Το θέμα των εξαιρετικά δυσμενών επιπτώσεων του ελέγχου στην κίνηση των κεφαλαίων (capital controls) για τις επιχειρήσεις εξετάσθηκε σε συνάντηση στελεχών της Εθνικής Συνομοσπονδίας ΕΣΕΕ με εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) στα γραφεία της ΕΣΕΕ.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η συνάντηση διεξήχθη την προηγούμενη Παρασκευή κατόπιν αιτήματος των τεσσάρων θεσμών και σε αυτή συμμετείχαν συνολικά 9 στελέχη της ομάδας, του ειδικού τεχνικού κλιμακίου σε θέματα μακροοικονομίας.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης, ανοίγοντας της συζήτηση, παρουσίασε συνοπτικά το φορέα και το έργο του καθώς και τη σημασία του κλάδου του εμπορίου για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Αναφέρθηκε στις προσπάθειες που καταβάλλει η ΕΣΕΕ να εκτιμήσει την κατάσταση και της προοπτικές της οικονομίας και του εμπορίου τα επόμενα τρία χρόνια (2015-2017), ώστε ο εμπορικός κόσμος να μπορέσει να προγραμματίσει καλύτερα τις μελλοντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Παράλληλα ανέλυσε με λεπτομέρειες την ιδιαίτερα οξεία φορολογική επιβάρυνση ύψους 7,8 δισ. ευρώ (άμεσοι φόροι, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, φόρος αλληλεγγύης, φόρος πολυτελείας κλπ), την οποία καλούνται να καταβάλλουν φυσικά και νομικά πρόσωπα μέχρι το τέλος του έτους, τονίζοντας πως σκοπός θα πρέπει να ήταν η ανάπτυξη της οικονομίας και όχι η συνεχής επιβολή νέων φόρων.
Στη συνέχεια συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα των εξαιρετικά δυσμενών επιπτώσεων του ελέγχου στην κίνηση των κεφαλαίων (capital controls) για τις επιχειρήσεις, διαχωρίζοντας αυτές σε «μετρήσιμες» και «μη μετρήσιμες». Στην τελευταία κατηγορία περιλαμβάνεται η συντριπτική συρρίκνωση της εμπιστοσύνης στην αγορά, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ενώ υπογραμμίστηκε ότι δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις επιχειρήσεων – συνεργατών από το εξωτερικό που έδειξαν κατανόηση για τους περιορισμούς που ίσχυσαν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Η ΕΣΕΕ σημείωσε πως οι πρόσφατες εξελίξεις οδηγούν μετά το «Bank-Run» και σε «Business-Run», αφού εκτιμάται πως έχουν γίνει 60.000 αιτήσεις ανοίγματος τραπεζικών λογαριασμών στη Βουλγαρία και πλήθος επιχειρήσεων δηλώνουν έμπρακτο ενδιαφέρον για τη μεταφορά τους σε γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Κύπρο κλπ) εξαιτίας και του κατά πολύ ευνοϊκότερου φορολογικού τους καθεστώτος.
Ο κ. Κορκίδης επανέλαβε τις προτάσεις της ΕΣΕΕ για επιστροφή των κεφαλαίων στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα με την παροχή κινήτρων για το νέο και παλαιό χρήμα που κατατεθούν ιδιώτες και επιχειρήσεις στις τράπεζες (εξαίρεση από τους περιορισμούς των capital controls, αμνηστία για το παλαιό χρήμα εφόσον είναι φορολογημένο και νόμιμο).
Επίσης, επισημάνθηκε ότι, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (κόκκινα δάνεια) διογκώνονται (εκτιμώνται σε 84 δισ. ευρώ) όπως βέβαια και οι καθυστερήσεις σε πληρωμές φόρων (άνω των 77 δισ.) ασφαλιστικές εισφορές (συνολικά 22 δισ.), εξελίξεις που προκαλούν στους μικρομεσαίους της αγοράς, μεγάλη ανησυχία για νέα λουκέτα και υψηλότερη ανεργία, εντός του 2015.
Συζητήθηκαν επίσης οι προοπτικές μετά την ομαλοποίηση της κατάστασης με την πλευρά της ΕΣΕΕ να υπογραμμίζει την ανάγκη περαιτέρω χαλάρωσης των περιορισμών πληρωμών υποχρεώσεων στο εξωτερικό, την απομάκρυνση της επιλογής του bail in για σταδιακή αποκατάσταση λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης.
