντρια ορχήστρας. Οι πρωτιές πάντως ήρθαν πολύ νωρίς στην καριέρα της: έχοντας λάβει το χρίσμα από τον αείμνηστο Λόριν Μααζέλ αφού το 2002 κατέκτησε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό διεύθυνσης ορχήστρας που έφερε το όνομά του, τρία χρόνια αργότερα έγινε η πρώτη γυναίκα-συνεργαζόμενη αρχιμουσικός με την περίφημη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Χωρίς να διατηρεί «αυταπάτες» για τις δυσκολίες, υποστηρίζει ότι στην πατρίδα της οι γυναίκες οι οποίες ασχολούνται με τη διεύθυνση ορχήστρας δεν αποτελούν φαινόμενο. «Οι δασκάλες μου ήταν γυναίκες, το ίδιο και οι δικές τους δασκάλες. Αντιπροσωπεύω, λοιπόν, την τρίτη γενιά της πατρίδας μου» έχει δηλώσει η Τσανγκ, η οποία έχει καταφέρει να συνδυάσει μια άκρως απαιτητική καριέρα με την οικογένεια: έχει ως βάση το Μιλάνο, όπου ζει με τον σύζυγο και τους δύο γιους της.
Κατευθείαν στα «βαθιά» –σε ό,τι αφορά τη διεύθυνση ορχήστρας τουλάχιστον –βούτηξε η 44χρονη Καναδή Μπάρμπαρα Χάνιγκαν. Ηδη καταξιωμένη σοπράνο, το ντεμπούτο της στο πόντιουμ έγινε με τη διάσημη Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw του Αμστερνταμ. Στην πατρίδα της έχει ήδη συνεργαστεί με τη Συμφωνική του Τορόντο, ενώ εκτός συνόρων με την Ορχήστρα Δωματίου Μάλερ αλλά και τη Φιλαρμονική του Μονάχου.
Εντυπωσιακή η μέχρι τούδε πορεία και της νεαρής Ελίμ Τζαν από το Χονγκ Κονγκ: προτού συμπληρώσει τα 30 της χρόνια έγινε συνεργαζόμενη αρχιμουσικός με τη διάσημη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου –όπου την επόμενη χρονιά αναμένεται μετά βαΐων και κλάδων ο Σάιμον Ρατλ προκειμένου να αναλάβει τη θέση του μουσικού διευθυντή –έχοντας υπάρξει, το 2014, η πρώτη γυναίκα νικήτρια του διαγωνισμού διεύθυνσης ορχήστρας που οργανώνει το σύνολο κάθε δύο χρόνια. Το βιογραφικό της αναφέρει σημαντικές σπουδές στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα μαθήτευσε δίπλα σε αρχιμουσικούς όπως ο Μπέρναρντ Χάιτινκ, η Μαρίν Αλσον, ο Βαλέρι Γκέργκιεφ και ο Μάικλ Τίλσον Τόμας. Αγαπά πολλά είδη μουσικής πέραν της λεγόμενης κλασικής: ανάμεσά τους η τζαζ και η ποπ. Της αρέσει να ταξιδεύει, να μαγειρεύει, να συζητά με τους φίλους της και να διαβάζει. «Αν δεν ήσουν διευθύντρια ορχήστρας, τι άλλο θα μπορούσες να είχες κάνει στη ζωή σου;» τη ρώτησαν πρόσφατα. «Θα μπορούσα να είμαι ντετέκτιβ, μου αρέσει πολύ οτιδήποτε έχει σχέση με έρευνα» απάντησε η ίδια. Δίπλα στον Κάρλος Κλάιμπερ και στον Κλάουντιο Αμπάντο, που αποτελούν τα ινδάλματά της, δηλώνει πως θαυμάζει και τη Σιάν Τζανγκ, η οποία ήταν μέλος της επιτροπής του διαγωνισμού που την ανέδειξε και μετά τη διάκρισή της τη βοήθησε πολύ.
