Κάθε πρώτη Τετάρτη του Νοεμβρίου η πενταμελής επιτροπή εμπειρογνωμόνων για οικονομικά θέματα της γερμανικής κυβέρνησης (επονομαζόμενη και «επιτροπή σοφών») επισκέπτεται την Ανγκελα Μέρκελ για να της παραδώσει την ετήσια έκθεσή της με τις προβλέψεις για τον επόμενο χρόνο και τις παραινέσεις για την κυβερνητική πολιτική. Η καγκελάριος τους επαινεί θερμά και τους διαβεβαιώνει ότι θα ληφθεί υπόψη. Μετά την αποχώρησή τους η κυρία Μέρκελ παίρνει τον χοντρό τόμο και τον βάζει στο χαμηλότερο συρτάρι του γραφείου της. Από εκεί, λέει συνεργάτης της, τον ανασύρει πάλι μόνο μία φορά, τον επόμενο Νοέμβριο, για να κάνει χώρο για τον επόμενο τόμο.
Η αδιαφορία της καγκελαρίου είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το ενδιαφέρον της δημοσιότητας. Οι σοφοί είναι δημοφιλείς. Αυτό φάνηκε και από τη μεγάλη συρροή δημοσιογράφων στη συνέντευξη Τύπου. Το μόνο θέμα για το οποίο μίλησαν ήταν όμως οι οικονομικές επιπτώσεις των προσφυγικών ροών –οι δημοσιογράφοι δεν ενδιαφέρθηκαν για τίποτε άλλο.
Ετσι έμεινε απαρατήρητο το παράρτημα της έκθεσης που αναφέρεται στην Ελλάδα. Η συγγραφή του έγινε μεν στα τέλη Ιουλίου, δεν παίρνει δηλαδή υπόψη την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα, οι βάσεις όμως για τη σημερινή κατάσταση (η συνθηκολόγηση του Πρωθυπουργού και η συμφωνία για ένα τρίτο Μνημόνιο) είχαν τεθεί ήδη από τότε.
Το παράρτημα έχει δύο εκδοχές: η πρώτη εκφράζει την άποψη της πλειοψηφίας και υπογράφεται από τέσσερα μέλη της Επιτροπής, τον πρόεδρό της Κρίστοφ Σμιτ, τον Λαρς Φελντ, τον Φόλκερ Βίλαντ και την Ιζαμπελ Σνάμπελ, που ανήκουν στο «βαθύ» κατεστημένο του νεοφιλελευθερισμού, και η δεύτερη την άποψη του σοσιαλδημοκράτη Πέτερ Μπόφινγκερ.
Στην πρώτη εκδοχή αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Για την επιτυχία του επόμενου προγράμματος παίζει ουσιαστικό ρόλο μια ισχυρότερη προθυμία για μεταρρυθμίσεις της ελληνικής πολιτικής. Οι δανειστές θα πρέπει λοιπόν να ασκήσουν πίεση ώστε οι όροι του προγράμματος να στηριχθούν όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση αλλά και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης».
Για να προωθηθεί η περαιτέρω χαλάρωση των άκαμπτων οικονομικών δομών, συνεχίζεται, είναι αναγκαίες δομικές αλλαγές. Προς τον σκοπό αυτόν θα ήταν καλό να γίνει χρήση της βοήθειας ξένων εμπειρογνωμόνων –από το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ ή την Παγκόσμια Τράπεζα. «Η ως τώρα πρακτική της σημερινής κυβέρνησης να θέτει εκτός ισχύος ακόμη και ήδη αποφασισμένες μεταρρυθμίσεις δεν δικαιολογεί καμία προκαταβολή των δανειστών. Γι’ αυτό και η εκπλήρωση των προγραμματικών όρων θα έπρεπε να αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση των δανειακών δόσεων» τονίζεται.
Σχετικά με τις τράπεζες υπογραμμίζεται ότι το ελληνικό κράτος δεν επιτρέπεται να υφαρπάζει το δικαίωμα ελέγχου των ιδιοκτητών τους. Αυτό θα μπορούσαν να το αναλάβουν διεθνείς θεσμοί όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB). Μια άλλη δυνατότητα, αναφέρεται, θα ήταν «η πώληση των επανακεφαλαιοποιημένων ελληνικών τραπεζών σε ξένες τράπεζες».
Στη μειοψηφική εκδοχή ο κ. Μπόφινγκερ ασκεί κριτική στην πολιτική της λιτότητας ως μέσο για τη μείωση του ελληνικού χρέους και τονίζει την ανάγκη αναπτυξιακών πολιτικών.

