Στο Συνέδριο του Λιβάνου, η συγκρότηση του μεταπολεμικού στρατού δεν τέθηκε ως αυτόνομο ζήτημα. Στη συνάντηση εκείνη δομήθηκαν οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι ισορροπίες της Ελλάδας της Απελευθέρωσης. Οι δυνάμεις της Αριστεράς με αντάλλαγμα την είσοδό τους στον προθάλαμο της αστικής μεταπολεμικής σκηνής διαπραγματεύθηκαν το ισχυρό ατού που είχαν, δηλαδή το κύριο ποιοτικό τους χαρακτηριστικό που δεν ήταν άλλο από τη συγκρότηση των πολύ ισχυρών και εκτεταμένων πολεμικών και πολιτικών δομών σε μεγάλο αριθμό περιοχών της ελληνικής υπαίθρου. Εξισώθηκε με τον τρόπο αυτόν η Αριστερά με τις μικρότερες αλλά ενεργές οργανώσεις αντίστασης, όμως εξισώθηκε επίσης με τα πολιτικά κόμματα της προπολεμικής περιόδου που είχαν σαφώς ξεπεραστεί σε μορφή και σε πνεύμα από τη λαίλαπα του πολέμου και τη ριζική ανατροπή της αντίστασης. Μια εξίσωση που ενίσχυε σαφώς την επιστροφή κατά το μέγιστο δυνατό στο προπολεμικό ελληνικό πλαίσιο, σε όφελος κυρίως των αδρανησάντων κατά την Κατοχή.
Μετά την άφιξη του κυβερνητικού κλιμακίου και την ορκωμοσία της κυβέρνησης στις 23 Οκτωβρίου στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Παπανδρέου και ο στρατηγός Σκόμπι συμφώνησαν: τη διάλυση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και των σχηματισμών που βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή στις 10 Δεκεμβρίου 1944 (ο όρος δεν αφορούσε την Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία –ΙΙΙ ΕΟΤ –και τον Ιερό Λόχο που επιχειρούσαν στην Ιταλία και στο Αιγαίο αντίστοιχα) και την επάνοδο στον τακτικό στρατό των μόνιμων αξιωματικών που είχαν στελεχώσει τους αντάρτικους στρατούς.

Για τους έφεδρους αξιωματικούς προβλέφθηκαν η κατόπιν αιτήσεως μονιμοποίησή τους και η είσοδός τους σε σχολή εκπαιδεύσεως. Ετσι η «θυσία» του ΕΔΕΣ θα απέφερε την κατάργηση του ΕΛΑΣ. Προς εξασφάλιση επιτυχίας της κίνησης όρισαν τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο αρχιστράτηγο του υπό συγκρότηση Ελληνικού Στρατού με υπαρχηγό τον Στέφανο Σαράφη, ο οποίος επανήλθε στην ενέργεια με βαθμό υποστρατήγου.

Εκτός ελέγχου του νέου αρχηγού και στον έλεγχο του βρετανού στρατηγού παρέμειναν η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος, το τάγμα φρουράς Αγνώστου Στρατιώτη και η Αστυνομία, η Χωροφυλακή, η Πυροσβεστική, οι αξιόμαχοι δηλαδή σχηματισμοί και κατά κύριο λόγο ελεγχόμενοι.

Η διάλυση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ άφηνε τον νέο αρχηγό χωρίς στρατό, με τη μακρινή προοπτική κλήσεως νέων ηλικιών στρατευσίμων για κατάταξη και εκπαίδευση. Απέναντι στο αδιέξοδο ο Οθωναίος πρότεινε την ομογενοποίηση, στην ουσία, των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων με άμεση ένταξη στον νέο τακτικό στρατό όλων των ανταρτών και του στρατού της Μέσης Ανατολής, κάτω από τη διοίκηση μόνιμων και έφεδρων ελλήνων αξιωματικών, και τη σταδιακή ανανέωση του δυναμικού μέσω της κλήσης νεοσυλλέκτων και της ισάριθμης απόλυσης των παλαιοτέρων.

Ακόμη, προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του ζήτησε: απόλυτο δικαίωμα στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους, τον περιορισμό του στρατηγού Σκόμπι στη διοίκηση των βρετανικών στρατευμάτων που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος και όλα τα διατάγματα που αφορούσαν τον νέο στρατό να ετοιμάζονται από το ελληνικό επιτελείο. Σε απάντηση των όρων Οθωναίου ο Σκόμπι πρότεινε τη στελέχωση του επιτελείου από βασιλόφρονες αξιωματικούς και ως επιτελάρχη τον Κωνσταντίνο Βεντήρη.

