Η συνεδρίαση του Eurogroup δεν εξέδωσε κοινό ανακοινωθέν και ο πρόεδρός του Γερούν Ντάισελμπλουμ επέμεινε στη γνωστή αυστηρή γλώσσα ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν εκταμιεύσεις χωρίς μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο τα φαινόμενα απατούν.

Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών δήλωσε μετά το πέρας της συνεδρίασης ότι οι προτεινόμενες επτά μεταρρυθμίσεις θα συμπληρωθούν με άλλες επτά, οι οποίες θα εξειδικεύουν έτι περαιτέρω τα φορολογικά μέτρα και ακόμη ανακοίνωσε ότι την Τετάρτη ξεκινούν στις Βρυξέλλες διαπραγματεύσεις με τα τεχνικά κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την αναζήτηση λύσεων για την αντιμετώπιση των ελληνικών χρηματοδοτικών προβλημάτων.

Πράγμα που σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση εισέρχεται σε εξειδικευμένες συζητήσεις με τους τρεις βασικούς θεσμικούς οργανισμούς που εποπτεύουν την προσπάθεια διάσωσης και ανασυγκρότησης της οικονομίας μας.
Επιπλέον, την Πέμπτη το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα συνεδριάσει προκειμένου να επαναξιολογήσει τις ανάγκες των ελληνικών Τραπεζών και να αποφασίσει τους όρους και το ύψος χρηματοδότησής τους από τον μηχανισμό έκτακτης ανάγκης, τον επονομαζόμενο ELA.
Ερμηνεύοντας τις παραπάνω εξελίξεις αντιλαμβάνεται ο καθείς ότι παρά την οξύτητα των λόγων υπάρχουν βήματα σχετικής ομαλοποίησης. Η ελληνική κυβέρνηση υποχώρησε από τις αρχικές της θέσεις. Δέχθηκε επιπρόσθετες ρυθμίσεις και μέτρα και το σημαντικότερο συμφιλιώθηκε με την ιδέα να συζητήσει- στην αρχή έστω στις Βρυξέλλες – με τα τεχνικά κλιμάκια των τριών οργανισμών την αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και τον εμπλουτισμό του νέου. Με αντάλλαγμα την αποδοχή και έναρξη από την πλευρά των δανειστών συζητήσεων για την κάλυψη του ελληνικού χρηματοδοτικού προβλήματος.
Με άλλα λόγια, έπειτα από πολλές εβδομάδες δύσκολων συζητήσεων, αχνοφαίνεται κάποιο φως ομαλοποίησης.

Ουσιαστικά Αθήνα και Βρυξέλλες μοιάζουν έτοιμες να θάψουν το τσεκούρι του πολέμου και να αρχίσουν να συζητούν επί της ουσίας για μέτρα και πολιτικές ικανές να ξεμπλέξουν το κουβάρι της αντιπαράθεσης μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων – δανειστών.

Είμαστε ουσιαστικά σε μια διαδικασία ειρήνευσης, από την οποία η ελληνική οικονομία μόνο ωφελημένη μπορεί να είναι. Αν μάλιστα αντιμετωπισθεί και αρθεί το χρηματοδοτικό αδιέξοδο, τότε το κλίμα θα βελτιωθεί, η οικονομία θα απαλλαγεί από τα πολλά κύματα ανασφάλειας και θα επανέλθει σε σχετικά κανονικές συνθήκες.
Είναι κρίσιμο στο παρόν περιβάλλον να διαλυθεί η ατμόσφαιρα υψηλής αβεβαιότητας και ανασφάλειας.
Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι στο μεσοδιάστημα δεν θα υπάρξουν εμπλοκές και υπαναχωρήσεις από την διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων με τους εταίρους και τους δανειστές.

ΤΟ ΒΗΜΑ