Πέτερ Μπόφινγκερ
«Αποτυχία η υπερδόση λιτότητας στην Ελλάδα»

Μικρότερες δόσεις λιτότητας θα είχαν καλύτερα αποτελέσματα, υποστηρίζει ο οικονομολόγος Πέτερ Μπόφινγκερ.

Γιατί απέτυχαν τα δύο πρώτα μνημόνια;
«Και τα δυο τους είχαν μια υπερδόση λιτότητας. Αν τα εφάρμοζαν σε μικρότερες δόσεις, θα είχαν σίγουρα μεγαλύτερη επιτυχία».

Εχει εχέγγυα επιτυχίας το τρίτο πρόγραμμα;
«Εκείνο που του λείπει είναι η αναπτυξιακή ορμή. Κυριαρχεί και πάλι η λιτότητα. Η αύρα της ανάπτυξης είναι ανύπαρκτη».
Και τα θετικά του;
«Οι στόχοι προσαρμογής είναι τώρα πιο μετριοπαθείς. Παράδειγμα, τα πρωτογενή πλεονάσματα, που είναι τώρα πολύ μικρότερα από τα παλιά».
Τα τρία προγράμματα μαζί δεν βάζουν τριπλό φρένο στην οικονομία;
«Σίγουρα. Η καλή διάθεση υπάρχει προφανώς από την ελληνική κυβέρνηση. Μέτρα όμως όπως η αύξηση του ΦΠΑ επιβαρύνουν το έργο της».

Στη γνωμοδότηση της πλειοψηφίας αναφέρεται ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη εξακολουθεί να είναι πιθανή. Συμφωνείτε;
«Οχι. Νομίζω ότι το Grexit δεν βρίσκεται πλέον στο τραπέζι. Ολοι είναι σήμερα ευτυχείς που η χώρα έμεινε στην ευρωζώνη επειδή παίζει κεντρικό ρόλο στο προσφυγικό θέμα. Αν η Ελλάδα είχε φύγει από την ευρωζώνη, θα είχε αποσταθεροποιηθεί πολιτικά. Και αυτό πάλι θα την εμπόδιζε να συμβάλει στη ρύθμιση του Προσφυγικού».
Ο Αλέξης Τσίπρας ζητεί χαλάρωση των όρων του Μνημονίου.
«Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων δεν έχει καμία σχέση με το Προσφυγικό. Η Ευρωπαϊκή Ενωση όμως πρέπει να βοηθήσει την Ελλάδα στην αντιμετώπιση του προσφυγικού κύματος. Μια δυνατότητα θα ήταν ένα πρόγραμμα οικοδόμησης κατοικιών για τους πρόσφυγες. Οι συνέργειες που θα προκληθούν θα ήταν ευεργετικές για όλη την ελληνική κοινωνία».

GREXIT

Σε έναν βαθμό η έκθεση φαίνεται ωστόσο ξεπερασμένη. Αν είχε γραφεί στα τέλη Οκτωβρίου, μετά την ψήφιση μεγάλου μέρους των προαπαιτουμένων από την ελληνική Βουλή, ίσως να μην κατέληγε στη διαπίστωση-βόμβα: «Οι εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν θέσει υπό αμφιβολία την πολιτική διάσωσης της χώρας. Γι’ αυτό και είναι αμφίβολη η επιτυχία ενός περαιτέρω πακέτου βοήθειας. Η έξοδος της Ελλάδας (σ.σ.: από την ευρωζώνη) παραμένει έτσι στο τραπέζι».

Οι συγγραφείς της δεν είναι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά «γεράκια». Αυτό φαίνεται και από τη στήριξη που δίνουν στην πρόταση Σόιμπλε για «παροδική έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη». Χωρίς αυτήν, γράφουν, δεν θα επιτυγχανόταν η συμφωνία του Ιουλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