Με άρθρο που δημοσιεύεται στον επιστημονικό Τύπο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας καλεί τους υπεύθυνους κλινικών μελετών να μην κρατούν στα συρτάρια τους τα αποτελέσματα που δεν τους συμφέρουν.

Διαδεδομένη η μη δημοσιοποίηση δεδομένων

Η μη δημοσιοποίηση δεδομένων από κλινικές μελέτες, ένα διαδεδομένο και γνωστό φαινόμενο στον χώρο των βιοϊατρικών ερευνών, μπορεί να οδηγήσει σε παραπλάνηση κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη χρηματοδότηση ερευνών, τον καθορισμό κανόνων και τη δημόσια Υγεία.

Όλες οι κλινικές μελέτες θα έπρεπε να καταχωρούνται σε δημόσια μητρώα πριν καν αρχίσουν, γράφουν οι ειδικοί του ΠΟΥ στην ανοιχτή επιθεώρηση PLoS Medicine. Εντός ενός έτους από την ολοκλήρωση κάθε μελέτης, τα βασικά συμπεράσματα θα έπρεπε να καταχωρούνται σε δημόσια μητρώα και να δημοσιεύονται στον επιστημονικό Τύπο. Εντός δύο ετών από την ολοκλήρωση της μελέτης, τα ευρήματα θα πρέπει να είναι ελεύθερα διαθέσιμα, για παράδειγμα μέσω της δημοσίευσής τους σε ανοιχτές, δωρεάν επιθεωρήσεις.

Με ανεξάρτητο άρθρο στην ίδια επιθεώρηση, ο ΠΟΥ ζητά επίσης την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας και την παροχή κινήτρων για συμμόρφωση.

Απαιτείται διενέργεια ελέγχων σε όλες τις μελέτες

Σε συνοδευτικό άρθρο σχολιασμού στο PLoS ONE, o Μπεν Γκόλντεϊκρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ζητά επίσης τη διενέργεια ελέγχων σε όλες τις κλινικές μελέτες για τον εντοπισμό των «μεγαλύτερων ενόχων».

Όπως σχολιάζει ο δικτυακός τόπος της επιθεώρησης Nature, ανάλογες εκκλήσεις έχουν κάνει στο παρελθόν και άλλοι φορείς όπως ο Παγκόσμιος Ιατρικός Σύλλογος και η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA).

Φαίνεται όμως ότι οι εκκλήσεις τους δεν έχουν εισακουστεί μέχρι σήμερα από φαρμακοβιομηχανίες και ερευνητικούς φορείς: έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2013 στο British Medical Journal διαπίστωνε ότι, από τις 585 μεγάλες κλινικές μελέτες που εξετάστηκαν, οι 171 μελέτες με τη συμμετοχή σχεδόν 300.000 ασθενών, παρέμεναν αδημοσίευτες 5 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή τους.