Σε ερώτηση σχετικά με το επίπεδο των τιμών και τον τρόπο καταμερισμού των επιπτώσεων από την αύξηση του ΦΠΑ, επισημάνθηκε πως αυτό θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της ελαστικότητας ζήτησης και προσφοράς κάθε προϊόντος. Τονίστηκε ωστόσο ότι παρά το γεγονός ότι οι αυξήσεις βασικών αγαθών υπολογίζονται σε 8,8% από τις μεταβολές του ΦΠΑ, οι επιχειρήσεις θα καταβάλουν υπέρμετρες προσπάθειες για να συρρικνώσουν το τελικό κόστος για τους καταναλωτές με την απορρόφηση, όπως και στο παρελθόν μεγάλου μέρος των επιβαρύνσεων, καθώς λειτουργούν περισσότερο με κριτήριο τον κύκλο εργασιών παρά τη μεγιστοποίηση των κερδών.
Στο πλαίσιο της μείωσης των λειτουργικών δαπανών, αυτή τη φορά δεν έγινε συζήτηση για το επίπεδο του κατώτατου μισθού, αλλά έγινε σαφές ότι η ΕΣΕΕ παραμένει σταθερή στις πάγιες θέσεις της στα εργασιακά και ότι θα αποδεχτεί την τελική μελέτη του ILO, για τις κλαδικές συμβάσεις και τις ομαδικές απολύσεις.
Αναφορικά με το ενδιαφέρον των θεσμών για την «μαύρη» οικονομία, τα στελέχη της ΕΣΕΕ υποστήριξαν πως ο υπάρχον μηχανισμός δεν επαρκεί, ενώ τονίσθηκε πως η χρήση πλαστικού χρήματος θα μπορούσε να περιορίσει το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, με την προϋπόθεση μιας δραστικής μείωσης του επιτοκίου των πιστωτικών καρτών και γενικά των τραπεζικών χρεώσεων στη χρήση του συστήματος POS.
Συζητήθηκε επίσης, το ζήτημα της ανασφάλιστης εργασίας, σχετικά με το οποίο η πλευρά της ΕΣΕΕ υποστήριξε πως είναι αθέμιτος ανταγωνισμός και ο ελεγκτικός μηχανισμός δεν επαρκεί. Η εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία αλλά και η τεράστια αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα του συστήματος καθιστά ακόμη δυσχερέστερη τη συμμόρφωση εργοδοτών και εργαζομένων. Επίσης, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης με βαριά πρόστιμα δεν συντελεί στον περιορισμό της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας, ενώ προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να λειτουργήσει η υιοθέτηση του «εργόσημου», πρόταση που έχει κατατεθεί στην ειδική ομάδα εργασίας που δραστηριοποιείται στον ΣΕΠΕ.
Αναφερόμενος στην πολυδιαφημιζόμενη εργαλειοθήκη Ι του ΟΟΣΑ ο κ. Κορκίδης επανέλαβε πως είναι «σκουριασμένη» και δεν μπορεί ουσιαστικά να προσφέρει τίποτα στην ελληνική πραγματικότητα, αφού οι προτάσεις της όπως το ψωμί, το γάλα, τα φάρμακα και το άνοιγμα των καταστημάτων όλες τις Κυριακές το χρόνο, έχουν σχεδιαστεί χωρίς ακριβή στοιχεία για την ελληνική αγορά. Η ΕΣΕΕ ξεκαθάρισε ότι πιστεύει ότι η εργαλειοθήκη είναι κατώτερη της διεθνούς φήμης του ΟΟΣΑ και δεν οδηγεί σε απελευθέρωση, αλλά σε συγκέντρωση της ελληνικής αγοράς.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ αναφέρθηκε επίσης στην έλλειψη ενός Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης με Απασχόληση, το οποίο θα έπρεπε να είχε ήδη σχεδιαστεί και να υλοποιείται κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών.
Οι εκπρόσωποι του τεχνικού κλιμακίου των θεσμών, μετά μια διερευνητική δίωρη συζήτηση, ζήτησαν νέα συνάντηση, αυτήν την φορά με τους τέσσερις επικεφαλής τους, αφού πρώτα μελετήσουν την οικονομετρική ανάλυση των προτάσεων της ΕΣΕΕ για επαναλειτουργία της αγοράς και ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας.