Το πρόσφατο επεισόδιο με τον γάλλο υφυπουργό Εμπορίου που παραιτήθηκε αμέσως μετά τον διορισμό του επειδή αποκαλύφθηκε ότι δεν πλήρωνε φόρο εισοδήματος, πράξη που δικαιολόγησε με τον ισχυρισμό ότι πάσχει από το σύνδρομο της «γραφειοκρατιοφοβίας», θέτει επί τάπητος τη σχέση της ορολογίας με τη μόδα και της μόδας με την πολιτική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν το γεγονός αυτό είχε συμβεί είκοσι χρόνια νωρίτερα, ο υφυπουργός θα είχε επινοήσει μιαν άλλη αιτία της φοροδιαφυγής του. Διότι τότε δεν είχε ακόμη εμφανιστεί η επιδημία της –φοβίας, που έχει ως αποτέλεσμα τον καταιγισμό των δημόσιων (και όχι μόνο) συζητήσεων με λέξεις που το δεύτερο συνθετικό τους τις μεταμορφώνει σε όρους, με την απαίτηση να τους παίρνουμε αδιακρίτως στα σοβαρά.
Καθώς η λέξη φοβία στην ψυχιατρική και στην ψυχολογία δηλώνει μια κατάσταση παθολογική (διαφορετική από τον φόβο που είναι φυσικό αίσθημα), η γενική θυμηδία που προκάλεσε η δικαιολογία του υφυπουργού ήταν φυσιολογική. Δεν θέλω να πω ότι όλες οι λέξεις με αυτό το δεύτερο συνθετικό είναι σήμερα όροι της μόδας και ότι θα πρέπει να προκαλούν την ιλαρότητα. Δεν θα πρέπει όμως να την αποκλείουν, ενώ οι περισσότερες (οι συντριπτικά περισσότερες), επειδή δεν αναφέρονται σε παθολογικές καταστάσεις, θα πρέπει να προκαλούν τη δυσπιστία, την υποψία, τη διαφωνία, ακόμη και την αντίδραση.
Ετσι, κατ’ αναλογίαν με ιατρικούς όρους όπως κλειστοφοβία, αγοραφοβία, υψοφοβία, νοσοφοβία και άλλες παρεμφερείς, που δηλώνουν πραγματικές φοβίες, εμφανίζονται και λέξεις όπως ξενοφοβία, αμερικανοφοβία, δυτικοφοβία, εβραιοφοβία, ομοφοβία, θεωριοφοβία και πολλές άλλες. Δυτικογενείς ως επί το πλείστον και κατακριτικές, προϊόν κυρίως των υπερβολών της θάλλουσας πολιτικής ορθότητας των θεωριοκρατούμενων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και αναπαραγόμενες μιμητικά με τους τρόπους του γλωσσικού συρμού, οι λέξεις αυτές έχουν επιβάλει την αναγνώρισή τους ως όρων με αξιώσεις αδιαμφισβήτητης αντικειμενικότητας, προκαλώντας την αντίδραση εκείνων στους οποίους αναφέρονται, με την παραγωγή ανάλογων όρων σκοπιμότητας (εθνοφοβία, ισλαμοφοβία, ρωσοφοβία, αραβοφοβία, θετικισμοφοβία κ.ά.). Το αποτέλεσμα είναι η διεξαγωγή ενός πολέμου αντίπαλων όρων που, εξαιτίας της ανακριβούς στις πλείστες των περιπτώσεων χρήσης τους, αποτελούν την πηγή της εννοιακής ομίχλης που έχει καλύψει σήμερα τη γλώσσα των πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων.
Καθώς οι όροι αυτοί είναι κυρίως πολιτικοί, θα πρέπει να προσλαμβάνονται με τη διαφαινόμενη σημασία τους και όχι με το νόημα που τους προσδίδει η έννοια του δεύτερου συνθετικού τους. Διότι χρησιμοποιούνται από τους επινοητές τους και τους ομοφρονούντες στηλιτευτικά ως μέσα ισχύος και επιβολής. Το να ψέγεις κάποιον για -φοβία δηλώνει ότι εσύ ο υγιώς σκεπτόμενος θεωρείς νοσηρή τη στάση του προς αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό της λέξης, ως εάν αυτό σημαίνει κάτι που απαιτεί αδιαλείπτως και καθ’ ολοκληρίαν την επιδοκιμασία. Υπάρχουν βέβαια αρκετοί άνθρωποι που η διάθεσή τους προς το δηλούμενο με το πρώτο συνθετικό των εν λόγω λέξεων είναι φοβική. Αλλά ο αριθμός τους δεν είναι τέτοιος ώστε να τις καθιστά επαρκώς αξιόπιστες. Ετσι οι όροι αυτοί, καθώς οι πλείστοι προβάλλονται από τους προωθητές τους με τόνο εκφοβιστικό και με προοδευτικό πρόσημο, επαναλαμβάνονται άκριτα ως ένδειξη προοδευτικότητας από εκείνους που δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι το να σκέφτεσαι με το μυαλό των άλλων και όχι με το δικό σου αποτελεί τη βαθύτερη μορφή συντηρητισμού.
Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της χρήσης. Το πρώτο είναι εκείνο του όρου ξενοφοβία, που χρησιμοποιείται επιθετικά και αδιαφοροποίητα κατά αδίκων και δικαίων. Οτι η δυσφορία για τους ξένους είναι υπαρκτή σε ένα τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας προκαλώντας σε αυτό τον φόβο, ακόμη και τη φοβία και την εχθρότητα, είναι προφανές. Εξίσου προφανές όμως είναι και ότι το φαινόμενο της μαζικής εισροής μεταναστών και προσφύγων σε δυτικές χώρες αποτελεί ένα πρόβλημα για την αδιατάρακτη λειτουργία του κοινωνικού τους ιστού το οποίο απαιτεί μια ορθολογική και ανθρωπιστική λύση. Αρκεί ωστόσο να ονομάσει κανείς πρόβλημα το φαινόμενο για να δεχθεί την κατάκριση από τους κήρυκες της πολιτικής ορθότητας και να χαρακτηριστεί ξενοφοβικός, ενίοτε και ρατσιστής (ο αντίπαλος όρος ελληνοφοβία, που εκπέμπεται από τους ακραιφνώς ελληνόφρονες, μόνο το γέλιο μπορεί να προκαλέσει).
Το δεύτερο δείγμα είναι η κατάχρηση του όρου ομοφοβία. Υπάρχουν αρκετές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στην ομοφυλοφιλία, από τη λατρευτική και φιλική ως την αδιάφορη, την ουδέτερη, της απαρέσκειας και της αποστροφής. Το να χαρακτηρίζεις τις δεύτερες συλλήβδην και αδιακρίτως ομοφοβικές δηλώνει επιθετική και ασεβή χρήση του όρου, ασύμβατη με τη διεκδίκηση ανθρώπων που απαιτούν, και σωστά, τον σεβασμό της ετερότητας. Συχνά σημαίνει και ενόρμηση προβολής μιας ιδιωτικής υπόθεσης στο συλλογικό σώμα. Λ.χ., το να αποκαλείς ομοφοβικούς όσους δεν συμφωνούν με τη βεβαιότητά σου ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί τον πυρήνα της ποιητικής τέχνης του Καβάφη σημαίνει ότι προσπαθείς να μεταμφιέσεις ένα προσωπικό σου πρόβλημα σε πρόβλημα της λογοτεχνικής κριτικής.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