Η αρχιμουσικός που ήθελε να γίνει ροκ σταρ
Μουσική διευθύντρια της Συμφωνικής του Μπέρκλεϊ από το 2009, η 39χρονη Γιοάνα Καρνέιρο κατέχει επίσης τη θέση της βασικής αρχιμουσικού της Συμφωνικής Πορτογαλικής Ορχήστρας στην πατρίδα της. Συνεργάζεται με σημαντικά λυρικά θέατρα ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους η Εθνική Οπερα της Αγγλίας. Γεννήθηκε στη Λισαβόνα, σε πολιτική οικογένεια, και σπούδασε αρχικά στη χώρα της για να συνεχίσει αργότερα στις ΗΠΑ. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τα έργα του 20ού αιώνα, αλλά ετοιμάζεται να επεκτείνει το ρεπερτόριό της. Σε αντίθεση με άλλες συναδέλφους της, η ίδια δηλώνει πως δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα λόγω του φύλου της. «Κάθε φορά που δεν κέρδιζα έναν διαγωνισμό ή έτυχε να έχω μια αποτυχία ουδέποτε αισθάνθηκα ότι οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι γυναίκα. Πάντα η αιτία είχε να κάνει με την ίδια τη μουσική» δηλώνει.
Μουσική διευθύντρια της Συμφωνικής του Μπέρκλεϊ από το 2009, η 39χρονη Γιοάνα Καρνέιρο κατέχει επίσης τη θέση της βασικής αρχιμουσικού της Συμφωνικής Πορτογαλικής Ορχήστρας στην πατρίδα της. Συνεργάζεται με σημαντικά λυρικά θέατρα ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους η Εθνική Οπερα της Αγγλίας. Γεννήθηκε στη Λισαβόνα, σε πολιτική οικογένεια, και σπούδασε αρχικά στη χώρα της για να συνεχίσει αργότερα στις ΗΠΑ. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τα έργα του 20ού αιώνα, αλλά ετοιμάζεται να επεκτείνει το ρεπερτόριό της. Σε αντίθεση με άλλες συναδέλφους της, η ίδια δηλώνει πως δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα λόγω του φύλου της. «Κάθε φορά που δεν κέρδιζα έναν διαγωνισμό ή έτυχε να έχω μια αποτυχία ουδέποτε αισθάνθηκα ότι οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι γυναίκα. Πάντα η αιτία είχε να κάνει με την ίδια τη μουσική» δηλώνει.
Γεννημένη στο Τόκιο και μεγαλωμένη στη Χαβάη, η Αμερικανίδα Σάρα Χικς είναι συνεργαζόμενη αρχιμουσικός με το Νέο Εθνικό Θέατρο της γενέτειράς της και παράλληλα κατέχει τη θέση της βασικής αρχιμουσικού στην Ορχήστρα της Μινεσότα, όπου εγκαινίασε τη σειρά «Inside the Classics». Είναι παράλληλα πιανίστρια και συνθέτις, ενώ αγαπά πολύ και την ποπ μουσική. «Ενα μέρος του εαυτού μου ήθελε πάντα να γίνει σταρ της ροκ και αυτό εξηγεί τα ενδιαφέροντά μου» δηλώνει χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά της, η 43χρονη Ταϊβανέζα Μέι Αν Τσεν, διευθύντρια της Συμφωνικής του Μέμφις και της Sinfonietta του Σικάγου, δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τη Μαρίν Αλσοπ, η οποία θεωρεί ότι άνοιξε τον δρόμο στις ΗΠΑ για πολλές νεότερες συναδέλφους της. Εν όψει της ανάληψης της διεύθυνσης του Θερινού Φεστιβάλ της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της γενέτειράς της μέσα στο 2016, η ίδια παραδέχεται πως στη διάρκεια της πορείας της υπήρξαν στιγμές που θέλησε να τα παρατήσει. «Ευτυχώς είχα πολλούς καλούς αγγέλους» δηλώνει. «Η οικογένειά μου και οι φίλοι μου με στήριξαν να κυνηγήσω τα όνειρά μου».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



