Μετά τους κλασικούς, πριν από τους μοντέρνους, στο μεταίχμιο δύο εποχών γραφής, ο Χένρι Τζέιμς (1843-1916) κινείται σε μια προσωπική λογοτεχνική τροχιά την οποία επικαθορίζει η προγραμματική, απόλυτη αφοσίωσή του στο μυθιστόρημα. Διηγήματα και νουβέλες του υπήρξαν, οπωσδήποτε, ο ίδιος όμως κατά δήλωσή του θεωρούσε τη μορφή του μυθιστορήματος ως «το κατ’ εξοχήν βιβλίο». Είναι λοιπόν ενδιαφέρον, παρατηρούσε στις 27/2 στον «New Statesman» o Λίο Ρόμπσον, ότι η επέτειος της εκατονταετίας από τον θάνατό του (28.2.2016) τιμάται από τις διακεκριμένες εκδόσεις της Library of America με την έκδοση των αυτοβιογραφικών του κειμένων. Για τον Ρόμπσον η χειρονομία αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη της αυξανόμενης κριτικής εκτίμησης στα δοκιμιακά και προσωπικά γραπτά του Τζέιμς.
Αυτά τα τελευταία προσέλκυσαν τους μελετητές μόλις τα τελευταία 30 χρόνια και περιλαμβάνουν διάσπαρτα γραπτά, όπως τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες τις οποίες επισκέφθηκε στα 1904-1905, περισσότερο από 30 χρόνια μετά την εγκατάστασή του στην Αγγλία, τους προλόγους των μυθιστορημάτων του, δοκίμια περί λογοτεχνίας, αυτοβιογραφικά σκίτσα και ημερολογιακές σημειώσεις. Σε αυτά τα μη μυθοπλαστικά κείμενα «συναντάμε τον φροϋδιστή Τζέιμς, τον εξερευνητή των οικογενειακών δραμάτων και της έννοιας του εαυτού, τον πρωτόπειρο γεωγράφο της ψυχής» γράφει ο Ρόμπσον. Η λογοτεχνία επανέρχεται από το παράθυρο, μια και τα δοκίμια προσφέρουν υλικό για την τεκμηρίωση της μυθοπλαστικής παραγωγής: η επιμονή του Τζέιμς στην άντληση θεματικής και λεπτομερειών από την καθημερινότητα προσδίδει μια επίστρωση nonfiction στα μυθιστορήματά του. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν το γεγονός ότι αναγνωρίζει ως πρότυπό του τον Μπαλζάκ («ο πατέρας όλων μας»), ο οποίος συνδυάζει μια «συμπαγώς συστηματική» λογοτεχνική σύνθεση με την «ελεύθερη παρατήρηση» και την «προσωπική εμπειρία». Στην αντίπερα όχθη ο Τζέιμς τοποθετεί τον Τσαρλς Ντίκενς, τον Τόμας Χάρντι και τον Αντονι Τρόλοπ, ενόχους για την παρουσίαση μιας «οκνηρής», μάταιης εικόνας της ζωής. Την πιο σκληρή κριτική του επιφυλάσσει στον Λέοντα Τολστόι για το «Πόλεμος και Ειρήνη», ένα «μεγάλο, χαλαρό, σακουλιασμένο τέρας».
Αυτή ακριβώς η εμμονή στο μη μυθοπλαστικό στοιχείο καθιστά τον Τζέιμς, κατά τον Ρόμπσον, δυνητικά σύγχρονό μας, εφόσον υποδεικνύει έμπρακτα πως η γραφή μπορεί να υπερβεί τις χρόνιες, μεταμοντέρνες και μη, ενστάσεις για την ουσία της λογοτεχνίας. Αν και το ασφαλέστερο αντίδοτο στις απανταχού ενστάσεις είναι ακόμη το ταλέντο, θα έλεγε κανείς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