Με σκοπό τον διαχωρισμό της στρατιωτικής από την πολιτική διάσταση των πραγμάτων ο Παπανδρέου πρότεινε στον Οθωναίο την ανάληψη της ηγεσίας μετά τη 10η Δεκεμβρίου, μετά τη διάλυση δηλαδή των ανταρτικών σχηματισμών. Ο Οθωναίος παραιτήθηκε μπροστά στη μεγάλη απόκλιση που είχε η πρόθεσή του να ηγηθεί ενός μεγάλου αριθμητικά στρατού που θα απορροφούσε στο εσωτερικό του τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της κατοχικής περιόδου με την πρόθεση της κυβέρνησης να μειώσει στρατιωτικά το ΕΑΜ.

Ο χρόνος που θα χρειαζόταν για την ανασυγκρότηση ενός τόσο μεγάλου οργανισμού θα ωφελούσε την Αριστερά και θα διατηρούσε τις δυνατότητές της ισχυρές, αυτές που η αντίπαλή της πλευρά ήθελε δραματικά να περιορίσει. Το ότι θα μπορούσε ο νέος ελληνικός στρατός της Απελευθέρωσης να αποτελέσει χωνευτήρι των εντάσεων της πολεμικής περιόδου είναι μάλλον μια αισιόδοξη προσέγγιση. Οι εντάσεις που διαμόρφωσε η πολεμική περίοδος διαιρούσαν παρά συνέθεταν παγιώνοντας ένα παιχνίδι στο οποίο οι παίκτες αντιμετώπισαν τον πόλεμο από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και κυρίως με ξένες και αντίπαλες μεταξύ τους πορείες.

Το ζήτημα της αποστράτευσης των ανταρτικών οργανώσεων αποτέλεσε έναν από τους κύριους λόγους της πορείας προς τη δεκεμβριανή σύγκρουση. Η αρχική αποδοχή από το ΕΑΜ της διάλυσης όλων των σχηματισμών ήταν εις βάρος του ΕΛΑΣ, αφού από τη διάλυση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ θα προέκυπτε στη συνέχεια η συγκρότηση δύο ταξιαρχιών: μιας από τον διαλυμένο ΕΛΑΣ και μιας από τον Ιερό Λόχο και από την ΙΙΙ ΕΟΤ που είχε φτάσει εσπευσμένα από την Ιταλία στην Αττική και είχε στρατοπεδεύσει στο Ρουφ στις 9 Νοεμβρίου –η συγκεκριμένη ταξιαρχία θα συμπλήρωνε τον αριθμό της από αντάρτες του ΕΔΕΣ.

Με σκοπό τη δυνατότητα διατήρησης πρωτοβουλιών εκ μέρους της και τον περιορισμό ελέγχου από τον ελληνοβρετανικό παράγοντα διαμορφώθηκε πρόταση από την Αριστερά με ζητούμενο: τη διάλυση της ΙΙΙ ΕΟΤ, του Ιερού Λόχου και τη συγκρότηση στη συνέχεια νέων μονάδων, καθώς και τη σταδιακή κατάταξη νέων ηλικιών, όπου η δύναμη της Αριστεράς ήταν μεγάλη. Στις εκ των υστέρων κρίσεις που έγιναν στο εσωτερικό του ΚΚΕ σχετικά με τον αφοπλισμό της ΙΙΙ ΕΟΤ, ταξιαρχίας του Ρίμινι πια, από την ηγεσία του ΚΚΕ, δηλαδή τον Γ. Σιάντο, κρίνεται η επιμονή στο συγκεκριμένο ως λάθος και πρόξενος των κακών που ακολούθησαν, αφού η διατήρηση της ταξιαρχίας του Ρίμινι θα «καλυπτόταν» από την κατάταξη νέων ηλικιών.

Η πρόταση, όπως ήταν φυσικό, δεν βρήκε τη σύμφωνη γνώμη του στρατηγού Σκόμπι, ο οποίος στην ουσία είχε τυπικά και ουσιαστικά τον πρώτο λόγο.


Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι υπεύθυνος στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